3,274,410
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") |
||
(33 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=meli | |Transliteration C=meli | ||
|Beta Code=me/li | |Beta Code=me/li | ||
|Definition=τό, gen. | |Definition=τό, gen. μέλῐτος, etc.; dat.<br><span class="bld">A</span> μέλι Philox.3.17; gen. pl. μελίτων Emp.128.7 ([[nisi legendum|nisi leg.]] [[μελιτῶν]], cf. [[μελιτόν]]):—[[honey]], Od.20.69, etc.; μέλι χλωρόν Il.11.631, Od.10.234, Xenoph.38.1; ξανθόν Simon.47; παμφαές A. ''Pers.''612; τὸ μέλι τἀττικόν Ar. ''Pax''252, cf. Men.708; various kinds, [[Theophrastus|Thphr.]] ''Fr.''190; said to be made from the [[palm]] ([[φοῖνιξ]]), [[Herodotus|Hdt.]]1.193, cf.4.194; μέλι θανάτου σύμβολον Porph. ''Antr.''18.<br><span class="bld">2</span> in comparisons, of anything [[sweet]], especially of [[eloquence]], μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή Il.1.249, cf. Pi. ''O.''10 (''ΙΙ'').98; Σοφοκλέους τοῦ μέλιτι κεχριμένου Ar. ''Fr.''581; ὕπνος γλυκίων μέλιτος Mosch.2.3; ἡ τῶν ἀνδρῶν [χολή] ἐστι πρὸς ἐκείνην μέλι Alex.146.6: [[proverb|prov.]] [[μήτε μοι μέλι μήτε μέλισσα]] = I want neither the [[honey]] nor the [[bee]], of those who [[refuse]] to take 'the [[rough]] with the [[smooth]]', Sapph.113.<br><span class="bld">II</span> [[sweet gum]] collected from certain trees, [[manna]], Arist. ''Mir.''831b23; τὸ ὕον μέλι Polyaen.4.3.32; <b class="b3">μέλι ἄγριον, μέλι μαινόμενον</b>, [[Diodorus Siculus|D.S.]]19.94, Str.12.3.18. (Cf. Goth. milip, Lat. [[mel]].) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0122.png Seite 122]] ιτος, τό, [[Honig]], mel, Hom. u. Folgde überall; γλυκερόν, Od. 20, 69 u. öfter, χλωρόν, Il. 11, 630, γλυκίων μέλιτος [[αὐδή]], 1, 249; παμφαές, tropfenhell, Aesch. Pers. 604; γλυκεῖαι μέλιτος ῥοαί, Eur. Bacch. 710; [[μέλι]] καὶ [[γάλα]], Plat. Ion 534 a, u. sonst oft neben einander genannt; μέλιτι καρποὶ δεδευμένοι, Legg. VI, 782 c; ὕον [[μέλι]], das persische Manna, Polyaen. 4, 3, 32; auch übertr. wie bei uns, vgl. Alexis bei Ath. XIII, 558 e. Nach Mein. auch indeclinabel, Philoxen. bei Ath. IV, 147 b ξανθαὶ [[μέλι]] καρίδες, wo sonst [[μελικάριδες]] gelesen wird. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0122.png Seite 122]] ιτος, τό, [[Honig]], mel, Hom. u. Folgde überall; γλυκερόν, Od. 20, 69 u. öfter, χλωρόν, Il. 11, 630, γλυκίων μέλιτος [[αὐδή]], 1, 249; παμφαές, tropfenhell, Aesch. Pers. 604; γλυκεῖαι μέλιτος ῥοαί, Eur. Bacch. 710; [[μέλι]] καὶ [[γάλα]], Plat. Ion 534 a, u. sonst oft neben einander genannt; μέλιτι καρποὶ δεδευμένοι, Legg. VI, 782 c; ὕον [[μέλι]], das persische Manna, Polyaen. 4, 3, 32; auch übertr. wie bei uns, vgl. Alexis bei Ath. XIII, 558 e. Nach Mein. auch indeclinabel, Philoxen. bei Ath. IV, 147 b ξανθαὶ [[μέλι]] καρίδες, wo sonst [[μελικάριδες]] gelesen wird. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ιτος (τό) :<br /><b>1</b> [[miel]];<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> suc qui suinte du tronc du palmier.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> [[mel]], [[mulsum]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μέλῐ:''' ῐτος τό<br /><b class="num">1</b> [[мед]] (χλωρόν Hom.; παμφαές Aesch.; [[ἄγριον]] NT): μέλιτος [[γλυκίων]] ῥέεν [[αὐδή]] Hom. слаще меда лилась речь (Нестора);<br /><b class="num">2</b> [[медвяный напиток]] (из сока финиковой пальмы) Her.;<br /><b class="num">3</b> [[сладкая смола]] (ἀπὸ τῶν δένδρων συλλεγόμενον Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μέλῐ''': τό, γεν. -ιτος, κτλ.· δοτική τις [[μέλι]] παρὰ Φιλοξέν. κατὰ τὸν Meineke ἐν Κωμ. Ἀποσπ. 3. 641· γεν. πληθ. μελίτων ἐν Ἐμπεδ. 423 ([[ἔνθα]] ὁ Sturz, 311, ξουθῶν σπονδὰς μελιτῶν, ὡς ποιητ. τύπ. τοῦ μελισσῶν)· περὶ τῆς καταλήξ. ἴδε [[πέπερι]]· (πρβλ. μέλισσα, Λατ. mel, mul-sum Γοτθ. mil-ith ([[μέλι]])· πρβλ. [[μειλίσσω]])· - ὡς καὶ νῦν, ἦν δὲ ἐν χρήσει παρὰ τοῖς παλαιοῖς [[ὥσπερ]] νῦν ἡ σάκχαρις, Ὀδ. Κ. 234, Υ. 68· | |lstext='''μέλῐ''': τό, γεν. -ιτος, κτλ.· δοτική τις [[μέλι]] παρὰ Φιλοξέν. κατὰ τὸν Meineke ἐν Κωμ. Ἀποσπ. 3. 641· γεν. πληθ. μελίτων ἐν Ἐμπεδ. 