ήττων: Difference between revisions

m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον (AM [[ἥττων]], αρχαιότ. αττ. τ. [[ἥσσων]], -ον, ιων. τ. [[ἕσσων]], -ον)<br />(συγκρ. του [[κακός]] και [[μικρός]])<br /><b>1.</b> [[μικρότερος]], λιγότερος<br /><b>2.</b> [[υποδεέστερος]], υπολειπόμενος, [[κατώτερος]], [[παρακατιανός]] («ούδενὸς [[ἥττων]] [[γνῶναι]]» — κανενός [[κατώτερος]] στο να κρίνει, <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἥττον</i> και <i>ἥσσον</i><br />λιγότερο, σε κατώτερη [[μοίρα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «οὐχ ἧττον» ή «οὐχ ἧττον [[ὅμως]]» — [[παρά]] ταύτα, όχι λιγότερο όμως, εν τούτοις όμως, [[επίσης]], [[εξίσου]]<br />β) «κατὰ τὸ μᾱλλον καὶ ἧττον» — λίγο πολύ, [[οπωσδήποτε]], [[περίπου]], [[κάπως]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που ενδίδει, που υποχωρεί σε [[κάτι]], που γίνεται [[δούλος]], που αδυνατεί να αντισταθεί («[[ἥττων]] τοῦ τῆσδ' ἔρωτος», «[[ἥττων]] τῶν αἰσχρῶν», «ὀργῆς», «χρημάτων» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που εξαντλείται, που καταβάλλεται από [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (για πράγματα) αυτός που έχει λιγότερη, μικρότερη [[αξία]] («τὸν ἥττω λόγον κρείττω ποιῶν» — κάνοντας το αδύναμο [[επιχείρημα]] ισχυρό και, στη συγκεκριμένη [[περίπτωση]], εμφανίζοντας το άδικο ως [[δίκαιο]], <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> ο ηττημένος στον πόλεμο («ἥσσους [[γενέσθαι]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ἥσσονες</i><br />οι ασθενέστεροι, το πιο αδύνατο [[μέρος]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «τὰ τῶν ἡττόνων» — η [[περιουσία]] τών ηττηθέντων (<b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «οἱ ἥττους λόγοι» — τα λιγότερο ισχυρά επιχειρήματα<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «το μᾱλλον και ἧττον «<br />[[σχήμα]] συλλογισμού, που [[σήμερα]] ονομάζεται [[κατά]] ισχυρότερο λόγο (a fortiore) (<b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>ήκα</i>].
|mltxt=-ον (AM [[ἥττων]], αρχαιότ. αττ. τ. [[ἥσσων]], -ον, ιων. τ. [[ἕσσων]], -ον)<br />(συγκρ. του [[κακός]] και [[μικρός]])<br /><b>1.</b> [[μικρότερος]], λιγότερος<br /><b>2.</b> [[υποδεέστερος]], υπολειπόμενος, [[κατώτερος]], [[παρακατιανός]] («ούδενὸς [[ἥττων]] [[γνῶναι]]» — κανενός [[κατώτερος]] στο να κρίνει, <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἥττον</i> και <i>ἥσσον</i><br />λιγότερο, σε κατώτερη [[μοίρα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «οὐχ ἧττον» ή «οὐχ ἧττον [[ὅμως]]» — [[παρά]] ταύτα, όχι λιγότερο όμως, εν τούτοις όμως, [[επίσης]], [[εξίσου]]<br />β) «κατὰ τὸ μᾱλλον καὶ ἧττον» — λίγο πολύ, [[οπωσδήποτε]], [[περίπου]], [[κάπως]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που ενδίδει, που υποχωρεί σε [[κάτι]], που γίνεται [[δούλος]], που αδυνατεί να αντισταθεί («[[ἥττων]] τοῦ τῆσδ' ἔρωτος», «[[ἥττων]] τῶν αἰσχρῶν», «ὀργῆς», «χρημάτων» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που εξαντλείται, που καταβάλλεται από [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (για πράγματα) αυτός που έχει λιγότερη, μικρότερη [[αξία]] («τὸν ἥττω λόγον κρείττω ποιῶν» — κάνοντας το αδύναμο [[επιχείρημα]] ισχυρό και, στη συγκεκριμένη [[περίπτωση]], εμφανίζοντας το άδικο ως [[δίκαιο]], <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> ο ηττημένος στον πόλεμο («ἥσσους [[γενέσθαι]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ἥσσονες</i><br />οι ασθενέστεροι, το πιο αδύνατο [[μέρος]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «τὰ τῶν ἡττόνων» — η [[περιουσία]] τών ηττηθέντων (<b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «οἱ ἥττους λόγοι» — τα λιγότερο ισχυρά επιχειρήματα<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «το μᾱλλον και ἧττον «<br />[[σχήμα]] συλλογισμού, που [[σήμερα]] ονομάζεται [[κατά]] ισχυρότερο λόγο (a fortiore) (<b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Βλ. λ. <i>ήκα</i>].
}}
}}