χρυσός: Difference between revisions

2,903 bytes added ,  29 December 2020
m
no edit summary
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
mNo edit summary
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[χρυσός]] (-ός, -οῦ, -ῷ, -όν: χρῦς-, [[but]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> χρᾰς- (N. 7.78) ) [[gold]] ὁ δὲ χρυσὸς αἰθόμενον [[πῦρ]] [[ἅτε]] διαπρέπει νυκτί (O. 1.1) [[ἄνθεμα]] δὲ χρυσοῦ φλέγει (O. 2.72) κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος (O. 3.42) πολὺν ὗσε χρυσόν (O. 7.50) ἔτραπεν καὶ κεῖνον ἀγάνορι μισθῷ χρυσὸς ἐν χερσὶν [[φανείς]] (P. 3.55) πειρῶντι δὲ καὶ χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει καὶ [[νόος]] [[ὀρθός]] (P. 10.67) υἱὸς Δανάας· τὸν ἀπὸ χρυσοῦ φαμὲν αὐτορύτου [[ἔμμεναι]] (P. 12.17) ὁ χρυσὸς ἑψόμενος αὐγὰς ἔδειξεν ἁπάσας (N. 4.82) Μοῖσι [[τοι]] κολλᾷ χρᾰσόν (i. e. τὸν ὕμνον) (N. 7.78) χρυσὸν εὔχονται, [[πεδίον]] δ' ἕτεροι ἀπέραντον (sc. κτήσασθαι) (N. 8.37) τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον καὶ λεβήτεσσιν φιάλαισί τε χρυσοῦ (I. 1.20) Θεία, [[σέο]] [[ἕκατι]] καὶ μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων (I. 5.3) οἰνοδόκον φιάλαν χρυσῷ πεφρικυῖαν (I. 6.40) ἢ χρυσῷ μεσονύκτιον νείφοντα δεξαμένα τὸν φέρτατον [[θεῶν]] (sc. Θήβα) (I. 7.5) βασανισθέντι δὲ χρυσῷ [[τέλος]][ (Pae. 14.38) διδάξαμεν χρυσὸν καθαρᾷ βασάνῳ fr. 122. 16. Διὸς [[παῖς]] ὁ [[χρυσός]] fr. 222. 1. and so, a [[golden]] [[object]], [[παῖς]] ἔπορεν δαμασίφρονα χρυσόν (cf. χρυσάμπυκα χαλινόν v. 65.) (O. 13.78)
|sltr=[[χρυσός]] (-ός, -οῦ, -ῷ, -όν: χρῦς-, [[but]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> χρᾰς- (N. 7.78) ) [[gold]] ὁ δὲ χρυσὸς αἰθόμενον [[πῦρ]] [[ἅτε]] διαπρέπει νυκτί (O. 1.1) [[ἄνθεμα]] δὲ χρυσοῦ φλέγει (O. 2.72) κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος (O. 3.42) πολὺν ὗσε χρυσόν (O. 7.50) ἔτραπεν καὶ κεῖνον ἀγάνορι μισθῷ χρυσὸς ἐν χερσὶν [[φανείς]] (P. 3.55) πειρῶντι δὲ καὶ χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει καὶ [[νόος]] [[ὀρθός]] (P. 10.67) υἱὸς Δανάας· τὸν ἀπὸ χρυσοῦ φαμὲν αὐτορύτου [[ἔμμεναι]] (P. 12.17) ὁ χρυσὸς ἑψόμενος αὐγὰς ἔδειξεν ἁπάσας (N. 4.82) Μοῖσι [[τοι]] κολλᾷ χρᾰσόν (i. e. τὸν ὕμνον) (N. 7.78) χρυσὸν εὔχονται, [[πεδίον]] δ' ἕτεροι ἀπέραντον (sc. κτήσασθαι) (N. 8.37) τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον καὶ λεβήτεσσιν φιάλαισί τε χρυσοῦ (I. 1.20) Θεία, [[σέο]] [[ἕκατι]] καὶ μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων (I. 5.3) οἰνοδόκον φιάλαν χρυσῷ πεφρικυῖαν (I. 6.40) ἢ χρυσῷ μεσονύκτιον νείφοντα δεξαμένα τὸν φέρτατον [[θεῶν]] (sc. Θήβα) (I. 7.5) βασανισθέντι δὲ χρυσῷ [[τέλος]][ (Pae. 14.38) διδάξαμεν χρυσὸν καθαρᾷ βασάνῳ fr. 122. 16. Διὸς [[παῖς]] ὁ [[χρυσός]] fr. 222. 1. and so, a [[golden]] [[object]], [[παῖς]] ἔπορεν δαμασίφρονα χρυσόν (cf. χρυσάμπυκα χαλινόν v. 65.) (O. 13.78)
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΜΑ και βοιωτ. τ. [[χρουσός]] Α<br /><b>1.</b> <b>χημ.</b> μεταλλικό χημικό [[στοιχείο]] μετάπτωσης, με [[σύμβολο]] Αυ και ατομικό αριθμό 79, που ανήκει στην [[ομάδα]] la του περιοδικού συστήματος, το γνωστότερο πολύτιμο [[μέταλλο]], [[χρυσάφι]], [[μάλαμα]] (α. «ορυχεία χρυσού» β. «φλέβας χρυσοῡ μεταλλουργοὶ ἀνιχνεύοντες», Θεοφ. Σιμ.<br />γ. «χαλκόν, [[σίδηρον]], ἄργυρον, χρυσόν», <b>Αισχύλ.</b><br />δ. «[[χαλκός]] τε [[χρυσός]] τε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[νόμισμα]] από το [[μέταλλο]] αυτό, [[χρηματικός]] [[πλούτος]] (α. «ο [[χρυσός]] [[είναι]] ο [[μόνος]] [[θεός]] για ορισμένους» β. «προσήνεγκαν αὐτῷ δῶρα, χρυσὸν καὶ [[λίβανον]] καὶ σμύρναν», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[καθετί]] το πολύτιμο ή το πολύ αγαπητό σε κάποιον (α. «τα [[λόγια]] του [[είναι]] [[χρυσός]]» β. «ταῡτα μὲν... κρείσσονα χρυσοῡ... φωνεῑς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[κανόνας]] χρυσού»<br /><b>(οικον.)