423 ([[ἔνθα]] ὁ Sturz, 311, ξουθῶν σπονδὰς μελιτῶν, ὡς ποιητ. τύπ. τοῦ μελισσῶν)· περὶ τῆς καταλήξ. ἴδε [[πέπερι]]· (πρβλ. μέλισσα, Λατ. mel, mul-sum Γοτθ. mil-ith ([[μέλι]])· πρβλ. [[μειλίσσω]])· - ὡς καὶ νῦν, ἦν δὲ ἐν χρήσει παρὰ τοῖς παλαιοῖς [[ὥσπερ]] νῦν ἡ σάκχαρις, Ὀδ. Κ. 234, Υ. 68· μέλι χλωρὸν Ἰλ. Μ. 631· παμφαὲς Αἰσχύλ. Πέρσ. 612· - τὸ Ἀττικὸν [[μέλι]] ἦτο περίφημον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 252, Θεσμ. 1192, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 160· τὰ δὲ διάφορα εἴδη [[αὐτοῦ]] διακρίνει ὁ Θεόφρ. ἐν τοῖς Ἀποσπ. 18· λέγεται δὲ ὅτι παρεσκευάζετο καὶ ἐκ φοινίκων ὑπ’ ἀνθρώπων, Ἡρόδ. 1. 193, πρβλ. 4. 194. 2) μεταφορ., ἐπὶ παντὸς γλυκέος πράγματος, [[μάλιστα]] ἐπὶ εὐγλωττίας, μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδὴ Ἰλ. Α. 249· πρβλ. Πινδ. Ο. 10 (11). 118· Σοφοκλέους τοῦ μέλιτι κεχρισμένου (πρβλ. [[μέλισσα]] ΙΙ. 1) Ἀριστ. Ἀποσπ. 231· ἐπὶ ὕπνου, Μόσχ. 2. 3· πικράν τε καὶ μεστὴν γυναικείας χολῆς· ἡ τῶν γὰρ ἀνδρῶν ἐστι πρὸς ἐκείνην [[μέλι]] Ἄλεξ. ἐν «Μάντεσι» 1. 6· λάθοις τὴν γλῶσσαν ἐς [[μέλι]] πλύνας Ἡρώνδ. ΙΙΙ, 92. ΙΙ. γλυκὺ [[κόμμι]], συλλεγόμενον ἔκ τινων δένδρων, [[μάννα]], Ἀριστ. π. Θαυμασ. 17· τοῦ ὕοντος μέλιτος, τοῦ ῥέοντος μέλιτος, κατὰ τὸν Λατῖνον μεταφραστ., ἀλλὰ τὸ [[χωρίον]] φαίνεται ἐφθαρμένον, ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν τόπῳ (σελ. 345), Πολύαιν. 4. 3, 32· πρβλ. [[ἐλαιόμελι]]. - Παράβαλ. μελιηδής, -κρᾶτος, -φρων, -γηρυς. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 23: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>μέλῐ</b> ([[μέλι]], -ιτος, -ιτι, -ι.) | |sltr=<b>μέλῐ</b> ([[μέλι]], -ιτος, -ιτι, -ι.) [[honey]] κόρον δ' [[ἔχει]] καὶ [[μέλι]] καὶ τὰ τέρπν ἄνθἐ [[Ἀφροδίσια]] (N. 7.53) met., μέλιτι εὐάνορα πόλιν καταβρέχων ([[αὐτῷ]] τῷ ποιήματι. Σ.) (O. 10.98) ἐγὼ [[τόδε]] [[τοι]] [[πέμπω]] μεμιγμένον [[μέλι]] λευκῷ σὺν γάλακτι (ἀλληγορικῶς [[οὖν]] τὸν ὕμνον [[φησί]], τὸ καλὸν καὶ ἡδύτατον [[αὐτοῦ]] ἐπιδεικνύμενος. Σ.) (N. 3.77) ἐν δ' ἐρατεινῷ μέλιτι καὶ τοιαίδε τιμαὶ καλλίνικον χάρμ ἀγαπάζοντι [[amid]] the [[beautiful]] [[honey]] of [[song]] (I. 5.54) [[ἔραται]] δέ μοι [[γλῶσσα]] μέλιτος [[ἄωτον]] γλυκὺν[ (''[[sc.]]'' καταλείβειν, simm., Wil.) Πα.… τὸ σὸν [[αὐτοῦ]] [[μέλι]] γλάζεις (Wil. e. Σ: [[μέλος]] codd. Theocriti: ''[[sc.]]'' ὦ [[Πάν]]) fr. 97. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles | ||
Line 32: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=μέλιτος, τό, the Sept. for דְּבַשׁ (from | |txtha=μέλιτος, τό, the Sept. for דְּבַשׁ (from Homer down). [[honey]]: ἄγριον ([[which]] [[see]]), Mark 1:6. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (ΑM [[μέλι]])<br /><b>1.</b> υγρή [[ιξώδης]] [[τροφή]] με γλυκιά [[γεύση]] και σκοτεινόχρυσο [[χρώμα]] που παράγεται στον πρόλοβο διαφόρων [[μελισσών]] από το [[νέκταρ]] τών ανθέων<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καθετί]] το οποίο [[είναι]] [[πάρα]] πολύ ευχάριστο («τά κρίματα κυρίου... γλυκύτερα [[ὑπὲρ]] [[μέλι]]», ΠΔ)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[χαρακτηρισμός]] ευχάριστης ομιλίας, ευφράδειας ή ευγλωττίας (α. «θαρρείς [[μέλι]] στάζει το [[στόμα]] του» β. «τα χείλη του [[μέλι]] κυματούν», <b>Ερωτόκρ.</b><br />γ. «Σοφοκλέους τοῦ μέλιτι κεχριμένου», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> (για [[φρούτο]]) πολύ [[γλυκό]] (α. «[[σύκο]] [[μέλι]]» β. «σταφύλια μέλια»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «όλα [[μέλι]] [[γάλα]]» — λέγεται σε περιπτώσεις συμφιλίωσης [[μετά]] από προηγούμενο διαπληκτισμό ή [[έχθρα]]<br />β) «[[ποτίζω]] κάποιον το [[μέλι]] και το [[γάλα]]» — [[γίνομαι]] [[πηγή]] ευτυχίας για κάποιον<br />γ) «[[ταξίδι]] του μέλιτος» — το [[ταξίδι]] τών νεονύμφων [[αμέσως]] [[μετά]] τον γάμο τους<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> α) «νά 'καναν όλες οι μέλισσες [[μέλι]], θά 'τρωγαν κι οι γύφτοι με τα κουτάλια» [ή «με τα χρυσά πιρούνια»] ή «αν 'κάναν κι οι μπουμπούροι [[μέλι]], θα τρώγανε κι οι κατσιβέλοι» ή «νά 'καναν κι οι μύγες [[μέλι]], [[τρεις]] οκάδες στον [[παρά]]» — [[καθετί]] το εκλεκτό λίγοι το δημιουργούν και λίγοι το απολαμβάνουν<br />β) «[[αγάλι]]' αγάλια γίνεται η [[αγουρίδα]] [[μέλι]]» — λέγεται στις περιπτώσεις που [[καθετί]] μπορεί να πραγματοποιηθεί με [[υπομονή]] και [[μετά]] από χρόνο<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ρέει [[μέλι]] και [[γάλα]]» — λέγεται για τους τόπους που [[είναι]] πολύ πλούσιοι και εύφοροι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην Αίγυπτο) γλυκιά ύλη που παράγεται από το [[βράσιμο]] τών καρπών [[φοινικιάς]]<br /><b>2.</b> [[γλυκό]] [[κόμμι]] που συλλέγεται από ορισμένα δέντρα<br /><b>3.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «μέλιτος [[μυελός]], ἐπὶ τῶν [[ἄγαν]] ἡδέων»<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «[[μήτε]] μοι [[μέλι]], [[μήτε]] [[μέλισσα]]» — ας μού λείπει κι αυτός και το καλό του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μέλι]], -<i>ιτος</i> ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>meli</i>-<i>t</i> «[[μέλι]]» και αντιστοιχεί ακριβώς σε χεττιτ. <i>milit</i>=<i>melit</i><br />συνδέεται [[επίσης]] με γοτθ. <i>milip</i>, αλβ. <i>mjalte</i>, αρχ. ιρλδ. <i>mil</i> και αρμ. <i>melr</i>, <i>melu</i>, του οποίου η γενική [[είναι]] επηρεασμένη από το θ. σε -<i>u</i> του άλλου ΙΕ προσηγορικού με σημ. «[[μέλι]]» <i>medhu</i> ( | |mltxt=<b>(I)</b><br />το (ΑM [[μέλι]])<br /><b>1.</b> υγρή [[ιξώδης]] [[τροφή]] με γλυκιά [[γεύση]] και σκοτεινόχρυσο [[χρώμα]] που παράγεται στον πρόλοβο διαφόρων [[μελισσών]] από το [[νέκταρ]] τών ανθέων<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καθετί]] το οποίο [[είναι]] [[πάρα]] πολύ ευχάριστο («τά κρίματα κυρίου... γλυκύτερα [[ὑπὲρ]] [[μέλι]]», ΠΔ)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[χαρακτηρισμός]] ευχάριστης ομιλίας, ευφράδειας ή ευγλωττίας (α. «θαρρείς [[μέλι]] στάζει το [[στόμα]] του» β. «τα χείλη του [[μέλι]] κυματούν», <b>Ερωτόκρ.</b><br />γ. «Σοφοκλέους τοῦ μέλιτι κεχριμένου», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> (για [[φρούτο]]) πολύ [[γλυκό]] (α. «[[σύκο]] [[μέλι]]» β. «σταφύλια μέλια»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «όλα [[μέλι]] [[γάλα]]» — λέγεται σε περιπτώσεις συμφιλίωσης [[μετά]] από προηγούμενο διαπληκτισμό ή [[έχθρα]]<br />β) «[[ποτίζω]] κάποιον το [[μέλι]] και το [[γάλα]]» — [[γίνομαι]] [[πηγή]] ευτυχίας για κάποιον<br />γ) «[[ταξίδι]] του μέλιτος» — το [[ταξίδι]] τών νεονύμφων [[αμέσως]] [[μετά]] τον γάμο τους<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> α) «νά 'καναν όλες οι μέλισσες [[μέλι]], θά 'τρωγαν κι οι γύφτοι με τα κουτάλια» [ή «με τα χρυσά πιρούνια»] ή «αν 'κάναν κι οι μπουμπούροι [[μέλι]], θα τρώγανε κι οι κατσιβέλοι» ή «νά 'καναν κι οι μύγες [[μέλι]], [[τρεις]] οκάδες στον [[παρά]]» — [[καθετί]] το εκλεκτό λίγοι το δημιουργούν και λίγοι το απολαμβάνουν<br />β) «[[αγάλι]]' αγάλια γίνεται η [[αγουρίδα]] [[μέλι]]» — λέγεται στις περιπτώσεις που [[καθετί]] μπορεί να πραγματοποιηθεί με [[υπομονή]] και [[μετά]] από χρόνο<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ρέει [[μέλι]] και [[γάλα]]» — λέγεται για τους τόπους που [[είναι]] πολύ πλούσιοι και εύφοροι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην Αίγυπτο) γλυκιά ύλη που παράγεται από το [[βράσιμο]] τών καρπών [[φοινικιάς]]<br /><b>2.</b> [[γλυκό]] [[κόμμι]] που συλλέγεται από ορισμένα δέντρα<br /><b>3.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «μέλιτος [[μυελός]], ἐπὶ τῶν [[ἄγαν]] ἡδέων»<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «[[μήτε]] μοι [[μέλι]], [[μήτε]] [[μέλισσα]]» — ας μού λείπει κι αυτός και το καλό του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μέλι]], -<i>ιτος</i> ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>meli</i>-<i>t</i> «[[μέλι]]» και αντιστοιχεί ακριβώς σε χεττιτ. <i>milit</i>=<i>melit</i><br />συνδέεται [[επίσης]] με γοτθ. <i>milip</i>, αλβ. <i>mjalte</i>, αρχ. ιρλδ. <i>mil</i> και αρμ. <i>melr</i>, <i>melu</i>, του οποίου η γενική [[είναι]] επηρεασμένη από το θ. σε -<i>u</i> του άλλου ΙΕ προσηγορικού με σημ. «[[μέλι]]» <i>medhu</i> ([[πρβλ]]. λ. [[μέθυ]]). Το λατ. <i>mel</i>, <i>mellis</i>, αντίθετα, εξαιτίας του [[διπλού]] -<i>l</i>- της γενικής έχει αναχθεί [[μάλλον]] σε [[ρίζα]] <i>meln</i>- ([[πρβλ]]. [[μείλιχος]]). Ο τ. [[μέλι]] μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>meri</i>, [[καθώς]] και