μείλιγμα: Difference between revisions

m
Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''"
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=meiligma
|Transliteration C=meiligma
|Beta Code=mei/lgma
|Beta Code=mei/lgma
|Definition=ατος, τό, (μειλίσσω) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[that which soothes]], <b class="b3">μειλίγματα θυμοῦ</b> [[scraps with which]] the master [[appeases]] the hunger of his dogs, <span class="bibl">Od.10.217</span>; μειλίγματα προσφέρειν <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>1053</span>: sg., Nic.<span class="title">Fr.</span>75: metaph., γλώσσης ἐμῆς μ. καὶ θελκτήριον <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>886</span>; μ. νούσου <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>896</span>; λύπης <span class="bibl">Ph.2.28</span> (pl.); τῆς ὀργῆς <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pomp.</span>47</span>; <b class="b3">πλούτου μειλίγματα</b> Epic.<span class="title">Oxy.</span>1015.19. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> pl., [[propitiatory offerings]] to the dead, <span class="bibl">A. <span class="title">Ch.</span>15</span>, <span class="bibl"><span class="title">Eu.</span>107</span>, <span class="bibl">Parth.12.1</span>, <span class="bibl">Ant.Lib.25.5</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> [[darling]], [[fondling]], <b class="b3">Χρυσηΐδων μ</b>., of Agamemnon, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1439</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[soothing song]], λιγεῶν μειλίγματα Μουσέων <span class="bibl">Theoc.22.221</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> pl., <b class="b3">μ. θρασειῶν μεταφορῶν</b> [[phrases which soften]] bold metaphors, Longin.32.3.</span>
|Definition=-ατος, τό, ([[μειλίσσω]])<br><span class="bld">A</span> [[that which soothes]], <b class="b3">μειλίγματα θυμοῦ</b> [[scraps with which]] the master [[appeases]] the hunger of his dogs, Od.10.217; μειλίγματα προσφέρειν E.''Fr.''1053: sg., Nic.''Fr.''75: metaph., γλώσσης ἐμῆς μ. καὶ θελκτήριον A.''Eu.''886; μ. νούσου Nic.''Th.''896; λύπης Ph.2.28 (pl.); τῆς ὀργῆς Plu.''Pomp.''47; <b class="b3">πλούτου μειλίγματα</b> Epic.''Oxy.''1015.19.<br><span class="bld">2</span> pl., [[propitiatory offerings]] to the dead, A. ''Ch.''15, ''Eu.''107, Parth.12.1, Ant.Lib.25.5.<br><span class="bld">3</span> [[darling]], [[fondling]], <b class="b3">Χρυσηΐδων μ.</b>, of Agamemnon, [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''1439.<br><span class="bld">II</span> [[soothing song]], λιγεῶν μειλίγματα Μουσέων Theoc.22.221.<br><span class="bld">2</span> pl., <b class="b3">μ. θρασειῶν μεταφορῶν</b> [[phrases which soften]] bold metaphors, Longin.32.3.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ατος (τό) :<br />tout ce qui adoucit, charme <i>ou</i> apaise : θυμοῦ OD la faim (du chien qui aboie) ; τῆς ὀργῆς PLUT la colère ; <i>particul. au plur.</i> τὰ μειλίγματα offrande pour apaiser, sacrifice expiatoire.<br />'''Étymologie:''' [[μειλίσσω]].<br /><span class="bld">2</span>v. [[μέλιγμα]].