</b> νομισματικό [[σύστημα]] στο οποίο το εθνικό [[νόμισμα]] ισοδυναμεί με μία συγκεκριμένη [[ποσότητα]] χρυσού ή διατηρείται σε μία [[αξία]] ίση με μία συγκεκριμένη [[ποσότητα]] χρυσού<br />β) «[[κανόνας]] ανταλλαγής χρυσού»<br /><b>(οικον.)</b> νομισματικό [[σύστημα]] στο οποίο ένα εθνικό [[νόμισμα]] μπορεί να μετατραπεί σε [[συνάλλαγμα]] εξοφλούμενο από μία [[χώρα]] της οποίας το [[νόμισμα]] [[είναι]] μετατρέψιμο σε χρυσό [[κατά]] μία ορισμένη [[αναλογία]]<br />γ) «ό,τι λάμπει δεν [[είναι]] [[χρυσός]]» — δηλώνει ότι δεν [[πρέπει]] να παρασύρεται [[κανείς]] από την εξωτερική λαμπερή [[εμφάνιση]] ενός προσώπου ή πράγματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[κατασκεύασμα]] από χρυσό (α. «ὃς δ' ἂν ὀμόοῃ ἐν τῷ χρυσῷ τοῡ ναοῡ ὀφείλει», ΚΔ<br />β. «χρυσὸν δ' αὐτὸς ἔδυνε περὶ χροΐ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἄπεφθος]] [[χρυσός]]» — καθαρό [[χρυσάφι]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br />β) «λευκὸς [[χρυσός]]» — [[κράμα]] χρυσού και αργύρου (<b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) «κοῑλος [[χρυσός]]» — κατεργασμένο [[χρυσάφι]], χρυσό [[σκεύος]] (<b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια λ. σημιτ. προέλευσης, η οποία απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (<b>[[πρβλ]].</b> μυκην. <i>kuruso</i>). Από τους διάφορους σημιτ. τ. με σημ. «[[χρυσός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> ακκαδικό <i>hur</i><i>ā</i><i>sue</i>, εβρ. <i>h</i><i>ā</i><i>rus</i>, ουγκαριτικό <i>hrs</i>, φοινικ. <i>hrs</i>), ο ελλ. τ. έχει προέλθει [[μάλλον]] από τον φοινικ. Η δυσερμήνευτη, φαινομενικά, [[απόδοση]] του φοινικ. φθόγγου -<i>s</i>- με ένα -<i>σ</i>- [[αντί]] για δύο, όπως θα αναμενόταν, οφείλεται πιθ. σε [[απλοποίηση]]. Ανεπιβεβαίωτη, [[τέλος]], παραμένει η [[άποψη]] ότι η λ. [[χρυσός]] έχει προέλθει από έναν τ. <i>χυρῡσό</i>-, με [[συγκοπή]] (<b>[[πρβλ]].</b> και μυκην. <i>kuruso</i>). Η [[προέλευση]] του ελλ. τ. [[είναι]] [[τελείως]] ανεξάρτητη από την [[προέλευση]] τών άλλων ΙΕ τ. Έτσι, τα αρχ. ινδ. <i>hiranya</i>-, ρωσ. <i>zoloto</i>, λεττον. <i>zelts</i>, γοτθ. <i>gulp</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και τα νεώτερα αγγλ. <i>gold</i>, γερμ. <i>Gold</i>) ανάγονται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ghel</i>- «[[λάμπω]], [[ακτινοβολώ]], έχω κιτρινωπή [[λάμψη]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[χλόη]], [[χλωρός]], [[χολή]], [[χόλος]]), ενώ τα λατ. <i>aurum</i>, αρχ. πρωσ. <i>ausis</i>, λιθουαν. <i>auksas</i>, τοχαρ. Α' <i>vaw</i> έχουν προέλθει από έναν αμάρτυρο αρχ. ΙΕ τ. με σημ. «[[χρυσός]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[χρυσαλλίδα]], [[χρυσίζω]], [[χρυσικός]], [[χρυσίο]](<i>ν</i>), [[χρυσίτιδα]], [[χρυσώ]](<i>νω</i>), [[χρυσωπός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[χρυσαΐζω]], [[χρυσεῖον]], <i>χρύσε</i>(<i>ι</i>)<i>ος</i>, [[χρυσήεις]], [[χρυσίς]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[χρύσινος]], [[χρυσίτης]], [[χρυσοῦς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χρυσάφι]], [[χρυσός]] (II).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>βλ. λ.</b> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- (Β' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[αργυρόχρυσος]], <i>ασημόχρυσος</i>, [[διάχρυσος]], [[επίχρυσος]], [[ερυθρόχρυσος]], [[ημίχρυσος]], <i>καστανόχρυσος</i>, [[κατάχρυσος]], <i>κιτρινόχρυσος</i>, <i>κοκκινόχρυσος</i>, [[λευκόχρυσος]], [[ολόχρυσος]], [[πάγχρυσος]], <i>Περίχρυσος</i>, [[πολύχρυσος]], <i>πρασινόχρυσος</i>, <i>ροδόχρυσος</i>, [[υπόχρυσος]], [[ψευδόχρυσος]].<br /><b>(II)</b><br />-ή, -ό / χρυσοῡς, -ῆ, -οῡν, ΝΜΑ, και [[χρυσός]], -ή, -όν, Μ, και ποιητ. τ. [[χρύσεος]], -ον, θηλ. και -έη, ΜΑ, και [[χρύσειος]], -είη, -ον και βοιωτ. τ. χρουσοῡς, -οῡν, Α<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από χρυσό, φτειαγμένος από [[χρυσάφι]], [[μαλαματένιος]] (α. «χρυσό [[δαχτυλίδι]]» β. «φαρίν... εἰς τὸ [[μέτωπον]] χρυσὸν ἀστέρα εἶχεν», Διγεν. Ακρ.