3,273,831
edits
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> η [[σκιά]], το σκοτεινό [[είδωλο]] αδιαφανούς σώματος το οποίο σχηματίζεται στο [[έδαφος]] ή σε [[άλλη]] [[επιφάνεια]] σε αντίθετη [[διεύθυνση]] από αυτήν που φωτίζεται<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> ο σκιαζόμενος [[τόπος]], το [[ήσκιωμα]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[είδωλο]] φανταστικών πραγμάτων που δεν έχουν υλική [[υπόσταση]] («[[ήσκιος]] της αγάπης»)<br /><b>4.</b> [[σκιώδης]] ύπαρξη, υπερφυσικό ον, [[φάντασμα]], [[αερικό]]<br /><b>5.</b> αόριστη, ακαθόριστη, [[νεφελώδης]] [[επιδίωξη]], το [[ονειροπόλημα]].<br /><b>6.</b> το [[φάντασμα]] της ψυχής πεθαμένου («ήσκιοι τριγυρνούν τη [[νύχτα]] στα χαλάσματα»)<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> η ψυχική [[δύναμη]] που υπάρχει σε [[κάθε]] [[άτομο]] και επιδρά θετικά ή αρνητικά στη [[διάθεση]] ή στην [[τύχη]] άλλων ατόμων («αυτός ο [[άνθρωπος]] έχει [[κακό]] ήσκιο»)<br /><b>8.</b> το εφιαλτικό όνειρο, ο [[βραχνάς]] («[[υποφέρω]] τη [[νύχτα]] από ήσκιους»)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «τρέμει τον ήσκιο του» — [[είναι]] υπερβολικά [[δειλός]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=ο<br /><b>1.</b> η [[σκιά]], το σκοτεινό [[είδωλο]] αδιαφανούς σώματος το οποίο σχηματίζεται στο [[έδαφος]] ή σε [[άλλη]] [[επιφάνεια]] σε αντίθετη [[διεύθυνση]] από αυτήν που φωτίζεται<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> ο σκιαζόμενος [[τόπος]], το [[ήσκιωμα]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[είδωλο]] φανταστικών πραγμάτων που δεν έχουν υλική [[υπόσταση]] («[[ήσκιος]] της αγάπης»)<br /><b>4.</b> [[σκιώδης]] ύπαρξη, υπερφυσικό ον, [[φάντασμα]], [[αερικό]]<br /><b>5.</b> αόριστη, ακαθόριστη, [[νεφελώδης]] [[επιδίωξη]], το [[ονειροπόλημα]].<br /><b>6.</b> το [[φάντασμα]] της ψυχής πεθαμένου («ήσκιοι τριγυρνούν τη [[νύχτα]] στα χαλάσματα»)<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> η ψυχική [[δύναμη]] που υπάρχει σε [[κάθε]] [[άτομο]] και επιδρά θετικά ή αρνητικά στη [[διάθεση]] ή στην [[τύχη]] άλλων ατόμων («αυτός ο [[άνθρωπος]] έχει [[κακό]] ήσκιο»)<br /><b>8.</b> το εφιαλτικό όνειρο, ο [[βραχνάς]] («[[υποφέρω]] τη [[νύχτα]] από ήσκιους»)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «τρέμει τον ήσκιο του» — [[είναι]] υπερβολικά [[δειλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[σκιά]]- το <i>η</i>- από την [[επίδραση]] του [[ήλιος]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. προέρχεται από το <i>ήσκια</i> (<span style="color: red;"><</span> η [[σκιά]], [[οπότε]] [[είναι]] σύνθετο εκ συναρπαγής) με [[επίδραση]] [[πάλι]] του [[ήλιος]]. Η [[γραφή]] της λ. με <i>ι</i>-(<i>ίσκιος</i>) δεν δικαιολογείται ετυμολογικώς.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ησκιάδα]], [[ησκιάζω]], [[ησκιερός]], [[ησκιώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[ησκιογλιστρώ]], [[ησκιολούλουδο]], [[ησκιόραμα]], [[ησκιόφως]], [[ησκιόφωτο]]]. | ||
}} | }} |