στα παράγωγα <i>meritijo</i>, <i>meriteu</i>. Η λ. συνδέεται, [[τέλος]], με το ρ. [[βλίττω]] και εμφανίζεται στα ανθρωπωνύμια <i>Μελίτων</i>, <i>Μελιτώ</i>, <i>Μελιτίνη</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[μέλισσα]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>Μέλισσα</i>, [[μελιτώδης]], [[μελιχρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μελίδειον]], [[μελίτεια]], [[μελίτειον]], [[μελιτηρός]], [[μελιτισμός]], [[μελιτίτης]], [[μελιτόν]], [[μελιτώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μελίτινος]], [[μελιτόεις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μελάς]], [[μελάτος]], [[μελένιος]], [[μελής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[μελιγηθής]], [[μελίθρεπτος]], [[μελίλωτο]], [[μελίπηκτο]], [[μελίρρυτος]], [[μελισταγής]], [[μελίφθογγος]], [[μελιφόρος]], [[μελίχρους]], [[μελίχρυσος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μελιανθής]], [[μελιβόας]], [[μελίβρομος]], [[μελίγδουπος]], [[μελιγενέτωρ]], [[μελίγηρυς]], [[μελίγληνος]], [[μελίγλωσσος]], [[μελίεφθος]], [[μελίζωμον]], [[μελίζωρος]], [[μελιηδής]], [[μελίθροος]], [[μελίκηρος]], [[μελίκομπος]], [[μελικράς]], [[μελιουργός]], [[μελιούχος]], [[μελίπαις]], [[μελιπήκτης]], [[μελίπνοος]], [[μελιπτέρωτος]], [[μελίπτορθος]], [[μελιρραθάμιγξ]], [[μελίρροθος]], [[μελίρροος]], [[μελίσπονδα]], [[μελιτερπής]], [[μελιτοειδής]], [[μελιτοποιός]], [[μελιτοπώλης]], [[μελίφθεγκτος]], [[μελίφρων]], [[μελίφυρτος]], [[μελίφωνος]], [[μελίχλωρος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μελίκρατος]], [[μελίμηλον]], [[μελίστακτος]], [[μελιτουργώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μελιγράφος]], [[μελιτόβρυτος]], [[μελιτοτρόφος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μελιτογόνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μελικηρίδιο]], [[μελιστάλαχτος]], <i>μελιτοεξαγωγεύς</i>, [[μελιτοεξαγωγή]], [[μελιτόφιλος]], [[μελιφάγος]], [[μελίχρωμος]], [[μελομακάρονο]], <i>μελόπιτ</i>(<i>τ</i>)<i>α</i>. (Β' συνθετικό) [[ροδόμελι]], [[υδρόμελι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αερόμελι</i>, [[απόμελι]], [[αρτόμελι]], [[δροσόμελι]], <i>ελαιόμελι</i>, [[ευκρατόμελι]], [[ηδύμελι]], [[θαλασσόμελι]], [[κηρόμελι]], [[κυδωνόμελι]], [[μηλόμελι]], [[οινόμελι]], [[ομφακόμελι]], [[οξύμελι]], [[ορρόμελι]], [[τηλόμελι]], [[φακόμελι]], [[χιονόμελι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αγριόμελι</i>, [[μαστιχόμελο]]].<br /> <b>(II)</b><br />[[μέλι]], τὸ (Μ)<br />[[μέλος]] του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από τον πληθ. του [[μέλος]]/ [[μέλη]], [[νέος]] [[ενικός]] μεταπλασμένος [[κατά]] τα ουδ. σε -<i>ι</i>-]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μέλῐ:''' τό, γεν. <i>-ιτος</i> κ.λπ., Λατ. [[mel]], [[μέλι]], σε Όμηρ. κ.λπ. | |lsmtext='''μέλῐ:''' τό, γεν. <i>-ιτος</i> κ.λπ., Λατ. [[mel]], [[μέλι]], σε Όμηρ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=-ιτος<br />Grammatical information: n.<br />Meaning: [[honey]] (Il.).<br />Dialectal forms: Myc. [[meri]].<br />Compounds: Very often as 1. member, e.g. <b class="b3">μελί-κρα-τον</b>, Ion. <b class="b3">-κρη-τον</b> "honey-mix", [[sacrifice of milk and honey]] (Od.), compound with <b class="b3">κεράν-νυμι</b> (s. v.); also <b class="b3">μελιτο-</b>, e.g. <b class="b3">μελιτο-πώλης</b> m. [[honey-trader]] (Ar.); as 2. member a. o. in <b class="b3">οἰνό-μελι</b> [[drink from wine and honey]] (Plb.; cf. Risch IF 59, 58); on <b class="b3">ἀπό-μελι</b> s. v.<br />Derivatives: A. Several adj.: [[μελιτόεις]] [[honeysweet]] (Pi.), f. [[μελιτόεσσα]] (sc. [[μᾶζα]]), Att. [[μελιτοῦττα]] [[honey-cake]] (Hdt., Ar.; Schwyzer 528, Chantraine Form. 272), <b class="b3">μελιτ-ηρός</b> | |etymtx=-ιτος<br />Grammatical information: n.<br />Meaning: [[honey]] (Il.).<br />Dialectal forms: Myc. [[meri]].<br />Compounds: Very often as 1. member, e.g. <b class="b3">μελί-κρα-τον</b>, Ion. <b class="b3">-κρη-τον</b> "honey-mix", [[sacrifice of milk and honey]] (Od.), compound with <b class="b3">κεράν-νυμι</b> (s. v.); also <b class="b3">μελιτο-</b>, e.g. <b class="b3">μελιτο-πώλης</b> m. [[honey-trader]] (Ar.); as 2. member a. o. in <b class="b3">οἰνό-μελι</b> [[drink from wine and honey]] (Plb.; cf. Risch IF 59, 58); on <b class="b3">ἀπό-μελι</b> s. v.