<br />γ. «χρυσοῑς... φωνεῑ γράμμασιν», <b>Αισχύλ.</b><br />δ. «ζώνην χρυσείην», <b>Ομ. Οδ.</b><br />ε. «[[σκῆπτρον]]...χρυσείοις ἥλοισιν πεπαρμένον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επίχρυσος]] ή στολισμένος με [[χρυσάφι]] (α. «φόρεσε τα χρυσά του [[άμφια]]» β. «χρυσέοισι πεδίλοις», <b>Ησίοδ.</b><br />γ. «χρυσέῳ σκήπτρῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] ή τη [[λάμψη]] του χρυσού, [[χρυσοκίτρινος]] (α. «τα χρυσά της μαλλιά» β. «ὑπὸ χρυσέοισι νέφεσσιν ἧστο», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ. «χρυσέῃσιν ἐθείρησιν κομόωντε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) πολύ [[καλός]], πολύ [[αγαπητός]] ή με εξαιρετικά χαρίσματα (α. «[[χρυσή]] [[καρδιά]]» β. «[[χρυσός]] [[άνθρωπος]]» γ. «[[οὗτος]] ὁ χρυσοῡς, [[οὗτος]] ὁ Ἡρακλής», Δίων Κασσ.<br />δ. «δῶρα... χρυσέης Ἀφροδίτης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> (για πραγμ.) [[πολύτιμος]], [[ωφέλιμος]], [[ευεργετικός]] (α. «[[χρυσή]] [[τύχη]]» β. «λογισμοῡ ἀγωγὴν χρυσῆν καὶ ἱεράν», <b>Πλάτ.</b><br />γ. «ὑγίειαν... χρύσεαν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[χρυσή]]<br />η [[νόσος]] [[ίκτερος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. ως ουσ. με κτητ. αντων.) <i>το χρυσό μου</i> [[σου</i>, <i>του</i> κ.λπ.]<br /><b>μτφ.</b> πολυαγαπημένο [[πρόσωπο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χρυσούς]] [[αιών]]» και «[[χρυσός]] [[αιώνας]]» ή «[[χρυσή]] [[εποχή]]» — [[περίοδος]] [[μεγάλης]] [[ακμής]]<br />β) «χρυσοί γάμοι» — η [[πεντηκοστή]] [[επέτειος]] του γάμου<br />γ) «χρυσό [[ιωβηλαίο]]» — η [[πεντηκοστή]] [[επέτειος]] από την [[ενθρόνιση]] ηγεμόνα ή αρχιερέα<br />δ) «[[χρυσός]] [[κανόνας]]»<br />i) νομισματικό [[σύστημα]] στο οποίο χρησιμοποιείται ο [[χρυσός]] ως [[βάση]] για τον προσδιορισμό της νομισματικής αξίας<br />ii) <b>μτφ.</b> η [[τήρηση]] του σωστού μέτρου σε δύσκολες περιπτώσεις<br />iii) [[μέση]] [[λύση]]<br />ε) «[[πρόβλημα]] χρυσής τομής»<br /><b>(γεωμ.)</b> η [[διαίρεση]] ενός ευθύγραμμου τμήματος σε δύο μέρη [[έτσι]] ώστε το [[τετράγωνο]] του μήκους του ενός μέρους να ισούται με το γινόμενο του μήκους του άλλου μέρους επί το [[μήκος]] του αρχικού ευθύγραμμου τμήματος<br />στ) «[[χρυσή]] [[ρίζα]]» — το [[ρίζωμα]] του φυτού ύδραστις<br />ζ) «[[χρυσούς]] [[μόσχος]]» — το χρυσό [[μοσχάρι]] της ΠΔ<br />η) «χρυσά [[σημεία]]» — το ανώτατο και το κατώτατο όριο της [[τιμής]] συναλλάγματος<br />θ) «χρυσό [[τρίγωνο]]»<br /><b>μτφ.</b> η [[περιοχή]] [[μεταξύ]] Ρουρ, Παρισιού και Μιλάνου, στην οποία σημειώνονται οι υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης<br />ι) «χρυσές δουλειές» — κερδοφόρες επιχειρήσεις<br />ια) «τον έκανα χρυσό» — τον θερμοπαρακάλεσα<br />ιβ) «βρε [[καλέ]] μου, βρε χρυσέ μου» — σέ [[παρακαλώ]] θερμά<br />ιγ) «[[χρυσός]] [[αριθμός]]»<br /><b>αστρον.</b> [[αριθμός]] που δηλώνει τη [[σειρά]] κάποιου έτους σε περίοδο [[δεκαεννέα]] ετών<br />ιδ) «[[χρυσή]] [[ορδή]]» — <b>βλ.</b> [[ορδή]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «σέρνει ο [[λαγός]] τον λέοντα με το χρυσό του [[ράμμα]]» — δηλώνει ότι το [[χρήμα]] [[είναι]] παντοδύναμο<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> α) «Χρυσέαι [[Πύλαι]]» — η Χρυσόπορτα<br />β. «Χρυσοῡν Κέρας» — ο Κεράτιος Κόλπος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ χρυσοῡς</i><br />[[χρυσός]] [[στατήρας]], χρυσό [[νόμισμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «χρύσεα μέταλλα» [[μεταλλεία]] χρυσού (<b>Θουκ.</b>)<br />β) «τὸ χρυσοῡν τοῡ ᾠοῡ» — ο [[κρόκος]] του αβγού <b>Αθήν.