3,274,408
edits
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=allaktos | |Transliteration C=allaktos | ||
|Beta Code=a)llakto/s | |Beta Code=a)llakto/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀλλακτή, ἀλλακτόν, [[equivalent]], πρός τι Phld.''Oec.''pp.47,55J.: ἀλλακτόν, τό, [[ἀνάφορον]], Arg. Ar.''Ra.'' | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και -χτός, -ή, -ό (Α [[ἀλλακτός]], -ή, -όν) | |mltxt=και -χτός, -ή, -ό (Α [[ἀλλακτός]], -ή, -όν) ([[ἀλλάσσω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που μπορεί να αλλαχθεί, να αντικατασταθεί, να αναπληρωθεί<br /><b>2.</b> αυτός που προήλθε από [[ανταλλαγή]]<br /><b>3.</b> [[ιδιότροπος]], [[παράξενος]]<br /><b>4.</b> α) [[παιδί]] τών νεράιδων καχεκτικό και ελαττωματικό, που αυτές ανταλλάσσουν με γερό [[παιδί]] πραγματικής γυναίκας<br />β) κακοποιά αόρατη ύπαρξη που φέρνει ώς και [[σάλεμα]] του νου, δαιμονικό, νεραϊδικό, ξωτικό<br />γ) [[άνθρωπος]] [[λιγόμυαλος]] και [[μισερός]], παρλιακό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο ίσης αξίας, [[ισοδύναμος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀλλακτόν</i> το [[ανάφορον]], το [[ξύλο]] τών αχθοφόρων, [[σκυτάλη]], [[ρόπαλο]]. | ||
}} | }} |