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>[[alles]] zur [[Besänftigung]], [[Beruhigung]], [[Erheiterung]] Dienende</i>, Hom. nennt μειλίγματα θυμοῦ <i>[[Leckerbissen]]</i>, [[welche]] der [[Hausherr]] den Hunden gibt, <i>Od</i>. 10.217, [[worauf]] sich die Erkl. des <i>EM</i>. λείψανα bezieht, = [[ἀπομαγδαλιά]]; Χρυσηΐδων [[μείλιγμα]], Aesch. <i>Ag</i>. 1414, heißt [[Agamemnon]], <i>[[Liebling]], Lust</i> der Chryseis; bes. von <i>[[Sühnopfer]]</i>n, χοὰς φερούσας νερτέροις μειλίγμασιν, <i>Ch</i>. 15; νηφάλια, <i>Eum</i>. 107, wie auch sp.D., Gaetul. 5 (VII.354); Aesch. vrbdt auch γλώσσης ἐμῆς [[μείλιγμα]] καὶ [[θελκτήριον]], <i>Eum</i>. 846; Sp., ὀργῆς [[μείλιγμα]], Plut. <i>Pomp</i>. 47; νούσων, <i>[[Heilmittel]]</i>, Nic. <i>Ther</i>. 896; μουσῶν, Theocr. 22.221, <i>erheiternder [[Gesang]]; was eine [[Speise]] [[schmackhaft]] macht</i>, Ath. III.109e.<br>Bei Longin. 32.3 = <i>mildernde [[Ausdrücke]]</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''μείλιγμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[средство утоления]], [[способ смягчения]] (θυμοῦ Hom.; τῆς ὀργῆς Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[наслаждение]], [[радость]], [[отрада]]: Χρυσηΐδων μ. τῶν ὑπ᾽ Ἰλίῳ ирон. Aesch. отрада илионских Хрисеид, т. е. Агамемнон;<br /><b class="num">3</b> [[умилостивительная жертва]] (νερτέροις Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μείλιγμα''': τό, ([[μειλίσσω]]) πᾶν ὅ,τι χρησιμεύει πρὸς καταπράϋνσιν, ἐν τῷ πληθ. μειλίγματα θυμοῦ, τὰ μειλίσσοντα καὶ καταπραΰνοντα τὴν πεῖναν τῶν κυνῶν, τεμάχια [[κρεῶν]] κ. τὰ τοιαῦτα, Ὀδ. Κ. 217· μειλίγματα προσφέρειν Εὐρ. Ἀποσπ. 1040· καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ, Νικ. παρ’ Ἀθην. 51D· ― μεταφορ., γλώσσης ἐμῆς [[μείλιγμα]] καὶ [[θελκτήριον]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 886· μ. νόσου Νικ. Θ. 896· τῆς ὀργῆς Πλουτ. Πομπ. 47. 2) ἐν τῷ πληθ., ἱλαστήριοι προσφοραὶ πρὸς τοὺς νεκρούς, Λατιν. inferiae, Αἰσχύλ. Χο. 15, Εὐμ. 107· [[ὡσαύτως]] ἐναγίσματα. 3) παρ’ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1439, ὁ [[Ἀγαμέμνων]] καλεῖται Χρυσηίδων [[μείλιγμα]], δηλ. ὁ ἐραστὴς τῆς Χρυσηΐδος. ΙΙ. καταπραϋντικὸν ᾆσμα, Θεόκρ. 22. 221· ― ἐν τῷ πληθ., ἤπιοι λόγοι, Λογγῖν. 32. 3.
|lstext='''μείλιγμα''': τό, ([[μειλίσσω]]) πᾶν ὅ,τι χρησιμεύει πρὸς καταπράϋνσιν, ἐν τῷ πληθ. μειλίγματα θυμοῦ, τὰ μειλίσσοντα καὶ καταπραΰνοντα τὴν πεῖναν τῶν κυνῶν, τεμάχια [[κρεῶν]] κ. τὰ τοιαῦτα, Ὀδ. Κ. 217· μειλίγματα προσφέρειν Εὐρ. Ἀποσπ. 1040· καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ, Νικ. παρ’ Ἀθην. 51D· ― μεταφορ., γλώσσης ἐμῆς [[μείλιγμα]] καὶ [[θελκτήριον]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 886· μ. νόσου Νικ. Θ. 896· τῆς ὀργῆς Πλουτ. Πομπ. 47. 2) ἐν τῷ πληθ., ἱλαστήριοι προσφοραὶ πρὸς τοὺς νεκρούς, Λατιν. inferiae, Αἰσχύλ. Χο. 15, Εὐμ. 107· [[ὡσαύτως]] ἐναγίσματα. 3) παρ’ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1439, ὁ [[Ἀγαμέμνων]] καλεῖται Χρυσηίδων [[μείλιγμα]], δηλ. ὁ ἐραστὴς τῆς Χρυσηΐδος. ΙΙ. καταπραϋντικὸν ᾆσμα, Θεόκρ. 22. 221· ― ἐν τῷ πληθ., ἤπιοι λόγοι, Λογγῖν. 32. 3.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ατος (τό) :<br />tout ce qui adoucit, charme <i>ou</i> apaise : θυμοῦ OD la faim (du chien qui aboie) ; τῆς ὀργῆς PLUT la colère ; <i>particul. au plur.</i> τὰ μειλίγματα offrande pour apaiser, sacrifice expiatoire.<br />'''Étymologie:''' [[μειλίσσω]].