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρυσός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εος</i> / -<i>ειος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[πορφύρεος]]). Ο τ. [[χρυσοῦς]] <span style="color: red;"><</span> [[χρύσεος]] με [[συναίρεση]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[σιδήρεος]]: [[σιδηροῦς]]). Ο νεοελλ. τ. [[χρυσός]] <span style="color: red;"><</span> [[χρυσοῦς]] [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>ός</i>. Σημασιολογικά, το επίθ. [[χρυσοῦς]] /[[χρυσός]] χρησιμοποιείται τόσο με κυριολεκτική σημ. «κατασκευασμένος από χρυσό, επιχρυσωμένος» όσο και μεταφορικά για να δηλώσει την [[τιμή]], την [[αξία]], τη [[λάμψη]], την [[ομορφιά]] κ.λπ. (<b>[[πρβλ]].</b> και τα σύνθ. με α' συνθετικό <i>χρυσ</i>[<i>ο]]-)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΜΑ και βοιωτ. τ. [[χρουσός]] Α<br /><b>1.</b> <b>χημ.</b> μεταλλικό χημικό [[στοιχείο]] μετάπτωσης, με [[σύμβολο]] Αυ και ατομικό αριθμό 79, που ανήκει στην [[ομάδα]] la του περιοδικού συστήματος, το γνωστότερο πολύτιμο [[μέταλλο]], [[χρυσάφι]], [[μάλαμα]] (α. «ορυχεία χρυσού» β. «φλέβας χρυσοῡ μεταλλουργοὶ ἀνιχνεύοντες», Θεοφ. Σιμ.<br />γ. «χαλκόν, [[σίδηρον]], ἄργυρον, χρυσόν», <b>Αισχύλ.</b><br />δ. «[[χαλκός]] τε [[χρυσός]] τε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[νόμισμα]] από το [[μέταλλο]] αυτό, [[χρηματικός]] [[πλούτος]] (α. «ο [[χρυσός]] [[είναι]] ο [[μόνος]] [[θεός]] για ορισμένους» β. «προσήνεγκαν αὐτῷ δῶρα, χρυσὸν καὶ [[λίβανον]] καὶ σμύρναν», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[καθετί]] το πολύτιμο ή το πολύ αγαπητό σε κάποιον (α. «τα [[λόγια]] του [[είναι]] [[χρυσός]]» β. «ταῡτα μὲν... κρείσσονα χρυσοῡ... φωνεῑς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[κανόνας]] χρυσού»<br /><b>(οικον.)</b> νομισματικό [[σύστημα]] στο οποίο το εθνικό [[νόμισμα]] ισοδυναμεί με μία συγκεκριμένη [[ποσότητα]] χρυσού ή διατηρείται σε μία [[αξία]] ίση με μία συγκεκριμένη [[ποσότητα]] χρυσού<br />β) «[[κανόνας]] ανταλλαγής χρυσού»<br /><b>(οικον.)</b> νομισματικό [[σύστημα]] στο οποίο ένα εθνικό [[νόμισμα]] μπορεί να μετατραπεί σε [[συνάλλαγμα]] εξοφλούμενο από μία [[χώρα]] της οποίας το [[νόμισμα]] [[είναι]] μετατρέψιμο σε χρυσό [[κατά]] μία ορισμένη [[αναλογία]]<br />γ) «ό,τι λάμπει δεν [[είναι]] [[χρυσός]]» — δηλώνει ότι δεν [[πρέπει]] να παρασύρεται [[κανείς]] από την εξωτερική λαμπερή [[εμφάνιση]] ενός προσώπου ή πράγματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[κατασκεύασμα]] από χρυσό (α. «ὃς δ' ἂν ὀμόοῃ ἐν τῷ χρυσῷ τοῡ ναοῡ ὀφείλει», ΚΔ<br />β. «χρυσὸν δ' αὐτὸς ἔδυνε περὶ χροΐ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἄπεφθος]] [[χρυσός]]» — καθαρό [[χρυσάφι]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br />β) «λευκὸς [[χρυσός]]» — [[κράμα]] χρυσού και αργύρου (<b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) «κοῑλος [[χρυσός]]» — κατεργασμένο [[χρυσάφι]], χρυσό [[σκεύος]] (<b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια λ. σημιτ. προέλευσης, η οποία απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (<b>[[πρβλ]].</b> μυκην. <i>kuruso</i>). Από τους διάφορους σημιτ. τ. με σημ. «[[χρυσός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> ακκαδικό <i>hur</i><i>ā</i><i>sue</i>, εβρ. <i>h</i><i>ā</i><i>rus</i>, ουγκαριτικό <i>hrs</i>, φοινικ. <i>hrs</i>), ο ελλ. τ. έχει προέλθει [[μάλλον]] από τον φοινικ. Η δυσερμήνευτη, φαινομενικά, [[απόδοση]] του φοινικ. φθόγγου -<i>s</i>- με ένα -<i>σ</i>- [[αντί]] για δύο, όπως θα αναμενόταν, οφείλεται πιθ. σε [[απλοποίηση]]. Ανεπιβεβαίωτη, [[τέλος]], παραμένει η [[άποψη]] ότι η λ. [[χρυσός]] έχει προέλθει από έναν τ. <i>χυρῡσό</i>-, με [[συγκοπή]] (<b>[[πρβλ]].