φυλάσσω: Difference between revisions

m
Text replacement - "αῑο" to "αῖο"
mNo edit summary
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[φυλάγω]] και [[φυλάω]] και διαλ. τ. φλά(γ)ω Ν, και αττ. τ. φυλαττω Α [[φύλαξ]], -<i>ακος</i>]<br /><b>1.</b> [[φρουρώ]] (α. «τον φύλαγαν [[πέντε]] σωματοφύλακες» β. «αὕτη φραγμὸς ἡ [[ἀρετὴ]]... ἀσύλητα φυλάττουσα τῆς ψυχῆς τὰ κειμήλια», Νείλ.<br />γ. «πρὸς γὰρ τῇ ἐπάλξει τὴν ἡμέραν κατὰ διαδοχὴν οἱ Ἀθηναῑοι φυλάσσοντες, τὴν δὲ [[νύκτα]] καὶ ξύμπαντες», <b>Θουκ.</b><br />δ. «ἀνίη καὶ τὸ φυλάσσειν πάννυχον ἐγρήσσοντα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προστατεύω]], [[υπερασπίζω]] (α. «ο Θεός να σέ φυλάει» β. «πέμψει δὲ τοι [[οὖρον]] [[ὄπισθεν]] ἀθανάτων ὅς τις σε φυλάσσει τε ῥύεταί τε», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιβλέπω]], [[επιτηρώ]], [[προσέχω]] (α. «προβατάκια φύλαγα» β. «βώτορας ἄνδρας... φυλάσσοντας περὶ μῆλα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ενεδρεύω]], παραφυλάω, [[παραμονεύω]] (α. «τον φύλαξε την ώρα που περνούσε το γεφύρι...» β. «αὐτὸν ἰόντα λοχήσομαι ἠδὲ φυλάξω ἐν πορθμῷ Ἰθάκης», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> (σχετικά με καταστάσεις ή περιστάσεις) [[αναμένω]], [[περιμένω]] να φανεί (α. «φύλαξε την ώρα για να μέ εκδικηθεί» β. «φυλάξας τὴν κυρίην τῶν ἡμερέων ἐμηχανᾶτο τοιάδε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[διατηρώ]], [[διαφυλάσσω]] (α. «φύλαξε τις αρχές της και τις παραδόσεις ώς το [[τέλος]]» β. «τὴν διαλυθεῑσαν θανάτῳ συζυγίαν ἄχραντον φυλάττουσα», Κλήμ. Αλ.<br />γ. «εὐσεβεῑ γνώμᾳ φυλάσσοντες μακάρων τελετάς», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[τηρώ]], [[σέβομαι]], [[μένω]] [[πιστός]] (α. «δεν φύλαξε τον όρκο του [[ούτε]] τη [[συμφωνία]] μας» β. «φυλάξαι νόμους τε καὶ ἐπιτηδεύματα [[πόλεων]]», <b>Πλάτ.</b><br />γ. «ὑμεῑς μάρτυροι [[ἔστε]], φυλάσσετε δ' ὅρκια πιστά», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>8.</b> [[διατηρώ]] [[κάτι]] σε ορισμένη [[κατάσταση]] (α. «σού φύλαξα το [[φαγητό]] ζεστό» β. «ἀκύμαντον φυλάττειν τὸ [[πέλαγος]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>9.</b> [[κρατώ]] στην [[άκρη]], [[συντηρώ]] (α. «φύλαξε μου δύο μερίδες» β. «εἰ μὴ φυλάξεις μίκρ', ἀπολεῑς τὰ μείζονα», Μέν.)<br /><b>10.</b> <b>(μεσοπαθ.)</b> [[φυλάγομαι]] και <i>φυλάσσομαι</i> και <i>φυλάττομαι</i><br />προφυλάσσομαι, [[προσέχω]] (α. «να φυλάγεσαι από τις κακοτοπιές» β. «ταῡτα δὴ ὧν φυλασσόμενος ὁ Ἀστυάγης», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διατηρώ]] [[κάτι]] σε καλή [[κατάσταση]] («τά φυλάγει τα βιβλία του»)<br /><b>2.</b> (η προστ. εν. αορ.) <i>φυλάξου!