3,277,002
edits
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταχρώννῡμι''': μέλλ. -χρώσω· -[[χρωματίζω]] ἐντελῶς, [[καταβάπτω]], καταχρῶσαι τὴν κόμην | |lstext='''καταχρώννῡμι''': μέλλ. -χρώσω· -[[χρωματίζω]] ἐντελῶς, [[καταβάπτω]], καταχρῶσαι τὴν κόμην Πολυδ. Β΄, 35·- Παθ., κατεχρώσθη τὸ [[πρόσωπον]] κατ’ Αἰθίοπα, ἐμελάνισε, Εὐμάθ. σ. 121·- μεταφορ., κατὰ δὲ κηλῖδα… κέχρωσαι Εὐρ. Ἑκ. 911·- οἱ τύποι τοῦ ἐνεστ. εὕρηνται παρὰ Σουΐδ., Πολυδ. Ζ΄, 169· παρὰ τοῖς Ἐκκλ. [[ὡσαύτως]], καταχρώσκω. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταχρώννυμι]] και καταχρωννύω και [[καταχρώζω]] (AM)<br />[[χρωματίζω]] εντελώς, [[βάφω]] («καταχρῶσαι τὴν κόμην», <b> | |mltxt=[[καταχρώννυμι]] και καταχρωννύω και [[καταχρώζω]] (AM)<br />[[χρωματίζω]] εντελώς, [[βάφω]] («καταχρῶσαι τὴν κόμην», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>καταχρώννυμαι</i><br />κηλιδώνομαι, λερώνομαι («κατὰ δ' αἰθάλου κηλῑδα... κέχρωσαι», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χρώννυμι]] «[[χρωματίζω]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |