μαυλίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - " s.v. " to " s.v. "
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mavlizo
|Transliteration C=mavlizo
|Beta Code=mauli/zw
|Beta Code=mauli/zw
|Definition=v. [[μαστροπεύω]], Hsch. s.v. [[μαστροπός]], Sch. Ar. ''Nu.'' 976.
|Definition=v. [[μαστροπεύω]], Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[μαστροπός]], Sch. Ar. ''Nu.'' 976.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και μαυλάω (ΑM [[μαυλίζω]]) [[[μαύλις]] (Ι)]<br />[[εξωθώ]] στην [[πορνεία]], [[παρασύρω]] στην [[ανηθικότητα]], [[εκμεταλλεύομαι]] [[πόρνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κράζω]] κότες ή άλλα κατοικίδια με ιδιαίτερο [[κράξιμο]] για το καθένα<br /><b>2.</b> [[προσελκύω]] θηράματα με [[μίμηση]] της φωνής τους («σαν τα πουλιά, που τά μαυλίζει ο [[κράχτης]]», Καζαντζ.)<br /><b>3.</b> [[πλανεύω]], [[ξελογιάζω]].
|mltxt=και μαυλάω (ΑM [[μαυλίζω]]) [[[μαύλις]] (Ι)]<br />[[εξωθώ]] στην [[πορνεία]], [[παρασύρω]] στην [[ανηθικότητα]], [[εκμεταλλεύομαι]] [[πόρνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κράζω]] κότες ή άλλα κατοικίδια με ιδιαίτερο [[κράξιμο]] για το καθένα<br /><b>2.</b> [[προσελκύω]] θηράματα με [[μίμηση]] της φωνής τους («σαν τα πουλιά, που τά μαυλίζει ο [[κράχτης]]», Καζαντζ.)<br /><b>3.</b> [[πλανεύω]], [[ξελογιάζω]].
}}
}}