</b> και μυκην. <i>kuruso</i>). Η [[προέλευση]] του ελλ. τ. [[είναι]] [[τελείως]] ανεξάρτητη από την [[προέλευση]] τών άλλων ΙΕ τ. Έτσι, τα αρχ. ινδ. <i>hiranya</i>-, ρωσ. <i>zoloto</i>, λεττον. <i>zelts</i>, γοτθ. <i>gulp</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και τα νεώτερα αγγλ. <i>gold</i>, γερμ. <i>Gold</i>) ανάγονται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ghel</i>- «[[λάμπω]], [[ακτινοβολώ]], έχω κιτρινωπή [[λάμψη]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[χλόη]], [[χλωρός]], [[χολή]], [[χόλος]]), ενώ τα λατ. <i>aurum</i>, αρχ. πρωσ. <i>ausis</i>, λιθουαν. <i>auksas</i>, τοχαρ. Α' <i>vaw</i> έχουν προέλθει από έναν αμάρτυρο αρχ. ΙΕ τ. με σημ. «[[χρυσός]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[χρυσαλλίδα]], [[χρυσίζω]], [[χρυσικός]], [[χρυσίο]](<i>ν</i>), [[χρυσίτιδα]], [[χρυσώ]](<i>νω</i>), [[χρυσωπός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[χρυσαΐζω]], [[χρυσεῖον]], <i>χρύσε</i>(<i>ι</i>)<i>ος</i>, [[χρυσήεις]], [[χρυσίς]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[χρύσινος]], [[χρυσίτης]], [[χρυσοῦς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χρυσάφι]], [[χρυσός]] (II).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>βλ. λ.</b> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- (Β' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[αργυρόχρυσος]], <i>ασημόχρυσος</i>, [[διάχρυσος]], [[επίχρυσος]], [[ερυθρόχρυσος]], [[ημίχρυσος]], <i>καστανόχρυσος</i>, [[κατάχρυσος]], <i>κιτρινόχρυσος</i>, <i>κοκκινόχρυσος</i>, [[λευκόχρυσος]], [[ολόχρυσος]], [[πάγχρυσος]], <i>Περίχρυσος</i>, [[πολύχρυσος]], <i>πρασινόχρυσος</i>, <i>ροδόχρυσος</i>, [[υπόχρυσος]], [[ψευδόχρυσος]].<br /><b>(II)</b><br />-ή, -ό / χρυσοῡς, -ῆ, -οῡν, ΝΜΑ, και [[χρυσός]], -ή, -όν, Μ, και ποιητ. τ. [[χρύσεος]], -ον, θηλ. και -έη, ΜΑ, και [[χρύσειος]], -είη, -ον και βοιωτ. τ. χρουσοῡς, -οῡν, Α<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από χρυσό, φτειαγμένος από [[χρυσάφι]], [[μαλαματένιος]] (α. «χρυσό [[δαχτυλίδι]]» β. «φαρίν... εἰς τὸ [[μέτωπον]] χρυσὸν ἀστέρα εἶχεν», Διγεν. Ακρ.<br />γ. «χρυσοῑς... φωνεῑ γράμμασιν», <b>Αισχύλ.</b><br />δ. «ζώνην χρυσείην», <b>Ομ. Οδ.</b><br />ε. «[[σκῆπτρον]]...χρυσείοις ἥλοισιν πεπαρμένον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επίχρυσος]] ή στολισμένος με [[χρυσάφι]] (α. «φόρεσε τα χρυσά του [[άμφια]]» β. «χρυσέοισι πεδίλοις», <b>Ησίοδ.</b><br />γ. «χρυσέῳ σκήπτρῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] ή τη [[λάμψη]] του χρυσού, [[χρυσοκίτρινος]] (α. «τα χρυσά της μαλλιά» β. «ὑπὸ χρυσέοισι νέφεσσιν ἧστο», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ. «χρυσέῃσιν ἐθείρησιν κομόωντε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) πολύ [[καλός]], πολύ [[αγαπητός]] ή με εξαιρετικά χαρίσματα (α. «[[χρυσή]] [[καρδιά]]» β. «[[χρυσός]] [[άνθρωπος]]» γ. «[[οὗτος]] ὁ χρυσοῡς, [[οὗτος]] ὁ Ἡρακλής», Δίων Κασσ.<br />δ. «δῶρα... χρυσέης Ἀφροδίτης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> (για πραγμ.) [[πολύτιμος]], [[ωφέλιμος]], [[ευεργετικός]] (α. «[[χρυσή]] [[τύχη]]» β. «λογισμοῡ ἀγωγὴν χρυσῆν καὶ ἱεράν», <b>Πλάτ.</b><br />γ. «ὑγίειαν... χρύσεαν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[χρυσή]]<br />η [[νόσος]] [[ίκτερος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. ως ουσ. με κτητ. αντων.) <i>το χρυσό μου</i> [[σου</i>, <i>του</i> κ.λπ.]<br /><b>μτφ.</b> πολυαγαπημένο [[πρόσωπο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χρυσούς]] [[αιών]]» και «[[χρυσός]] [[αιώνας]]» ή «[[χρυσή]] [[εποχή]]» — [[περίοδος]] [[μεγάλης]] [[ακμής]]<br />β) «χρυσοί γάμοι» — η [[πεντηκοστή]] [[επέτειος]] του γάμου<br />γ) «χρυσό [[ιωβηλαίο]]» — η [[πεντηκοστή]] [[επέτειος]] από την [[ενθρόνιση]] ηγεμόνα ή αρχιερέα<br />δ) «[[χρυσός]] [[κανόνας]]»<br />i) νομισματικό [[σύστημα]] στο οποίο χρησιμοποιείται ο [[χρυσός]] ως [[βάση]] για τον προσδιορισμό της νομισματικής αξίας<br />ii) <b>μτφ.</b> η [[τήρηση]] του σωστού μέτρου σε δύσκολες περιπτώσεις<br />iii) [[μέση]] [[λύση]]<br />ε) «[[πρόβλημα]] χρυσής τομής»<br /><b>(γεωμ.)</b> η [[διαίρεση]] ενός ευθύγραμμου τμήματος σε δύο μέρη [[έτσι]] ώστε το [[τετράγωνο]] του μήκους του ενός μέρους να ισούται με το γινόμενο του μήκους του άλλου μέρους επί το [[μήκος]] του αρχικού ευθύγραμμου τμήματος<br />στ) «[[χρυσή]] [[ρίζα]]» — το [[ρίζωμα]] του φυτού ύδραστις<br />ζ) «[[χρυσούς]] [[μόσχος]]» — το χρυσό [[μοσχάρι]] της ΠΔ<br />η) «χρυσά [[σημεία]]» — το ανώτατο και το κατώτατο όριο της [[τιμής]] συναλλάγματος<br />θ) «χρυσό [[τρίγωνο]]»<br /><b>μτφ.