<br /><span class="bld">2</span>v. [[μέλιγμα]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μείλιγμα:''' -ατος, τό ([[μειλίσσω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> οτιδήποτε εξυπηρετεί στο να καταπραΰνει, <i>μειλίγματα θυμοῦ</i>, αποφάγια για να κατευνάσουν την [[πείνα]] των σκυλιών, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., γλώσσης [[μείλιγμα]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> στον πληθ., εξευμενισμοί, [[απότιση]] εξιλαστήριων τιμών στους νεκρούς, Λατ. [[inferiae]], στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[συμπαθητικός]], [[αξιαγάπητος]], στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> κατευναστικό [[τραγούδι]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">• [[μείλιγμα]]:</b> τό,<br /><b class="num">I.</b> [[τραγούδι]], σε Μόσχ.<br /><b class="num">II.</b> [[μικρός]] [[αυλός]] που χρησιμοποιείτο για να δίνει τον τόνο στον τραγουδιστή ή στο μουσικό όργανο, στον ίδ.
|lsmtext='''μείλιγμα:''' -ατος, τό ([[μειλίσσω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> οτιδήποτε εξυπηρετεί στο να καταπραΰνει, <i>μειλίγματα θυμοῦ</i>, αποφάγια για να κατευνάσουν την [[πείνα]] των σκυλιών, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., γλώσσης [[μείλιγμα]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> στον πληθ., εξευμενισμοί, [[απότιση]] εξιλαστήριων τιμών στους νεκρούς, Λατ. [[inferiae]], στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[συμπαθητικός]], [[αξιαγάπητος]], στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> κατευναστικό [[τραγούδι]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">• [[μείλιγμα]]:</b> τό,<br /><b class="num">I.</b> [[τραγούδι]], σε Μόσχ.<br /><b class="num">II.</b> [[μικρός]] [[αυλός]] που χρησιμοποιείτο για να δίνει τον τόνο στον τραγουδιστή ή στο μουσικό όργανο, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μείλιγμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> средство утоления, способ смягчения (θυμοῦ Hom.; τῆς ὀργῆς Plut.);<br /><b class="num">2)</b> наслаждение, радость, отрада: Χρυσηΐδων μ. τῶν ὑπ᾽ Ἰλίῳ ирон. Aesch. отрада илионских Хрисеид, т. е. Агамемнон;<br /><b class="num">3)</b> умилостивительная жертва (νερτέροις Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μείλιγμα]], ατος, τό, [[μειλίσσω]]<br /><b class="num">I.</b> [[anything]] that serves to [[soothe]], μειλίγματα θυμοῦ scraps to [[appease]] the [[hunger]] of dogs, Od.:—metaph., γλώσσης [[μείλιγμα]] Aesch.<br /><b class="num">2.</b> in pl. propitiations, atonements made to the [[dead]], Lat. [[inferiae]], Aesch.<br /><b class="num">3.</b> of a [[person]], a fondling, [[darling]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> a [[soothing]] [[song]], Theocr.
|mdlsjtxt=[[μείλιγμα]], ατος, τό, [[μειλίσσω]]<br /><b class="num">I.</b> [[anything]] that serves to [[soothe]], μειλίγματα θυμοῦ scraps to [[appease]] the [[hunger]] of dogs, Od.:—metaph., γλώσσης [[μείλιγμα]] Aesch.<br /><b class="num">2.</b> in plural propitiations, atonements made to the [[dead]], Lat. [[inferiae]], Aesch.<br /><b class="num">3.</b> of a [[person]], a fondling, [[darling]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> a [[soothing]] [[song]], Theocr.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[something that mitigates]], [[something that propitiates]], [[something that soothes]]
|woodrun=[[something that mitigates]], [[something that propitiates]], [[something that soothes]]
}}
}}