3,277,300
edits
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περίκουρος''': -ον, ([[περικείρω]]) ὁ περικεκαρμένος, ἐπὶ τοῦ προσωπείου γυναικὸς δούλης ἐν τῇ κωμῳδίᾳ, | |lstext='''περίκουρος''': -ον, ([[περικείρω]]) ὁ περικεκαρμένος, ἐπὶ τοῦ προσωπείου γυναικὸς δούλης ἐν τῇ κωμῳδίᾳ, Πολυδ. Δ΄, 151. ΙΙ. ὁ κυκλωθεὶς καὶ αἰχμαλωτισθείς, «περίκουροι· οἱ ἐκ τοῦ κυκλωθῆναι ἁλισκόμενοι ἐν ταῖς μάχαις» Ἡσύχ.· [[οὕτως]] ἀμφίκουρο, «[[ἀμφίκουρος]] δὲ ἣν [[ἑκατέρωθεν]] ἄνδρες περιλάβωσιν» Σουΐδ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α [[περικείρω]]<br /><b>1.</b> (για [[προσωπείο]] δούλας στην [[κωμωδία]]) κουρεμένος [[ολόγυρα]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που κυκλώθηκε και αιχμαλωτίστηκε από κάποιον. | |mltxt=-ον, Α [[περικείρω]]<br /><b>1.</b> (για [[προσωπείο]] δούλας στην [[κωμωδία]]) κουρεμένος [[ολόγυρα]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που κυκλώθηκε και αιχμαλωτίστηκε από κάποιον. | ||
}} | }} |