</b> η [[περιοχή]] [[μεταξύ]] Ρουρ, Παρισιού και Μιλάνου, στην οποία σημειώνονται οι υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης<br />ι) «χρυσές δουλειές» — κερδοφόρες επιχειρήσεις<br />ια) «τον έκανα χρυσό» — τον θερμοπαρακάλεσα<br />ιβ) «βρε [[καλέ]] μου, βρε χρυσέ μου» — σέ [[παρακαλώ]] θερμά<br />ιγ) «[[χρυσός]] [[αριθμός]]»<br /><b>αστρον.</b> [[αριθμός]] που δηλώνει τη [[σειρά]] κάποιου έτους σε περίοδο [[δεκαεννέα]] ετών<br />ιδ) «[[χρυσή]] [[ορδή]]» — <b>βλ.</b> [[ορδή]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «σέρνει ο [[λαγός]] τον λέοντα με το χρυσό του [[ράμμα]]» — δηλώνει ότι το [[χρήμα]] [[είναι]] παντοδύναμο<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> α) «Χρυσέαι [[Πύλαι]]» — η Χρυσόπορτα<br />β. «Χρυσοῡν Κέρας» — ο Κεράτιος Κόλπος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ χρυσοῡς</i><br />[[χρυσός]] [[στατήρας]], χρυσό [[νόμισμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «χρύσεα μέταλλα» [[μεταλλεία]] χρυσού (<b>Θουκ.</b>)<br />β) «τὸ χρυσοῡν τοῡ ᾠοῡ» — ο [[κρόκος]] του αβγού <b>Αθήν.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρυσός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εος</i> / -<i>ειος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[πορφύρεος]]). Ο τ. [[χρυσοῦς]] <span style="color: red;"><</span> [[χρύσεος]] με [[συναίρεση]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[σιδήρεος]]: [[σιδηροῦς]]). Ο νεοελλ. τ. [[χρυσός]] <span style="color: red;"><</span> [[χρυσοῦς]] [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>ός</i>. Σημασιολογικά, το επίθ. [[χρυσοῦς]] /[[χρυσός]] χρησιμοποιείται τόσο με κυριολεκτική σημ. «κατασκευασμένος από χρυσό, επιχρυσωμένος» όσο και μεταφορικά για να δηλώσει την [[τιμή]], την [[αξία]], τη [[λάμψη]], την [[ομορφιά]] κ.λπ. (<b>[[πρβλ]].</b> και τα σύνθ. με α' συνθετικό <i>χρυσ</i>[ο]]-)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 44: Line 44:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''χρυσός''': {khrusós}<br />'''Forms''': (-υ-; sekund. -υ-; Schwyzer 516 A. 2); myk. ''ku''-''ru''-''so''.<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Gold]] (seit Il.)<br />'''Composita''' : In Kompp. unbeschränkt produktiv, z.B. myk. ''ku''-''ru''-''so''-''wo''-''ko'' = [[χρυσουργός]] (LXX) [[Goldarbeiter]]; [[χρυσόθρονος]] (s. [[θρόνα]]), [[χρυσώνητος]] [[mit Geld erkauft]] Bez. eines Sklaven (Kallistr. Hist.; zur Bed. Willetts Glotta 39, 71 ff.), [[ὑπόχρυσος]] eig. "mit Gold unten", [[goldhaltig]], [[vergoldet]] (Pl., hell. Inschr. u.a.; Kretschmer Glotta 21, 221); zu den Präfixkompp. mit [[χρυσός]] im allg. Strömberg Prefix Studies 136.<br />'''Derivative''': Davon 1. [[χρυσίον]] n. [[Gold]], [[Goldschmuck]], [[Goldmünze]], [[Geld]] (ion. att.) mit -ίδιον n. (verächtlich; att. Redner), -ιδάριον n. (Ar.), auch -άφιον (Hdn., Eust.). 2. -εῖον, meist pl. -εῖα n. [[Goldgrube]] (X., Plb. u.a.). 3. -ίς, -ίδος f. [[goldenes Gefäß]], [[Kleid]], [[goldener Schuh]] (Kom., Inschr., Luk. u.a.). 4. -αλλίς, -ίδος f. [[goldfarbige Puppe eines Schmetterlings]] (Arist., Thphr.), auch = [[μηλολόνθη]] (Eust.), vgl. [[θρυαλλίς]] (s.d.); verfehlt Güntert Kalypso 221 f. 5. -αφος m. N. eines Fisches (Marc. Sid.), wie [[ἔλαφος]] u.a.; auch χρύσοφος (Kyran.), für [[χρύσοφρυς]] (Strömberg Fischn. 26). 6. -ίτης m., meist -ῖτις f. ‘goldartig, -haltig, Golderz’ (Hdt., Hp., Str. usw.; Redard 63 u. 109 f.). 7. Adj. a) -εος, ep. auch -ειος, att. -οῦς [[golden]], [[goldfarbig]] (seit Il.), -οῦς (sc. [[στατήρ]]) N. einer Goldmünze; zum prosodischen Wechsel -εο- : -ειο- Schmid 14ff.; auch als Vorderglied, z.B. [[χρυσεοπήληξ]] [[mit goldenem Helme]] (''h''. ''Mart''., Kall.), metrische Wechselform für [[χρυσοπήληξ]] (A. in lyr., E.). b) -ινος [[golden]] (sp.). c) -ικός ib., n. pl. [[Bargeld]] (Pap. u.a.). d) Komp. -οτέρα f. [[in höherem Grade gold]], [[goldiger]] (Sapph., sp. Epigr.). 