υπεξαιρώ: Difference between revisions

m
no edit summary
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὑπεξαιρῶ, -έω, ΝΑ [[ἐξαιρῶ]]<br />(στην αρχ. το μέσ. <i>ὑπεξαιοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i>) [[αφαιρώ]], [[οικειοποιούμαι]] [[ξένο]] [[πράγμα]] το οποίο μού εμπιστεύθηκαν για [[φύλαξη]] (α. «υπεξαίρεσε [[πολλά]] χρήματα από την [[υπηρεσία]] του» β. «ὑπὲκ μήλων αἱρεύμενοι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βγάζω]] από [[μέσα]], [[αφαιρώ]] [[κρυφά]] («παλίρρυτον γὰρ αἷμ' ὑπεξαιροῡσι τῶν κτανόντων οἱ [[πάλαι]] θανόντες», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταστρέφω]] [[κρυφά]] ή σταδιακά<br /><b>3.</b> [[απαλλάσσω]] κάποιον από [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>(ρητ.)</b> [[πραγματεύομαι]] [[κάτι]] ως εξαιρετικό και ιδιαίτερο<br /><b>5.</b> [[μετριάζω]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> α) [[εξαιρώ]], [[αποκλείω]] («κατηγορήσειν... ἕνα ὑπεξελόμενος δι' οἰκειότητα», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) [[διατηρώ]], [[βάζω]] [[κατά]] [[μέρος]], [[εξασφαλίζω]] («ὡς ἄρ' ὑμεῑς τῶν ἰδίων τι κτημάτων ὑπεξαιρούμενοι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> εξαφανίζομαι<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ὑπεξαιρῶ πρόφασιν» — [[κάνω]] [[εξαίρεση]] <b>(Θεόπομπ.)</b>.
|mltxt=ὑπεξαιρῶ, -έω, ΝΑ [[ἐξαιρῶ]]<br />(στην αρχ. το μέσ. <i>ὑπεξαιροῦμαι</i>, -<i>έομαι</i>) [[αφαιρώ]], [[οικειοποιούμαι]] [[ξένο]] [[πράγμα]] το οποίο μού εμπιστεύθηκαν για [[φύλαξη]] (α. «υπεξαίρεσε [[πολλά]] χρήματα από την [[υπηρεσία]] του» β. «ὑπὲκ μήλων αἱρεύμενοι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βγάζω]] από [[μέσα]], [[αφαιρώ]] [[κρυφά]] («παλίρρυτον γὰρ αἷμ' ὑπεξαιροῡσι τῶν κτανόντων οἱ [[πάλαι]] θανόντες», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταστρέφω]] [[κρυφά]] ή σταδιακά<br /><b>3.</b> [[απαλλάσσω]] κάποιον από [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>(ρητ.)</b> [[πραγματεύομαι]] [[κάτι]] ως εξαιρετικό και ιδιαίτερο<br /><b>5.</b> [[μετριάζω]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> α) [[εξαιρώ]], [[αποκλείω]] («κατηγορήσειν... ἕνα ὑπεξελόμενος δι' οἰκειότητα», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) [[διατηρώ]], [[βάζω]] [[κατά]] [[μέρος]], [[εξασφαλίζω]] («ὡς ἄρ' ὑμεῑς τῶν ἰδίων τι κτημάτων ὑπεξαιρούμενοι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> εξαφανίζομαι<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ὑπεξαιρῶ πρόφασιν» — [[κάνω]] [[εξαίρεση]] <b>(Θεόπομπ.)</b>.
}}
}}