3,274,216
edits
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[Βάκχος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[ονομασία]] του Διονύσου<br /><b>2.</b> [[επίθετο]] του Δία<br /><b>3.</b> [[κρασί]]<br /><b>4.</b> όποιος κατέχεται από βακχική [[μανία]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[Βάκχος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[ονομασία]] του Διονύσου<br /><b>2.</b> [[επίθετο]] του Δία<br /><b>3.</b> [[κρασί]]<br /><b>4.</b> όποιος κατέχεται από βακχική [[μανία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ξένη λ. άγνωστης προελεύσεως, που συνδέεται με το λυδικό <i>Baki</i> στο επίθ. <i>Bakivalis</i> «Διονυσικλέους» (πρβλ. επίθ. <i>bakillis</i>), [[χωρίς]] όμως να [[είναι]] βέβαιο αν πρόκειται για [[δάνειο]] της Ελληνικής στη Λυδική ή το αντίθετο. Τέλος, άλλοι συνδέουν τη λ. με τα [[βαβαί]], [[βαβάκτης]] κ.ά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>βαχχεία</i>, [[Βακχείον]], [[βάκχειος]], [[Βακχεύς]], [[βακχεύω]], [[Βάκχη]], [[βακχιάζω]], [[βακχιακός]], [[Βάκχιος]], [[Βακχίς]], [[βακχιώ]], [[βακχιώτης]], [[βακχώ]], [[βακχώδης]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |