ένεκα: Difference between revisions

m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
(12)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ένεκεν (AM [[ἕνεκα]] και ἕνεκεν<br />Α και ποιητ. [[τύπος]] [[εἵνεκα]] και ιων. [[τύπος]] εἵνεκεν και εἵνεκε και αιολ. [[τύπος]] [[ἕννεκα]] και <b>επιγρ.</b> ἕνεκε και ἕνεκον)<br />([[πρόθεση]])<br /><b>1.</b> δηλώνει τον λόγο για τον οποίο έγινε [[κάτι]]<br />(«[[ένεκα]] που έβρεχε δεν ξεκινήσαμε», «[[ένεκα]] αδιαφορίας», «[[ένεκα]] η [[ακρίβεια]]», «διώξουσιν ὑμᾱς ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ», ΠΔ)<br /><b>2.</b> δηλώνει το ποιητικό, χαριστικό ή τελικό [[αίτιο]], για [[χάρη]] ποιου<br /><b>3.</b> «τὸ οὗ [[ἕνεκα]]» — τελικό [[αίτιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με γεν.) όσον αφορά («εἵνεκά γε φιλονικίας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) όσον εξαρτάται από («ἐμοῡ γ' [[ἕνεκα]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κατά]] [[συνέπεια]] («[[εἵνεκα]] τέχνας»)<br /><b>4.</b> (πλεοναστικά) «τίνος [[χάριν]] [[ἕνεκα]]» (<b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> (ως αιτιολ. σύνδ. [[αντί]] του [[οὕνεκα]]) [[διότι]], [[γιατί]]<br /><b>6.</b> (ως ειδ. σύνδ. [[αντί]] του [[ὁθούνεκα]]) ότι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ένεκα]] (ομ. και ιων.-αττ.) εμφανίζεται με ποικίλες μορφές στις διάφορες διαλέκτους: [[είνεκα]] (ομ. και ιων.), [[ένεκα]] <b>λεσβ.</b> ή <i>έννεκα</i> (ψευδοαιολική [[γραφή]] του ομ. [[είνεκα]]), <i>eneka</i> (στις μυκηναϊκές επιγραφές). Ο τ. παρουσιάζει [[επίσης]] [[ποικιλία]] καταλήξεων: <i>ένεκεν</i> (<b>Ομ.</b>, κλασικοί συγγραφείς, μτγν. [[κείμενα]]), <i>είνεκεν</i> (<b>Ηρόδ.</b>, ιων.), <i>ένεκε</i> (ιων. από 4ο αιώνα), <i>ένεκαν</i> (με συμφυρμό τών [[ένεκα]] και <i>ένεκεν</i>). Έχει υποτεθεί ότι ο [[αρχικός]] τ. ήταν <i>εν</i>-<i>Fεκα</i>. Την ύπαρξη του <i>F</i> πιστοποιεί τόσο ο ομ. τ. [[είνεκα]] όσο και η [[γλώσσα]] του Ησυχίου «<i>ούφεκα</i><br /><i>ουκ αρεστώς</i>», όπου <i>φ</i>=<i>F</i>. Η [[περαιτέρω]] όμως [[ανάλυση]] της λέξεως παρουσιάζει δυσκολίες. Υποστηρίχθηκε ότι α' συνθετικό [[είναι]] το <i>ἕν</i> «ένα ([[πράγμα]])» και β' συνθετικό το (<i>F</i>)<i>εκα</i>(<i>τ</i>), υποτιθέμενος τ. ουδετέρου του (<i>F</i>)[[εκών]], [[οπότε]] η αρχ. σημ. της λ. θα ήταν «αυτός που επιθυμεί ένα μόνο [[πράγμα]]».
|mltxt=και ένεκεν (AM [[ἕνεκα]] και ἕνεκεν<br />Α και ποιητ. [[τύπος]] [[εἵνεκα]] και ιων. [[τύπος]] εἵνεκεν και εἵνεκε και αιολ. [[τύπος]] [[ἕννεκα]] και <b>επιγρ.</b> ἕνεκε και ἕνεκον)<br />([[πρόθεση]])<br /><b>1.</b> δηλώνει τον λόγο για τον οποίο έγινε [[κάτι]]<br />(«[[ένεκα]] που έβρεχε δεν ξεκινήσαμε», «[[ένεκα]] αδιαφορίας», «[[ένεκα]] η [[ακρίβεια]]», «διώξουσιν ὑμᾱς ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ», ΠΔ)<br /><b>2.</b> δηλώνει το ποιητικό, χαριστικό ή τελικό [[αίτιο]], για [[χάρη]] ποιου<br /><b>3.</b> «τὸ οὗ [[ἕνεκα]]» — τελικό [[αίτιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με γεν.) όσον αφορά («εἵνεκά γε φιλονικίας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) όσον εξαρτάται από («ἐμοῡ γ' [[ἕνεκα]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κατά]] [[συνέπεια]] («[[εἵνεκα]] τέχνας»)<br /><b>4.</b> (πλεοναστικά) «τίνος [[χάριν]] [[ἕνεκα]]» (<b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> (ως αιτιολ. σύνδ. [[αντί]] του [[οὕνεκα]]) [[διότι]], [[γιατί]]<br /><b>6.</b> (ως ειδ. σύνδ. [[αντί]] του [[ὁθούνεκα]]) ότι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ο τ. [[ένεκα]] (ομ. και ιων.-αττ.) εμφανίζεται με ποικίλες μορφές στις διάφορες διαλέκτους: [[είνεκα]] (ομ. και ιων.), [[ένεκα]] <b>λεσβ.</b> ή <i>έννεκα</i> (ψευδοαιολική [[γραφή]] του ομ. [[είνεκα]]), <i>eneka</i> (στις μυκηναϊκές επιγραφές). Ο τ. παρουσιάζει [[επίσης]] [[ποικιλία]] καταλήξεων: <i>ένεκεν</i> (<b>Ομ.</b>, κλασικοί συγγραφείς, μτγν. [[κείμενα]]), <i>είνεκεν</i> (<b>Ηρόδ.</b>, ιων.), <i>ένεκε</i> (ιων. από 4ο αιώνα), <i>ένεκαν</i> (με συμφυρμό τών [[ένεκα]] και <i>ένεκεν</i>). Έχει υποτεθεί ότι ο [[αρχικός]] τ. ήταν <i>εν</i>-<i>Fεκα</i>. Την ύπαρξη του <i>F</i> πιστοποιεί τόσο ο ομ. τ. [[είνεκα]] όσο και η [[γλώσσα]] του Ησυχίου «<i>ούφεκα</i><br /><i>ουκ αρεστώς</i>», όπου <i>φ</i>=<i>F</i>. Η [[περαιτέρω]] όμως [[ανάλυση]] της λέξεως παρουσιάζει δυσκολίες. Υποστηρίχθηκε ότι α' συνθετικό [[είναι]] το <i>ἕν</i> «ένα ([[πράγμα]])» και β' συνθετικό το (<i>F</i>)<i>εκα</i>(<i>τ</i>), υποτιθέμενος τ. ουδετέρου του (<i>F</i>)[[εκών]], [[οπότε]] η αρχ. σημ. της λ. θα ήταν «αυτός που επιθυμεί ένα μόνο [[πράγμα]]».
}}
}}