λήιον: Difference between revisions

No change in size ,  14 March 2021
m
Text replacement - "αῑο" to "αῖο"
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λήϊον]], δωρ. τ. λᾷιον και λαῑον, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> αθέριστοι καρποί του αγρού, [[χωράφι]] [[πριν]] από τον θερισμό, [[σπαρτά]] στην [[ακμή]] τους έτοιμα για θερισμό («ἐσθίουσι τοῦ σίτου τὸ [[λήϊον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αγρός]] σπαρμένος με [[σιτάρι]]<br /><b>3.</b> η [[λεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λᾱFιον</i> «[[κέρδος]], [[προϊόν]]». Η λ. συνδέεται ετυμολογικώς με τα [[απολαύω]] και [[λεία]] (ιων. τ. [[ληΐη]])].
|mltxt=[[λήϊον]], δωρ. τ. λᾷιον και λαῖον, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> αθέριστοι καρποί του αγρού, [[χωράφι]] [[πριν]] από τον θερισμό, [[σπαρτά]] στην [[ακμή]] τους έτοιμα για θερισμό («ἐσθίουσι τοῦ σίτου τὸ [[λήϊον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αγρός]] σπαρμένος με [[σιτάρι]]<br /><b>3.</b> η [[λεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λᾱFιον</i> «[[κέρδος]], [[προϊόν]]». Η λ. συνδέεται ετυμολογικώς με τα [[απολαύω]] και [[λεία]] (ιων. τ. [[ληΐη]])].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λήιον]], δοριξ [[λαῖον]], ου, τό,<br /><b class="num">1.</b> a [[crop]], Lat. [[seges]], ὡς δ' ὅτε κινήσῃ [[Ζέφυρος]] βαθὺ [[λήιον]] Il.; so Hes., Hdt.<br /><b class="num">2.</b> a [[corn]]-[[field]], [[field]], Theocr., Babr.
|mdlsjtxt=[[λήιον]], δοριξ [[λαῖον]], ου, τό,<br /><b class="num">1.</b> a [[crop]], Lat. [[seges]], ὡς δ' ὅτε κινήσῃ [[Ζέφυρος]] βαθὺ [[λήιον]] Il.; so Hes., Hdt.<br /><b class="num">2.</b> a [[corn]]-[[field]], [[field]], Theocr., Babr.
}}
}}