3,274,123
edits
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑδροφόρος''': -ον, ὁ φέρων [[ὕδωρ]], [[κόρη]] Πλουτ. Θεμιστ. 31· [[ἀγγεῖον]] | |lstext='''ὑδροφόρος''': -ον, ὁ φέρων [[ὕδωρ]], [[κόρη]] Πλουτ. Θεμιστ. 31· [[ἀγγεῖον]] Πολυδ. Η΄, 66. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[ὑδροφόρος]], ὁ, καὶ ἡ, ὁ φέρων [[ὕδωρ]], «νεροκουβαλητής», Ἡρόδ. 3. 14, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 10, Λουκ., κλπ.· Ὑδροφόροι ἦτο τὸ [[ὄνομα]] τραγῳδίας τινὸς τοῦ Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 219 κἑξ.), καὶ τοῦ Σοφ. (Ἀποσπ. 597 κἑξ.)· - ἐκαλοῦντο δὲ Ὑδροφόροι γυναῖκες ὑπηρετοῦσαι ἐν τῷ ναῷ τῶν Βραγχιδῶν ἐν Μιλήτῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2885 κἑξ., πρβλ. [[ὑδροφορέω]], ΙΙ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑδροφόρους· ὑδρορρόους». | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |