πολύχορδος: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polychordos
|Transliteration C=polychordos
|Beta Code=polu/xordos
|Beta Code=polu/xordos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[many-stringed]], βάρβιτον <span class="bibl">Theoc.16.45</span>; [[many-toned]], of the flute, <span class="bibl">Simon.46</span>, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>399d</span> (Sup.); π. ᾠδαί <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>196</span> (anap.); <b class="b3">πολυχορδοτάτα γῆρυς</b> the sound [[of many strings]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Rh.</span>548</span> (lyr.): metaph., δημοκρατία Plu.2.827b.</span>
|Definition=πολύχορδον, [[many-stringed]], βάρβιτον Theoc.16.45; [[many-toned]], of the flute, Simon.46, cf. [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 399d (Sup.); π. ᾠδαί E.''Med.''196 (anap.); <b class="b3">πολυχορδοτάτα γῆρυς</b> the sound [[of many strings]], Id.''Rh.''548 (lyr.): metaph., δημοκρατία Plu.2.827b.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0677.png Seite 677]] vielsaitig, vielstimmig; ᾠδαί, [[γῆρυς]], Eur. Med. 196 Rhes. 548; καὶ πολυαρμόνια ὄργανα, Plat. Rep. III, 399 d, vgl. Poll. 4, 67; von der Flöte, wie Simonid. bei Aristid. or. 49 p. 513.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0677.png Seite 677]] vielsaitig, vielstimmig; ᾠδαί, [[γῆρυς]], Eur. Med. 196 Rhes. 548; καὶ πολυαρμόνια ὄργανα, Plat. Rep. III, 399 d, vgl. Poll. 4, 67; von der Flöte, wie Simonid. bei Aristid. or. 49 p. 513.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a beaucoup de cordes ; qui a un grand nombre de sons (flûte, <i>etc.</i>);<br /><i>Cp.</i> πολυχορδότερος, <i>Sp.</i> πολυχορδότατος.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[χορδή]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολύχορδος -ον &#91;[[πολύς]], [[χορδή]]] veelsnarig:; βάρβιτον ἐς πολύχορδον op een veelsnarige lier Theocr. Id. 16.45; met veel tonen:. πολυχόρδοις ᾠδαῖς met veeltonige gezangen Eur. Med. 196.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύχορδος:'''<br /><b class="num">1</b> [[многострунный]] ([[βάρβιτος]] Theocr.; ὄργανα Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[многозвучный]], [[многоголосый]] ([[γῆρυς]], ᾠδαί Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύχορδος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὰς χορδάς, βάρβιτον Θεόκρ. 16. 45· ὁ παράγων πολλὰς φωνάς, ἐπὶ τοῦ αὐλοῦ, Σιμωνίδ. 56, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 399C ([[ἔνθα]] -ότατον), Πολυδ. Δ΄, 67· [[ὡσαύτως]] π. ᾠδαὶ Εὐρ. Μήδ. 196· π. [[γῆρυς]], ὁ [[ἦχος]] πολλῶν χορδῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 548· ― μεταφορ., [[δημοκρατία]] Πλούτ. 2. 827Β.
|lstext='''πολύχορδος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὰς χορδάς, βάρβιτον Θεόκρ. 16. 45· ὁ παράγων πολλὰς φωνάς, ἐπὶ τοῦ αὐλοῦ, Σιμωνίδ. 56, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 399C ([[ἔνθα]] -ότατον), Πολυδ. Δ΄, 67· [[ὡσαύτως]] π. ᾠδαὶ Εὐρ. Μήδ. 196· π. [[γῆρυς]], ὁ [[ἦχος]] πολλῶν χορδῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 548· ― μεταφορ., [[δημοκρατία]] Πλούτ. 2. 827Β.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a beaucoup de cordes ; qui a un grand nombre de sons (flûte, <i>etc.</i>);<br /><i>Cp.</i> πολυχορδότερος, <i>Sp.</i> πολυχορδότατος.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[χορδή]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύχορδος]], -ον, ΝΑ<br />(για μουσ. όργανο) αυτός που έχει πολλές χορδές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το <i>πολύχορδο</i><br />[[ηχόμετρο]] στο οποίο εκτείνονται πολλές χορδές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με αυλό) αυτός που παράγει, που εκπέμπει πολλές φωνές<br /><b>2.</b> (σχετικά με άσματα ή μουσικά κομμάτια) αυτός που άδεται ή εκτελείται από πολλές φωνές ή εκτελείται σε όργανο με πολλές χορδές<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[πολύχορδος]] [[δημοκρατία]]»<br /><b>μτφ.</b> [[δημοκρατία]] με [[πολυφωνία]] (<b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χορδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χορδή]]), <b>πρβλ.</b> <i>ισό</i>-<i>χορδος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πολύχορδος]], -ον, ΝΑ<br />(για μουσ. όργανο) αυτός που έχει πολλές χορδές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το <i>πολύχορδο</i><br />[[ηχόμετρο]] στο οποίο εκτείνονται πολλές χορδές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με αυλό) αυτός που παράγει, που εκπέμπει πολλές φωνές<br /><b>2.</b> (σχετικά με άσματα ή μουσικά κομμάτια) αυτός που άδεται ή εκτελείται από πολλές φωνές ή εκτελείται σε όργανο με πολλές χορδές<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[πολύχορδος]] [[δημοκρατία]]»<br /><b>μτφ.</b> [[δημοκρατία]] με [[πολυφωνία]] (<b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χορδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χορδή]]), [[πρβλ]]. [[ισόχορδος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύχορδος:''' -ον ([[χορδή]]), αυτός που έχει πολλές χορδές, σε Θεόκρ.· [[πολυτονικός]], λέγεται για αυλό, σε Πλάτ.· επίσης, <i>πολύχορδαι ᾠδαί</i>, σε Ευρ.· [[πολύχορδος]] [[γῆρυς]], [[ήχος]] από πολλές χορδές, στον ίδ.
|lsmtext='''πολύχορδος:''' -ον ([[χορδή]]), αυτός που έχει πολλές χορδές, σε Θεόκρ.· [[πολυτονικός]], λέγεται για αυλό, σε Πλάτ.· επίσης, <i>πολύχορδαι ᾠδαί</i>, σε Ευρ.· [[πολύχορδος]] [[γῆρυς]], [[ήχος]] από πολλές χορδές, στον ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολύχορδος -ον [πολύς, χορδή] veelsnarig:; βάρβιτον ἐς πολύχορδον op een veelsnarige lier Theocr. Id. 16.45; met veel tonen:. πολυχόρδοις ᾠδαῖς met veeltonige gezangen Eur. Med. 196.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύχορδος:'''<br /><b class="num">1)</b> многострунный ([[βάρβιτος]] Theocr.; ὄργανα Plat.);<br /><b class="num">2)</b> многозвучный, многоголосый ([[γῆρυς]], ᾠδαί Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-χορδος, ον, [[χορδή]]<br />[[many]]-stringed, Theocr.: [[many]]-toned, of the [[flute]], Plat.; also, π. ᾠδαί Eur.; π. [[γῆρυς]] the [[sound]] of [[many]] strings, Eur.
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-χορδος, ον, [[χορδή]]<br />[[many]]-stringed, Theocr.: [[many]]-toned, of the [[flute]], Plat.; also, π. ᾠδαί Eur.; π. [[γῆρυς]] the [[sound]] of [[many]] strings, Eur.
}}
}}