σκάλαυθρον: Difference between revisions

m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκάλαυθρον''': καὶ σπάλαυθρον [ᾰ], τό, [[ὄργανον]] δι’ οὗ σκαλεύται ἢ ἀναδαυλίζεται τὸ πῦρ, Ἡσύχ., Φώτ.· ὁ [[Πολυδ]]. Ι΄, 113 ἔχει [[σπάλαθρον]], καὶ ἐν Ζ΄, 22 σκάλευθρον· - οἱ δόκιμοι τύποι φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] σκάλευθρον, [[σπάλαθρον]].
|lstext='''σκάλαυθρον''': καὶ σπάλαυθρον [ᾰ], τό, [[ὄργανον]] δι’ οὗ σκαλεύται ἢ ἀναδαυλίζεται τὸ πῦρ, Ἡσύχ., Φώτ.· ὁ Πολυδ. Ι΄, 113 ἔχει [[σπάλαθρον]], καὶ ἐν Ζ΄, 22 σκάλευθρον· - οἱ δόκιμοι τύποι φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] σκάλευθρον, [[σπάλαθρον]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> όργανο με το οποίο ανασκαλεύεται η [[φωτιά]], το [[σκάλεθρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. προήλθε πιθ. από συμφυρμό τών λ. [[σκάλευθρον]] και [[σπάλαθρον]].
|mltxt=τὸ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> όργανο με το οποίο ανασκαλεύεται η [[φωτιά]], το [[σκάλεθρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. προήλθε πιθ. από συμφυρμό τών λ. [[σκάλευθρον]] και [[σπάλαθρον]].
}}
}}