</i><br />πρόσεχε, [[προσοχή]], έχε τον νου σου<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[παίρνω]] αντισυλληπτικά [[μέτρα]], [[αποφεύγω]] τη [[σύλληψη]] [[κατά]] τη [[συνουσία]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «όποιος φυλάει, φυλάει γι' άλλονε» — ο [[φιλάργυρος]] υποβάλλεται σε στερήσεις και τελικά οι κληρονόμοι του θα βγουν κερδισμένοι<br />β) «όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά» — όποιος παίρνει προφυλάξεις, δεν κινδυνεύει να τά χάσει όλα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραδέχομαι]], [[αποδέχομαι]] («τὴν περὶ τῶν μεγίστων ὁμολογίαν ἡμεῑς μὲν φυλάττομεν οἱ δὲ παραβαίνουσι», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[μελετώ]], [[παρατηρώ]] («μάγους φυλάττοντας τὰ μετέωρα τῶν νεφῶν», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραμένω]], [[κάθομαι]] σε ένα [[σημείο]] («[[τόδε]] [[δῶμα]] φυλάσσοις, ἀθάνατός τ' εἴης», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διατηρώ]] στη [[μνήμη]] μου, [[κρατώ]] στον νού μου («ταῡτα φυλασσόμενοι, βασιλῆες, ἰθύνετε δίκας», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[επιφυλακτικός]], δεν [[αποφασίζω]] («φυλάξομαι, πρὶν ἄν γ' ἴδω τὸ [[πλῆθος]] ὅ, τι βούλεται», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (η μτχ. μεσ. παρακμ.) <i>πεφυλαγμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[επιφυλακτικός]], [[φρόνιμος]].
|mltxt=ΝΜΑ, και [[φυλάγω]] και [[φυλάω]] και διαλ. τ. φλά(γ)ω Ν, και αττ. τ. φυλαττω Α [[φύλαξ]], -<i>ακος</i>]<br /><b>1.</b> [[φρουρώ]] (α. «τον φύλαγαν [[πέντε]] σωματοφύλακες» β. «αὕτη φραγμὸς ἡ [[ἀρετὴ]]... ἀσύλητα φυλάττουσα τῆς ψυχῆς τὰ κειμήλια», Νείλ.<br />γ. «πρὸς γὰρ τῇ ἐπάλξει τὴν ἡμέραν κατὰ διαδοχὴν οἱ Ἀθηναῖοι φυλάσσοντες, τὴν δὲ [[νύκτα]] καὶ ξύμπαντες», <b>Θουκ.</b><br />δ. «ἀνίη καὶ τὸ φυλάσσειν πάννυχον ἐγρήσσοντα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προστατεύω]], [[υπερασπίζω]] (α. «ο Θεός να σέ φυλάει» β. «πέμψει δὲ τοι [[οὖρον]] [[ὄπισθεν]] ἀθανάτων ὅς τις σε φυλάσσει τε ῥύεταί τε», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιβλέπω]], [[επιτηρώ]], [[προσέχω]] (α. «προβατάκια φύλαγα» β. «βώτορας ἄνδρας... φυλάσσοντας περὶ μῆλα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ενεδρεύω]], παραφυλάω, [[παραμονεύω]] (α. «τον φύλαξε την ώρα που περνούσε το γεφύρι...» β. «αὐτὸν ἰόντα λοχήσομαι ἠδὲ φυλάξω ἐν πορθμῷ Ἰθάκης», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> (σχετικά με καταστάσεις ή περιστάσεις) [[αναμένω]], [[περιμένω]] να φανεί (α. «φύλαξε την ώρα για να μέ εκδικηθεί» β. «φυλάξας τὴν κυρίην τῶν ἡμερέων ἐμηχανᾶτο τοιάδε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[διατηρώ]], [[διαφυλάσσω]] (α. «φύλαξε τις αρχές της και τις παραδόσεις ώς το [[τέλος]]» β. «τὴν διαλυθεῑσαν θανάτῳ συζυγίαν ἄχραντον φυλάττουσα», Κλήμ. Αλ.