8. Verba. a) χρυσόομαι, meist Pf. Ptz. κεχρυσωμένος [[vergoldet]], -όω, auch m. Präfix, bes. κατα-, [[vergolden]] (ion. att.) mit -ωμα, -ωσις, -ωτήρ, -ώτρια, -ών. b) -ίζω [[golden]], [[goldreich]], [[goldähnlich sein]] (Arist., Dsk. u.a.). c) -αΐζεται· κοσμεῖται H. — PN, z.B. Χ ρύσης mit -ηΐς, -η u.a.<br />'''Etymology''' : Semit. LW, nach gewöhnlicher Annahme zunächst aus dem Phönikischen; vgl. akkad. ''ḫurāṣu'', ugarit. ''ḫrṣ'', phön. ''ḥrṣ'', hebr. ''ḥāruṣ''. É. Masson Recherches 37 f. m. weiteren Einzelheiten und Lit. — Ein mit idg. Mitteln neugeschaffenes Wort für [[Gold]] liegt im Germ., Slav., Balt. und Indoiran. vor, z.B. got. ''gulþ'', russ. ''zóloto'', lett. ''zèlts'', aind. ''híraṇya''-, aw. ''zaranya''- n. (s. [[χολή]]). Ein älteres idg. Wort ist im Ital., Baltischen, wohl auch im Tocharischen erhalten: lat. ''aurum'', sabin. ''ausom'', lit. ''áuksas'' (mit sekundär. -''k''-), preuß. ''ausis'', toch. A ''wäs'', B ''yasa''; es wurde wahrscheinlich von den jüngeren Bildungen ''gulþ'' usw. zurückgedrängt; s. Porzig Gliederung 185 f.<br />'''Page''' 2,1122-1123
|ftr='''χρυσός''': {khrusós}<br />'''Forms''': (-υ-; sekund. -υ-; Schwyzer 516 A. 2); myk. ''ku''-''ru''-''so''.<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Gold]] (seit Il.)<br />'''Composita''' : In Kompp. unbeschränkt produktiv, z.B. myk. ''ku''-''ru''-''so''-''wo''-''ko'' = [[χρυσουργός]] (LXX) [[Goldarbeiter]]; [[χρυσόθρονος]] (s. [[θρόνα]]), [[χρυσώνητος]] [[mit Geld erkauft]] Bez. eines Sklaven (Kallistr. Hist.; zur Bed. Willetts Glotta 39, 71 ff.), [[ὑπόχρυσος]] eig. "mit Gold unten", [[goldhaltig]], [[vergoldet]] (Pl., hell. Inschr. u.a.; Kretschmer Glotta 21, 221); zu den Präfixkompp. mit [[χρυσός]] im allg. Strömberg Prefix Studies 136.<br />'''Derivative''': Davon 1. [[χρυσίον]] n. [[Gold]], [[Goldschmuck]], [[Goldmünze]], [[Geld]] (ion. att.) mit -ίδιον n. (verächtlich; att. Redner), -ιδάριον n. (Ar.), auch -άφιον (Hdn., Eust.). 2. -εῖον, meist pl. -εῖα n. [[Goldgrube]] (X., Plb. u.a.). 3. -ίς, -ίδος f. [[goldenes Gefäß]], [[Kleid]], [[goldener Schuh]] (Kom., Inschr., Luk. u.a.). 4. -αλλίς, -ίδος f. [[goldfarbige Puppe eines Schmetterlings]] (Arist., Thphr.), auch = [[μηλολόνθη]] (Eust.), vgl. [[θρυαλλίς]] (s.d.); verfehlt Güntert Kalypso 221 f. 5. -αφος m. N. eines Fisches (Marc. Sid.), wie [[ἔλαφος]] u.a.; auch χρύσοφος (Kyran.), für [[χρύσοφρυς]] (Strömberg Fischn. 26). 6. -ίτης m., meist -ῖτις f. ‘goldartig, -haltig, Golderz’ (Hdt., Hp., Str. usw.; Redard 63 u. 109 f.). 7. Adj. a) -εος, ep. auch -ειος, att. -οῦς [[golden]], [[goldfarbig]] (seit Il.), -οῦς (sc. [[στατήρ]]) N. einer Goldmünze; zum prosodischen Wechsel -εο- : -ειο- Schmid 14ff.; auch als Vorderglied, z.B. [[χρυσεοπήληξ]] [[mit goldenem Helme]] (''h''. ''Mart''., Kall.), metrische Wechselform für [[χρυσοπήληξ]] (A. in lyr., E.). b) -ινος [[golden]] (sp.). c) -ικός ib., n. pl. [[Bargeld]] (Pap. u.a.). d) Komp. -οτέρα f. [[in höherem Grade gold]], [[goldiger]] (Sapph., sp. Epigr.). 8. Verba. a) χρυσόομαι, meist Pf. Ptz. κεχρυσωμένος [[vergoldet]], -όω, auch m. Präfix, bes. κατα-, [[vergolden]] (ion. att.) mit -ωμα, -ωσις, -ωτήρ, -ώτρια, -ών. b) -ίζω [[golden]], [[goldreich]], [[goldähnlich sein]] (Arist., Dsk. u.a.). c) -αΐζεται· κοσμεῖται H. — PN, z.B. Χ ρύσης mit -ηΐς, -η u.a.<br />'''Etymology''' : Semit. LW, nach gewöhnlicher Annahme zunächst aus dem Phönikischen; vgl. akkad. ''ḫurāṣu'', ugarit. ''ḫrṣ'', phön. ''ḥrṣ'', hebr. ''ḥāruṣ''. É. Masson Recherches 37 f. m. weiteren Einzelheiten und Lit. — Ein mit idg. Mitteln neugeschaffenes Wort für [[Gold]] liegt im Germ., Slav., Balt. und Indoiran. vor, z.B. got. ''gulþ'', russ. ''zóloto'', lett. ''zèlts'', aind. ''híraṇya''-, aw. ''zaranya''- n. (s. [[χολή]]). Ein älteres idg. Wort ist im Ital., Baltischen, wohl auch im Tocharischen erhalten: lat. ''aurum'', sabin. ''ausom'', lit. ''áuksas'' (mit sekundär. -''k''-), preuß. ''ausis'', toch. A ''wäs'', B ''yasa''; es wurde wahrscheinlich von den jüngeren Bildungen ''gulþ'' usw. zurückgedrängt; s. Porzig Gliederung 185 f.<br />'''Page''' 2,1122-1123