<br />Derivatives: A. Several adj.: [[μελιτόεις]] [[honeysweet]] (Pi.), f. [[μελιτόεσσα]] (''[[sc.]]'' [[μᾶζα]]), Att. [[μελιτοῦττα]] [[honey-cake]] (Hdt., Ar.; Schwyzer 528, Chantraine Form. 272), <b class="b3">μελιτ-ηρός</b> [[belonging to honey]], [[honey-like]] (Ar.. Thphr.), <b class="b3">-ινος</b> <b class="b2">made from h.</b> (pap.), <b class="b3">-ώδης</b> [[honey-like]] (Thphr.). Prob. also <b class="b3">μελι-χρός</b> [[honey-sweet]] (Alc., Anacr., Hp., Telecl., Theoc.), cf. <b class="b3">πενι-χρός βδελυ-χ-ρός</b> and Chantraine Form. 225 f., Hamm Grammatik 77 w. n. 118. Acc. to Sommer Nominalkomp. 26 n. 3 (where extensive treatment) however Aeol. for <b class="b3">μελί-χρως</b> [[honey-coloured]], after Schwyzer 450 for <b class="b3">-χροος</b>. -- B. Subst. <b class="b3">μελίτ(ε)ιον</b> n. [[mead]] (Plu.); <b class="b3">μελιτόν κηρίον</b>, <b class="b3">η τὸ ἑφθὸν γλεῦκος</b> H.; [[μελιτίτης]] ([[λίθος]]) [[topaz]], ([[οἶνος]]) [[honey-wine]] (Dsc.; Redard 57 a. 97); [[μελίτεια]] f. [[Melissa officinalis]] (Theoc.; Strömberg Pflanzennamen 119); [[μελιτισμός]] m. <b class="b2">treatment with h.</b> (medic.) as if from <b class="b3">*μελιτίζειν</b>. -- C. Verb. [[μελιτόομαι]] [[mix with h.]], [[be sweetened with h.]] (Th., Plu.) with [[μελίτωμα]] [[honey-cake]] (Com.), <b class="b3">-ωσις</b> [[sweetening]] (Gloss.). -- On its own stands [[μέλισσα]], <b class="b3">-ττα</b> f. [[bee]] (Il.), after Schwyzer Glotta 6, 84ff. (thus Fraenkel Glotta 32, 21) haplological for <b class="b3">*μελί-λιχ-ι̯α</b> "honey-leckering"; compare Skt. [[madhu-lih-]] m. "honey-lecker" = [[bee]]; acc. to others however from <b class="b3">*μέλιτ-ι̯α</b>, e.g. Lohmann Genus und Sexus (Erg. -h. 10 to KZ) 82 recalling Arm. [[meɫu]] [[bee]] from [[meɫr]] [[honey]] (thus Schwyzer 320). From it several compp. and derivv., e.g. [[μελισσουργός]] (<b class="b3">-ττ-</b>) [[apiarist]] (Pl., Arist.) with <b class="b3">-έω</b>, <b class="b3">-ία</b>, <b class="b3">-εῖον</b>, [[μελισσεύς]] <b class="b2">id.</b> (Arist., pap.; Boßhardt 61), also (with diff. origin) as PN (Boßhardt 123f.); [[μελίσσιον]] [[bee-hive]] (pap. IIIa; Georgacas Glotta 36, 170), <b class="b3">-ία</b> <b class="b2">id.</b> (Gp.; Scheller Oxytonierung 45), <b class="b3">-ών</b> <b class="b2">id.</b> (LXX) etc. -- On [[βλίττω]] s. v.<br />Origin: IE [Indo-European] [723] *meli(t) [[honey]]<br />Etymology: Old inherited word for [[honey]], with Hitt. [[milit]] ( = [[melit]]) n. directly identical; further with thematic enlargment Goth. [[miliÞ]] and Alb. [[mjaltë]] (IE <b class="b2">*meli-t-o-m</b>). Also Celt., e.g. OIr. [[mil]], and Lat. [[mel]] can go back on <b class="b2">*meli-t</b>; the [[-t]] was prob. originally only at home in the nom.-acc. (Unclear Lat. gen. [[mellis]]: from <b class="b2">*mel-n-és</b>?; cf. on [[μείλιχος]]). Arm. [[meɫr]], gen. [[meɫu]] was supposedly after the synonymous <b class="b2">*médhu</b> (= [[μέθυ]], s. v.) transferred to the [[u-]]stems. From unknown source stems <b class="b3">μελίτιον πόμα τι Σκυθικὸν μέλιτος ἑψομένου σὺν ὕδατι καὶ πόᾳ τινί</b> H. -- Details in WP. 2, 296, Pok. 723f., W.-Hofmann s. [[mel]]; cf. (on the spread) Porzig Gliederung 202 f. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 50: | Line 50: | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''μέλι''': -ιτος<br />{méli}<br />'''Forms''': myk. ''me''-''ri''.<br />'''Grammar''': n.<br />'''Meaning''': [[Honig]] (seit Il.),<br />'''Composita''' : Sehr oft als Vorderglied, z.B. [[μελίκρατον]], ion. -κρητον "Honiggemisch", [[Opfer aus Milch und Honig]] (seit Od.), Zusammenbildung mit [[κεράννυμι]] (s. d.); auch μελιτο-, z.B. [[μελιτοπώλης]] m. [[Honighändler]] (Ar. u. a.); als Hinterglied u. a. in [[οἰνόμελι]] [[Trank aus Wein und Honig]] (Plb.; vgl. Risch IF 59, 58); zu [[ἀπόμελι]] s. bes.