ἀποθρύπτω: Difference between revisions

m
Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt="
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apothrypto
|Transliteration C=apothrypto
|Beta Code=a)poqru/ptw
|Beta Code=a)poqru/ptw
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[crush]], [[crumble to pieces]], <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>3.7.23</span>: metaph., [[break in spirit]], [[enervate]], τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι τε καὶ ἀποτεθρυμμένοι <span class="bibl">Pl. <span class="title">R.</span>495e</span>.</span>
|Definition=[[crush]], [[crumble to pieces]], J.''BJ''3.7.23: metaph., [[break in spirit]], [[enervate]], τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι τε καὶ ἀποτεθρυμμένοι Pl. ''R.''495e.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[deshacer]], [[desmoronar]] γωνίας ἀπέθρυπτε πύργων I.<i>BI</i> 3.243<br /><b class="num"></b>fig. [[desmoralizar]] τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι τε καὶ ἀποτεθρυμμένοι Pl.<i>R</i>.495C.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0303.png Seite 303]] ganz zerreiben, verweichlichen, τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι καὶ ἀποτεθρυμμένοι Plat. Rep. VI, 495 e.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0303.png Seite 303]] ganz zerreiben, verweichlichen, τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι καὶ ἀποτεθρυμμένοι Plat. Rep. VI, 495 e.
}}
{{bailly
|btext=[[amollir]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[θρύπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποθρύπτω:''' [[надламывать]], [[сокрушать]] (τὰς ψυχὰς ἀποτεθρυμμένοι Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποθρύπτω''': μέλλ. -ψω, [[συντρίβω]] εἰς τεμάχια, κατασυντρίβω, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 3. 7, 23: ― μεταφ., [[συντρίβω]] τὸ [[πνεῦμα]], [[ἐκνευρίζω]], [[ἐκθηλύνω]], τὰς ψυχὰς ξυγκεκλασμένοι τε καὶ ἀποτεθρυμμένοι Πλάτ. Πολ. 495Ε, πρβλ. Henist. καὶ Ruhnk. Τίμ.
|lstext='''ἀποθρύπτω''': μέλλ. -ψω, [[συντρίβω]] εἰς τεμάχια, κατασυντρίβω, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 3. 7, 23: ― μεταφ., [[συντρίβω]] τὸ [[πνεῦμα]], [[ἐκνευρίζω]], [[ἐκθηλύνω]], τὰς ψυχὰς ξυγκεκλασμένοι τε καὶ ἀποτεθρυμμένοι Πλάτ. Πολ. 495Ε, πρβλ. Henist. καὶ Ruhnk. Τίμ.
}}
{{bailly
|btext=amollir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[θρύπτω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=[[deshacer]], [[desmoronar]] γωνίας ἀπέθρυπτε πύργων I.<i>BI</i> 3.243<br /><b class="num">•</b>fig. [[desmoralizar]] τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι τε καὶ ἀποτεθρυμμένοι Pl.<i>R</i>.495C.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποθρύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[συντρίβω]] σε κομμάτια, [[θρυμματίζω]]· μεταφ. στην Παθ., <i>ἀποτεθρυμμένος</i>, αυτός που έχει σπασμένα τα [[νεύρα]] ή το ηθικό του, αποδυναμωμένος, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀποθρύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[συντρίβω]] σε κομμάτια, [[θρυμματίζω]]· μεταφ. στην Παθ., <i>ἀποτεθρυμμένος</i>, αυτός που έχει σπασμένα τα [[νεύρα]] ή το ηθικό του, αποδυναμωμένος, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποθρύπτω:''' надламывать, сокрушать (τὰς ψυχὰς ἀποτεθρυμμένοι Plat.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[crush]] in pieces:— metaph. in Pass., ἀποτεθρυμμένος [[broken]], enervated, Plat.
|mdlsjtxt=to [[crush]] in pieces:— metaph. in Pass., ἀποτεθρυμμένος [[broken]], enervated, Plat.
}}
}}