ὀρθόδωρον: Difference between revisions

m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρθόδωρον''': τό, ([[δῶρον]] ΙΙ) «[[μέτρον]] τὸ ὀρθὸν τῆς χειρὸς ἀπὸ ἄκρου τοῦ καρποῦ [[μέχρι]] τοῦ δακτύλου· οἱ δὲ σπιθαμὴν» Ἡσύχ. - [[Κατὰ]] [[Πολυδ]]. Β΄, 157, «τὸ δὲ ἀπὸ τοῦ καρποῦ ἕως [[ἄκρων]] δακτύλων, ἡ πᾶσα [[χείρ]], [[ὀρθόδωρον]]».
|lstext='''ὀρθόδωρον''': τό, ([[δῶρον]] ΙΙ) «[[μέτρον]] τὸ ὀρθὸν τῆς χειρὸς ἀπὸ ἄκρου τοῦ καρποῦ [[μέχρι]] τοῦ δακτύλου· οἱ δὲ σπιθαμὴν» Ἡσύχ. - [[Κατὰ]] Πολυδ. Β΄, 157, «τὸ δὲ ἀπὸ τοῦ καρποῦ ἕως [[ἄκρων]] δακτύλων, ἡ πᾶσα [[χείρ]], [[ὀρθόδωρον]]».
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρθόδωρον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[μέτρο]] μήκους το οποίο υπολογιζόταν με το [[χέρι]], από το [[άκρο]] του καρπού [[μέχρι]] το [[άκρο]] του μεσαίου δακτύλου, ήταν δηλ. ίσο με μία [[σπιθαμή]] («[[ὀρθόδωρον]]<br />[[μέτρον]] τὸ ὀρθὸν τῆς χειρὸς ἀπὸ ἄκρου τοῡ καρποῡ [[μέχρι]] τοῡ δακτύλου<br />οἱ δὲ σπιθαμήν», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>2.</b> το ανδρικό [[μόριο]] σε [[στύση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δῶρον]] «[[δώρο]], η [[παλάμη]] ως [[μέτρο]] μήκους»].
|mltxt=[[ὀρθόδωρον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[μέτρο]] μήκους το οποίο υπολογιζόταν με το [[χέρι]], από το [[άκρο]] του καρπού [[μέχρι]] το [[άκρο]] του μεσαίου δακτύλου, ήταν δηλ. ίσο με μία [[σπιθαμή]] («[[ὀρθόδωρον]]<br />[[μέτρον]] τὸ ὀρθὸν τῆς χειρὸς ἀπὸ ἄκρου τοῡ καρποῡ [[μέχρι]] τοῡ δακτύλου<br />οἱ δὲ σπιθαμήν», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>2.</b> το ανδρικό [[μόριο]] σε [[στύση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δῶρον]] «[[δώρο]], η [[παλάμη]] ως [[μέτρο]] μήκους»].
}}
}}