<br />'''Derivative''': Ableitungen. A. Mehrere Adj.: [[μελιτόεις]] [[honigsüß]] (Pi.), f. μελιτόεσσα (sc. [[μᾶζα]]), att. [[μελιτοῦττα]] [[Honigkuchen]] (Hdt., Ar. u.a.; Schwyzer 528, Chantraine Form. 272), [[μελιτηρός]] [[zum Honig gehörig]], [[honigähnlich]] (Ar.. Thphr. u. a.), -ινος ‘aus H. gemacht’ (Pap. u. a.), -ώδης [[honigähnlich]] (Thphr. usw.). Wohl auch [[μελιχρός]] [[honigsüß]] (Alk., Anakr., Hp., Telekl. in lyr., Theok. usw.), vgl. [[πενιχρός]] βδελυχ-ρός und Chantraine Form. 225 f., Hamm Grammatik 77 m. A. 118. Nach Sommer Nominalkomp. 26 A. 3 (wo ausführliche Behandlung) dagegen äol. für [[μελίχρως]] [[honigfarben]], nach Schwyzer 450 für -χροος. — B. Subst. μελίτ(ε)ιον n. [[Met]] (Plu. u.a.); [[μελιτόν]] | |ftr='''μέλι''': -ιτος<br />{méli}<br />'''Forms''': myk. ''me''-''ri''.<br />'''Grammar''': n.<br />'''Meaning''': [[Honig]] (seit Il.),<br />'''Composita''': Sehr oft als Vorderglied, z.B. [[μελίκρατον]], ion. -κρητον "Honiggemisch", [[Opfer aus Milch und Honig]] (seit Od.), Zusammenbildung mit [[κεράννυμι]] (s. d.); auch μελιτο-, z.B. [[μελιτοπώλης]] m. [[Honighändler]] (Ar. u. a.); als Hinterglied u. a. in [[οἰνόμελι]] [[Trank aus Wein und Honig]] (Plb.; vgl. Risch IF 59, 58); zu [[ἀπόμελι]] s. bes.<br />'''Derivative''': Ableitungen. A. Mehrere Adj.: [[μελιτόεις]] [[honigsüß]] (Pi.), f. μελιτόεσσα (''[[sc.]]'' [[μᾶζα]]), att. [[μελιτοῦττα]] [[Honigkuchen]] (Hdt., Ar. u.a.; Schwyzer 528, Chantraine Form. 272), [[μελιτηρός]] [[zum Honig gehörig]], [[honigähnlich]] (Ar.. Thphr. u. a.), -ινος ‘aus H. gemacht’ (Pap. u. a.), -ώδης [[honigähnlich]] (Thphr. usw.). Wohl auch [[μελιχρός]] [[honigsüß]] (Alk., Anakr., Hp., Telekl. in lyr., Theok. usw.), vgl. [[πενιχρός]] βδελυχ-ρός und Chantraine Form. 225 f., Hamm Grammatik 77 m. A. 118. Nach Sommer Nominalkomp. 26 A. 3 (wo ausführliche Behandlung) dagegen äol. für [[μελίχρως]] [[honigfarben]], nach Schwyzer 450 für -χροος. — B. Subst. μελίτ(ε)ιον n. [[Met]] (Plu. u.a.); [[μελιτόν]]· [[κηρίον]], ἢ τὸ ἑφθὸν [[γλεῦκος]] H.; [[μελιτίτης]] ([[λίθος]]) [[Topas]], ([[οἶνος]]) [[Honigwein]] (Dsk. u.a.; Redard 57 u. 97); [[μελίτεια]] f. [[Melissa officinalis]] (Theok.; Strömberg Pflanzennamen 119); [[μελιτισμός]] m. ‘Behandlung mit H.’ (Mediz.) wie von *μελιτίζειν. — C. Verb. [[μελιτόομαι]] ‘mit H. vermischt, versüßt werden’ (Th., Plu.) mit [[μελίτωμα]] [[Honigkuchen]] (Kom. u. a.), -ωσις [[Versüßung]] (''Gloss''.). — Für sich steht [[μέλισσα]], -ττα f. [[Biene]] (seit Il.), nach Schwyzer Glotta 6, 84ff. (zustimmend u. a. Fraenkel Glotta 32, 21) haplologisch für *μελίλιχι̯α "Honigleckerin"; dafür spricht aind. ''madhu''-''lih''- m. "Honiglecker" = [[Biene]] (Kunstdichtung); nach anderer Auffassung dagegen aus *μέλιτι̯α, z.B. Lohmann Genus und Sexus (Erg. -h. 10 zu KZ) 82 unter Berufung auf arm. ''meɫu'' [[Biene]] von ''meɫr'' [[Honig]] (ebenso Schwyzer 320 u. sonst). Davon mehrere Kompp. und Ableitungen, z.B. [[μελισσουργός]] (-ττ-) [[Imker]] (Pl., Arist. usw.) mit -έω, -ία, -εῖον, [[μελισσεύς]] ib. (Arist., Pap.; Boßhardt 61), auch (mit anderem Ursprung) als PN (Boßhardt 123f.); [[μελίσσιον]] [[Bienenstock]] (Pap. III<sup>a</sup>; Georgacas Glotta 36, 170), -ία ib. (''Gp''.; Scheller Oxytonierung 45), -ών ib. (LXX u. a.) u. a. m. — Zu [[βλίττω]] s. bes.<br />'''Etymology''': Altes Erbwort für [[Honig]], mit heth. ''milit'' ( = ''melit'') n. unmittelbar identisch; dazu mit thematischer Erweiterung got. ''miliþ'' und alb. ''mjaltë'' (idg. *''meli''-''t''-''o''-''m''). Auch kelt., z.B. air. ''mil'', und lat. ''mel'' können auf *''meli''-''t'' zurückgeführt werden; das -''t'' war wohl ursprünglich nur im Nom.-Akk. zu Hause. (Unklar lat. Gen. ''mellis'': aus *''mel''-''n''-''és''?; vgl. zu [[μείλιχος]]). Arm. ''meɫr'', Gen. ''meɫu'' ist, vermutlich nach dem synonymen *''médhu'' (= [[μέθυ]], s. d.), in die ''u''-Stämme übergetreten. Aus unbekannter Quelle stammt [[μελίτιον]]· [[πόμα]] τι Σκυθικὸν μέλιτος ἑψομένου σὺν ὕδατι καὶ [[πόα]], τινί H. — Einzelheiten m. reicher Lit. bei WP. 2, 296, Pok. 723f., W.-Hofmann s. ''mel''; dazu (über die Verbreitung) Porzig Gliederung 202 f.<br />'''Page''' 2,200-201 | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':mšli 姆利<br />'''詞類次數''':名詞(4)<br />'''原文字根''':蜂蜜 相當於: ([[ | |sngr='''原文音譯''':mšli 姆利<br />'''詞類次數''':名詞(4)<br />'''原文字根''':蜂蜜 相當於: ([[דְּבַשׁ]]‎)<br />'''字義溯源''':蜂蜜*,蜜。