<br />γ. «εὐσεβεῑ γνώμᾳ φυλάσσοντες μακάρων τελετάς», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[τηρώ]], [[σέβομαι]], [[μένω]] [[πιστός]] (α. «δεν φύλαξε τον όρκο του [[ούτε]] τη [[συμφωνία]] μας» β. «φυλάξαι νόμους τε καὶ ἐπιτηδεύματα [[πόλεων]]», <b>Πλάτ.</b><br />γ. «ὑμεῑς μάρτυροι [[ἔστε]], φυλάσσετε δ' ὅρκια πιστά», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>8.</b> [[διατηρώ]] [[κάτι]] σε ορισμένη [[κατάσταση]] (α. «σού φύλαξα το [[φαγητό]] ζεστό» β. «ἀκύμαντον φυλάττειν τὸ [[πέλαγος]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>9.</b> [[κρατώ]] στην [[άκρη]], [[συντηρώ]] (α. «φύλαξε μου δύο μερίδες» β. «εἰ μὴ φυλάξεις μίκρ', ἀπολεῑς τὰ μείζονα», Μέν.)<br /><b>10.</b> <b>(μεσοπαθ.)</b> [[φυλάγομαι]] και <i>φυλάσσομαι</i> και <i>φυλάττομαι</i><br />προφυλάσσομαι, [[προσέχω]] (α. «να φυλάγεσαι από τις κακοτοπιές» β. «ταῡτα δὴ ὧν φυλασσόμενος ὁ Ἀστυάγης», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διατηρώ]] [[κάτι]] σε καλή [[κατάσταση]] («τά φυλάγει τα βιβλία του»)<br /><b>2.</b> (η προστ. εν. αορ.) <i>φυλάξου!</i><br />πρόσεχε, [[προσοχή]], έχε τον νου σου<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[παίρνω]] αντισυλληπτικά [[μέτρα]], [[αποφεύγω]] τη [[σύλληψη]] [[κατά]] τη [[συνουσία]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «όποιος φυλάει, φυλάει γι' άλλονε» — ο [[φιλάργυρος]] υποβάλλεται σε στερήσεις και τελικά οι κληρονόμοι του θα βγουν κερδισμένοι<br />β) «όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά» — όποιος παίρνει προφυλάξεις, δεν κινδυνεύει να τά χάσει όλα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραδέχομαι]], [[αποδέχομαι]] («τὴν περὶ τῶν μεγίστων ὁμολογίαν ἡμεῑς μὲν φυλάττομεν οἱ δὲ παραβαίνουσι», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[μελετώ]], [[παρατηρώ]] («μάγους φυλάττοντας τὰ μετέωρα τῶν νεφῶν», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραμένω]], [[κάθομαι]] σε ένα [[σημείο]] («[[τόδε]] [[δῶμα]] φυλάσσοις, ἀθάνατός τ' εἴης», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διατηρώ]] στη [[μνήμη]] μου, [[κρατώ]] στον νού μου («ταῡτα φυλασσόμενοι, βασιλῆες, ἰθύνετε δίκας», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[επιφυλακτικός]], δεν [[αποφασίζω]] («φυλάξομαι, πρὶν ἄν γ' ἴδω τὸ [[πλῆθος]] ὅ, τι βούλεται», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (η μτχ. μεσ. παρακμ.) <i>πεφυλαγμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[επιφυλακτικός]], [[φρόνιμος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm