3,277,020
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perigrafikos | |Transliteration C=perigrafikos | ||
|Beta Code=perigrafiko/s | |Beta Code=perigrafiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense" | |Definition=ή, όν, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[indicating a conclusion]], [[σύνδεσμοι]] prob. in <span class="bibl">A.D.<span class="title">Conj.</span>253.18</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[περιγραφικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[περιγραφή]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[περιγραφή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ικανός]] να αποδίδει με [[ενάργεια]] και [[ζωντάνια]] τις εικόνες τών πραγμάτων, [[παραστατικός]] («περιγραφικό ύφος»)<br /><b>2.</b> αυτός που περιγράφεται με [[ζωντάνια]] και [[παραστατικότητα]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν διεισδύει στην [[ουσία]] ενός πράγματος ή φαινομένου, που δεν εμβαθύνει σε [[κάτι]], [[επιφανειακός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «περιγραφική [[γλωσσολογία]]» <b>γλωσσ.</b> [[μορφή]] του γλωσσικού δομισμού ή στρουκτουραλισμού, που αναπτύχθηκε [[κυρίως]] στην αμερικανική ήπειρο [[μετά]] τον Μπλούμφηλντ και η οποία χρησιμοποιεί ως αποκλειστική μέθοδο ανάλυσης τών γλωσσικών φαινομένων την [[περιγραφή]]<br />β) «περιγραφική [[γεωμετρία]]»<br /><b>μαθημ.</b> η παραστατική [[γεωμετρία]]<br />γ) «περιγραφική [[μετεωρολογία]]»<br /><b>(μετεωρ.)</b> το [[σύνολο]] τών βασικών αρχών της μετεωρολογίας και τών επιστημών της ατμόσφαιρας που αναλύονται με περιγραφικό [[παρά]] με θεωρητικό ή [[δυναμικό]] τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δηλώνει ένα [[συμπέρασμα]], [[συμπερασματικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιγραφικώς</i> / <i>περιγραφικῶς</i> ΝΑ και <i>περιγραφικά</i> Ν<br /><b>1.</b> με [[περιγραφή]]<br /><b>2.</b> [[κατά]] τρόπο περιγραφικό. | |mltxt=-ή, -ό / [[περιγραφικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[περιγραφή]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[περιγραφή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ικανός]] να αποδίδει με [[ενάργεια]] και [[ζωντάνια]] τις εικόνες τών πραγμάτων, [[παραστατικός]] («περιγραφικό ύφος»)<br /><b>2.</b> αυτός που περιγράφεται με [[ζωντάνια]] και [[παραστατικότητα]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν διεισδύει στην [[ουσία]] ενός πράγματος ή φαινομένου, που δεν εμβαθύνει σε [[κάτι]], [[επιφανειακός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «περιγραφική [[γλωσσολογία]]» <b>γλωσσ.</b> [[μορφή]] του γλωσσικού δομισμού ή στρουκτουραλισμού, που αναπτύχθηκε [[κυρίως]] στην αμερικανική ήπειρο [[μετά]] τον Μπλούμφηλντ και η οποία χρησιμοποιεί ως αποκλειστική μέθοδο ανάλυσης τών γλωσσικών φαινομένων την [[περιγραφή]]<br />β) «περιγραφική [[γεωμετρία]]»<br /><b>μαθημ.</b> η παραστατική [[γεωμετρία]]<br />γ) «περιγραφική [[μετεωρολογία]]»<br /><b>(μετεωρ.)</b> το [[σύνολο]] τών βασικών αρχών της μετεωρολογίας και τών επιστημών της ατμόσφαιρας που αναλύονται με περιγραφικό [[παρά]] με θεωρητικό ή [[δυναμικό]] τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δηλώνει ένα [[συμπέρασμα]], [[συμπερασματικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιγραφικώς</i> / <i>περιγραφικῶς</i> ΝΑ και <i>περιγραφικά</i> Ν<br /><b>1.</b> με [[περιγραφή]]<br /><b>2.</b> [[κατά]] τρόπο περιγραφικό. | ||
}} | }} |