同源字:1([[μέλι]])蜂蜜 2) ([[μελισσεῖον]] / [[μελισσῖον]] / [[μελίσσιος]])蜂房<br />'''出現次數''':總共(4);太(1);可(1);啓(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 蜜(4) 太3:4; 可1:6; 啓10:9; 啓10:10 | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=-ιτος τό. Θέμα μελιτ (μελίτ = μλιτ = μβλιτ = βλιτ + ιζω = [[βλίττω]] = τρυγῶ [[μέλι]]). ( Ἔχει σχέση μέ τό [[μειλίχιος]]). Λατιν.mel-mellis.<br><b>Παράγωγα:</b> [[μέλισσα]], [[μελιτόεις]] (=γλυκός σάν [[μέλι]]), μελιτοῦμαι (=[[γλυκαίνομαι]]), [[μελίτωμα]], [[μελίτωσις]], [[μελίγλωσσος]], [[μελιηδής]], [[μελίφρων]] (=[[εὐχάριστος]]). | |||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=τό [[miel]] ἔχε ... ἀγγεῖον μέλιτος μεστόν <b class="b3">ten un vaso lleno de miel</b> P XIII 94 a) usada gener. para libaciones σπονδὴν τέλεσον ἀπὸ οἶνου καὶ μέλιτος καὶ γάλακτος καὶ ὀμβρίου ὕδατος <b class="b3">completa la libación con vino, miel, leche y agua de lluvia</b> P I 287 εἰς ἀμπέλινα ξύλα σπείσας οἶνον ἢ ζύτον ἢ μ. ἢ γάλα <b class="b3">tras haber derramado vino, cerveza, miel o leche sobre sarmientos de vid</b> P IV 908 σπένδε γάλα, μ., οἶνον, ἔλαιον <b class="b3">haz una libación de leche, miel, vino y aceite</b> P IV 2192 βλέπε πρὸς ἀνατολὴν καὶ ἐπισπένδων οἶνον, μ., γάλα, κρόκον <b class="b3">mira al este y haz una libación de vino, miel, leche y azafrán</b> P XII 215 b) para beber λαβὼν τὸ γάλα σὺν τῷ μέλιτι ἀπόπιε πρὶν ἀνατολῆς ἡλίου <b class="b3">toma la leche con la miel y bébela antes de que salga el sol</b> P I 20 c) para untarse o ungirse τρίψας ὁμοῦ πάντα πρόσβαλε μέλιτος τὸ ἀρκοῦν καὶ χρῖέ σου τὰ χείλη <b class="b3">tritúralo todo junto, añádele suficiente miel y unge tus labios</b> P II 19 κόμι μετὰ οἴνου καὶ μέλιτος δὸς εἰς τὴν ὄψιν μυρίσασθαι <b class="b3">dales goma con vino y miel para que se unten la cara</b> P VII 179 μετὰ κόπρου χελιδόνος σὺν μέλιτι περίχρισαι <b class="b3">úngete con excremento de golondrina y miel</b> SM 83 3 πέπερι μετὰ μέλιτος τρίψας χρῖέ σου τὸ πρᾶγμα <b class="b3">tritura pimienta con miel y unta tu cosa</b> P VII 185 P VII 192 SM 75 5 (fr. lac.) d) para deificar λαβὼν ἱέρακα κιρκαῖον ἀποθέωσον εἰς γάλα βοὸς μελαίνης συμίξας αὐτῷ μ. Ἀττικόν <b class="b3">toma un halcón y deifícalo en leche de una vaca negra mezclándola con miel ática</b> P I 6 e) para hacer una masa κομπάνου τὰ ξυρὰ κόψας καὶ μίξας ὁμοῦ ἅμα μέλιτος τῷ αὐτάρκει <b class="b3">machaca (frutos) secos ..... y mézclalo todo con miel en cantidad suficiente</b> P III 187 τὴν καρδίαν καταταμὼν ἐπίβαλε εἰς μ. Ἀττικόν <b class="b3">después de cortar el corazón en pedazos, échalo en miel ática</b> P III 426 P III 325 (fr. lac.) συνεμβαλὼν αὐτῷ (τῷ κανθάρῳ) λωτομήτρας σπέρμα καὶ μ. <b class="b3">echa juntamente con el escarabajo semilla de pulpa de loto y miel</b> P IV 755 οἴνῳ λευκῷ μενδησίῳ καὶ μέλιτι (ταῦτα) ἀναλάμβανε καὶ ποίει κολλούρια <b class="b3">mezcla estas cosas con vino blanco mendesio y miel y haz una pasta</b> P IV 1315 P IV 2682 λαβὼν ᾠὸν κορώνης καὶ κορωνοποδίου βοτάνης χυλὸν καὶ χολὴν νάρκας ποταμίας τρῖψον μετὰ μέλιτος <b class="b3">toma un huevo de corneja, jugo de la planta «cuerno de ciervo» y la hiel de un torpedo de río y mézclalo con miel</b> P XXXVI 284 f) para mojar τῆς δὲ ῥίζης εἰς τὸν τόπον ἑπτὰ μὲν πυροῦ κόκκους, τοὺς δὲ ἴσους κριθῆς μέλιτι δεύσαντες ἐνέβαλον <b class="b3">en el lugar de la raíz echaron siete granos de trigo y los mismos de cebada, empapándolos con miel</b> P IV 3004 g) para hacer tinta ἆρον τὸν χυλὸν καὶ μίξας μέλιτι καὶ ζμύρνῃ, γράψον ἐπὶ φύλλου <b class="b3">toma el jugo (de la planta) y, mezclándolo con miel y mirra, escribe sobre una hoja</b> P IV 781 | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx=Abkhaz: ацха; Adyghe: шъоу, суэу; Afrikaans: heuning; Akkadian: 𒋭; Albanian: mjaltë; Amharic: ማር; Arabic: عَسَل, شَهْد; Egyptian Arabic: عسل; Gulf Arabic: عَسَل; Moroccan Arabic: عْسل; Aragonese: miel; Aramaic Classical Syriac: ܕܒܫܐ; Jewish Babylonian Aramaic: דּוּבְשָׁא; Armenian: մեղր; Old Armenian: մեղր; Aromanian: njari, njare; Assamese: মৌ, মৌজোল; Asturian: