3,277,068
edits
(38) |
m (Text replacement - "-<i>ατος]]" to "-ατος") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=σταματῶ, -άω, ΝΜ, και [[σταματίζω]] Ν [[στάμα]], - | |mltxt=σταματῶ, -άω, ΝΜ, και [[σταματίζω]] Ν [[στάμα]], -ατος<br /><b>(αμτβ.)</b> [[παύω]] να κινούμαι, να [[λειτουργώ]], να [[ενεργώ]] (α. «το [[ρολόι]] σταμάτησε» β. «σταμάτησε η [[βροχή]]» γ. «σταμάτησε η [[καρδιά]] του» δ. «πηδούν και σταματίζουν», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> α) [[κάνω]] κάποιον να παύσει να κινείται, να λειτουργεί, να ενεργεί (α. «μέ σταμάτησε στον δρόμο να μού ζητήσει δανεικά» β. «σταμάτησα το [[νερό]]»)<br />β) ανακόπτομαι, διακόπτομαι, αναστέλλομαι («σταμάτησε η [[επίθεση]] του στρατού»)<br />γ) [[παύω]] να [[μιλώ]], [[διακόπτω]] τον λόγο μου («σταμάτα πια, μάς ζάλισες»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «σταματά ο [[νους]] σου [ή ο [[νους]] του ανθρώπου]» — μένει [[κανείς]] [[κατάπληκτος]]<br />β) «σταματάει η [[εφημερίδα]]» — διακόπτεται η [[έκδοση]] της εφημερίδας<br />γ) «σταματά το [[τραίνο]]» [ή το [[λεωφορείο]] ή το τρόλεϊ]»<br />i) το [[τραίνο]] [ή το [[λεωφορείο]] ή το τρόλεϊ] μένει ακίνητο<br />ii) το [[τραίνο]] [ή το [[λεωφορείο]] ή το τρόλεϊ] κάνει [[στάση]], σταθμεύει. | ||
}} | }} |