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':crusÒj 赫呂所士<br />'''詞類次數''':名詞(13)<br />'''原文字根''':金 相當於: ([[זָהָב]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':金*,金子,黃金;或出自([[χράομαι]])=對待*,供應)<br />'''同源字''':1) ([[χρύσεος]] / [[χρυσοῦς]])金的 2) ([[χρυσίον]])金器 3) ([[χρυσοδακτύλιος]])帶金戒指的 4) ([[χρυσόλιθος]])金黃色石頭 5) ([[χρυσόπρασος]])寶石 6) ([[χρυσός]])金 7) ([[χρυσόω]])鍍金<br />'''出現次數''':總共(13);太(5);徒(1);林前(1);提前(1);雅(1);啓(4)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 金子(6) 太23:16; 太23:17; 太23:17; 雅5:3; 啓17:4; 啓18:16;<br />2) 金(4) 太10:9; 徒17:29; 林前3:12; 啓18:12;<br />3) 黃金(2) 太2:11; 提前2:9;<br />4) 黃金的(1) 啓9:7
|sngr='''原文音譯''':crusÒj 赫呂所士<br />'''詞類次數''':名詞(13)<br />'''原文字根''':金 相當於: ([[זָהָב]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':金*,金子,黃金;或出自([[χράομαι]])=對待*,供應)<br />'''同源字''':1) ([[χρύσεος]] / [[χρυσοῦς]])金的 2) ([[χρυσίον]])金器 3) ([[χρυσοδακτύλιος]])帶金戒指的 4) ([[χρυσόλιθος]])金黃色石頭 5) ([[χρυσόπρασος]])寶石 6) ([[χρυσός]])金 7) ([[χρυσόω]])鍍金<br />'''出現次數''':總共(13);太(5);徒(1);林前(1);提前(1);雅(1);啓(4)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 金子(6) 太23:16; 太23:17; 太23:17; 雅5:3; 啓17:4; 啓18:16;<br />2) 金(4) 太10:9; 徒17:29; 林前3:12; 啓18:12;<br />3) 黃金(2) 太2:11; 提前2:9;<br />4) 黃金的(1) 啓9:7
}}
}}
==Translations==
ace: meuih; af: goud; als: gold; am: ወርቅ; ang: gold; an: oro; arc: ܕܗܒܐ; ar: ذهب; ary: دهب; arz: دهب; ast: oru; as: সোণ; ay: quri; azb: قیزیل; az: qızıl; bar: goid; bat_smg: auksos; ba: алтын; bcl: bulawan; be_x_old: золата; be: золата; bg: злато; bh: सोना; bjn: amas; bn: সোনা; bo: གསེར།; br: aour; bs: zlato; bxr: алтан; ca: or; cbk_zam: oro; cdo: gĭng; ceb: bulawan; chr: ᎠᏕᎸ ᏓᎶᏂᎨ; ch: oru; chy: véhone-ma'kaata; ckb: زێڕ; co: oru; csb: złoto; cs: zlato; cu: ꙁлато; cv: ылтăн; cy: aur; da: guld; de: Gold; diq: zern; el: χρυσός; eml: ôr; en: gold; eo: oro; es: oro; et: kuld; eu: urre; ext: oru; fa: طلا; fiu_vro: kuld; fi: kulta; fj: koula; fo: gull; frr: gul; fr: or; fur: aur; fy: goud; gan: 金; ga: ór; gcr: lò; gd: òr; gl: ouro; gn: kuarepotiju; gu: સોનું; gv: airh; hak: kîm; he: זהב; hif: sona; hi: सोना; hr: zlato; hsb: złoto; ht: lò; hu: arany; hy: ոսկի; hyw: ոսկի; ia: auro; id: emas; ik: manik kaviqsuaq; ilo: balitok; inh: дошув; io: oro; is: gull; it: oro; iu: ᒎᓗ; jam: guol; ja: 金; jbo: solji; jv: emas; ka: ოქრო; kbp: n̄ɩɣlɩm sika; kg: wolo; ki: gold; kk: алтын; kl: kuulti; km: មាស; kn: ಚಿನ್ನ; koi: зарни; ko: 금; ksh: jold; ks: سۄن; ku: zêr; kv: зарни; ky: алтын; la: aurum; lbe: муси; lb: gold; lez: къизил; lij: öo; li: goud; lld: òr; lmo: or; ln: wólo; lo: ທອງຄຳ; lt: auksas; lv: zelts; mai: सोना; mdf: зирня; mg: volamena; mhr: шӧртньӧ; mk: злато; ml: സ്വർണം; mn: алт; mrj: шӧртньӹ; mr: सोने; ms: emas; mwl: ouro; myv: сырне; my: ရွှေ; nah: coztic teocuitlatl; nds: gold; ne: सुन; new: लुं; nl: goud; nn: gull; nov: ore; no: gull; nrm: or; nv: óola; oc: aur; olo: kuldu; or: ସୁନା; os: сыгъзæрин; pam: gintû; pap: oro; pa: ਸੋਨਾ; pi: औरियम; pl: złoto; pms: òr; pnb: سونا; ps: سره زر; pt: ouro; qu: quri; rm: aur; roa_rup: malamâ; ro: aur; rue: золото; ru: золото; sah: көмүс; sat: ᱥᱚᱱᱟ; sa: सुवर्णम्; scn: oru; sco: gowd; sc: oro; sd: سون; se: golli; sh: zlato; simple: gold; sk: zlato; sl: zlato; so: dahab; sq: ari; srn: gowtu; sr: злато; stq: gould; su: emas; sv: guld; sw: dhahabu; ta: தங்கம்; tcy: ಬಂಗಾರ್; te: బంగారం; tg: тило; th: ทองคำ; tl: ginto; tr: altın; tt: алтын; tyv: алдын; ug: ئالتۇن; uk: золото; ur: سونا; uz: oltin; vec: oro; vep: kuld; vi: vàng; vo: goldin; war: bulawan; wa: ôr; wuu: 金; xal: алтн; xh: igolide; xmf: ორქო; yi: גאלד; yo: wúrà; za: gim; zh_classical: 金; zh_min_nan: kim; zh_yue: 金; zh: 金; zu: igolide