miel; Aymara: misk'i; Azerbaijani: bal; Baluchi: شہد, بینگ; Bashkir: бал; Basque: ezti; Belarusian: мёд; Bengali: মধু; Berber Tashelhit: tammnt; Breton: mel; Bulgarian: мед; Burmese: ပျားရည်; Buryat: бал, зүгын бал; Catalan: mel; Cebuano: dugos; Central Atlas Tamazight: ⵜⴰⵎⵎⵏⵜ; Chamicuro: mishki; Chechen: моз; Cherokee: ᏩᏚᎵᏏ; Cheyenne: háhnomápano'ėhasēō'o; Chichewa: uchi; Chinese Cantonese: 蜜糖; Dungan: фынми; Hakka: 蜂糖; Mandarin: 蜂蜜, 蜜, 蜂糖; Min Dong: 蜂蜜; Min Nan: 蜂蜜, 蜜; Wu: 蜂蜜; Chuvash: пыл; Cornish: mel; Corsican: mele; Crimean Tatar: bal; Czech: med; Dalmatian: mil; Danish: honning; Dargwa: варъа; Darkinjung: kûdyung; Daur: kyor; Dhivehi: މާމުއި; Dupaningan Agta: habu; Dutch: honing; Dzongkha: སྦྱང, སྦྲང་རྩི; Erzya: медь, поназ; Esperanto: mielo; Estonian: mesi; Evenki: мё̄д; Ewe: anyĩtsi; Faroese: hunangur, hunang; Finnish: hunaja; French: miel; Frisian North Frisian: honning; Saterland Frisian: Huunich; West Frisian: huning; Friulian: mîl; Fula Adlam: 𞤲𞥋𞤶𞤵𞥅𞤥𞤪𞤭; Latin: njuumri; Galician: mel; Gamilaraay: warrul; Georgian: თაფლი; German: Honig; Gothic: 𐌼𐌹𐌻𐌹𐌸; Greek: μέλι; Ancient Greek: μέλῐ; Guaraní: eirete; Gujarati: મધુ; Haitian Creole: siwo myèl; Hawaiian: meli; Hebrew: דְּבַשׁ; Higaonon: duga; Hiligaynon: dugos; Hindi: मधु, शहद; Hungarian: méz; Icelandic: hunang; Ido: mielo; Inari Sami: mietâ; Indonesian: madu; Ingush: модз; Interlingua: melle; Inuktitut: missuuttagaq; Irish: mil; Old Irish: mil; Istro-Romanian: mľåre; Italian: miele; Japanese: 蜂蜜; Jarai: ia hơni; Jarawa: ləːw; Javanese: madu; Jingpho: lagat jahku; Kabardian: фо; Kalmyk: бал; Kamba: ũkĩ; Kannada: ಜೇನು; Kashubian: miód; Kazakh: бал; Khmer: ទឹកឃ្មុំ; Kikuyu: ũũkĩ 14; Komi-Permyak: ма; Korean: 꿀, 밀; Kurdish Central Kurdish: ھەنگوین; Northern Kurdish: hingivîn, hingiv; Kyrgyz: бал; Ladin: mil; Ladino Hebrew: מייל; Latin: myel; Lao: ມະທຸ, ນ້ຳເຜີ້ງ; Latgalian: mads; Latin: mel; Latvian: medus; Lezgi: виртӏ; Ligurian: amê; Limburgish: honing; Lithuanian: medus, medùs; Lombard: mel; Low German: Honnig; Luganda: bóí; Luxembourgish: Hunneg; Macedonian: мед; Malagasy: fandrama; Malay: madu, air lebah; Malayalam: തേൻ; Maltese: għasel; Manchu: ᡥᡳᠪᠰᡠ; Mansi: ма̄г; Manx: mill; Maranao: teneb; Marathi: मध; Mari Eastern Mari: мӱй; Western Mari: мӱ; Megleno-Romanian:'ari; Mingrelian: თოფური; Moksha: медь; Mon: ဍာ်သဲာ; Mongolian: бал, зөгийн бал; Nahuatl: neuctli, necti; Navajo: tsísʼná bitłʼizh; Neapolitan: mmiele; Nepali: मह; Newar: कस्ति; Ngazidja Comorian: ndjizi ya nyoshi; Norman: myi, mié, miel; Northern Sami: miehta; Norwegian Bokmål: honning; Nynorsk: honning; Occitan: mèl; Old Church Slavonic Cyrillic: медъ; Glagolitic: ⰿⰵⰴⱏ; Old English: huniġ; Old High German: honag; Old Norse: hunang; Old Prussian: meddo; Oriya: ମହୁ; Oromo: damma; Osage: hkilǫ́ɣemąį; Ossetian: муд, мыд; Pashto: ګبينه, شات, انګبين, شهد, عسل; Pennsylvania Persian: عسل, انگبین, انگوین, شهد; Plautdietsch: Honnich; Polish: miód inan; Portuguese: mel; Punjabi: ਸ਼ਹਿਦ; Quechua: misk'i; Romanian: miere; Romansch: mel, mel d'avieuls, mèl, mèl d'aviuls, meal, mêl, meil d'aviöls; Russian: мёд; Rusyn: мед; Rwanda-Rundi: ubuki 14; Sanskrit: मधु; Sardinian: mele; Scottish Gaelic: mil; Serbo-Croatian Cyrillic: ме̑д; Roman: mȇd; Shor: пал; Sicilian: meli; Silesian: miód, mjodek; Sinhalese: පැණි, පැනි; Slovak: med; Slovene: med; Somali: malab; Sorbian Lower Sorbian: mjod; Upper Sorbian: měd; Spanish: miel; Svan: თუ; Swahili: uki 11, asali; Swedish: honung; Tagalog: pulut-pukyutan; Tajik: асал, шахд; Talysh: عسل; Tamil: தேன்; Tatar: бал; Tausug: tunub; Telugu: తేనె; Tetum: bani-been; Thai: น้ำผึ้ง; Tibetan: སྦྲང་རྩི; Tigrinya: መዓር; Tocharian B: mit; Tupinambá: eíra, eireté; Turkish: bal; Turkmen: bal; Udmurt: му; Ugaritic: 𐎐𐎁𐎚; Ukrainian: мед, мід; Umbundu: owiki; Urdu: مدھو, شہد, عسل, انگبین; Uyghur: ھەسەل; Uzbek: asal; Venetian: miel; Veps: mezi; Vietnamese: mật ong; Vilamovian: hung; Volapük: miel; Voro: mesi; Votic: mesi; Walloon: låme; Welsh: mêl; West Flemish: zêem; Western Apache: gosnih; Westrobothnian: mjø; Xerénte: ke; Yakut: мүөт; Yiddish: האָניק; Yup'ik: paatakaarngalnguq; Zazaki: hıngımên | |||
}} | }} |