αλόη: Difference between revisions

m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀλόη]]) (νεοελλ. και αλοή και αλουή)<br />[[ονομασία]] διαφόρων [[φυτών]], με θεραπευτικές ιδιότητες, από τα οποία γνωστότερη [[είναι]] η [[αλόη]] τών φαρμακείων<br /><b>νεοελλ.</b><br />πικρή [[γεύση]], [[φαρμάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. άγνωστης ετυμολ. [[πιθανώς]] ανατολικής προελεύσεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[ἀλοηδάριον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αλοΐνες</i>, <i>αλοΐτης</i>].
|mltxt=η (Α [[ἀλόη]]) (νεοελλ. και αλοή και αλουή)<br />[[ονομασία]] διαφόρων [[φυτών]], με θεραπευτικές ιδιότητες, από τα οποία γνωστότερη [[είναι]] η [[αλόη]] τών φαρμακείων<br /><b>νεοελλ.</b><br />πικρή [[γεύση]], [[φαρμάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Λ. άγνωστης ετυμολ. [[πιθανώς]] ανατολικής προελεύσεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[ἀλοηδάριον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αλοΐνες</i>, <i>αλοΐτης</i>].
}}
}}