ἀρχαῖος: Difference between revisions

m
Text replacement - "αῑο" to "αῖο"
m (Text replacement - "prov." to "prov.")
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ἀρχαῑος</b> (comp. ἀρχαιέστερον) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[ancient]], of [[ancient]] times γνῶναί τ' ἔπειτ [[ἀρχαῖον]] [[ὄνειδος]] εἰ φεύγομεν, Βοιωτίαν ὗν (O. 6.89) ἀρχαίῳ σάματι (O. 10.24) “ἀρχαίαν κομίζων πατρὸς [[ἐμοῦ]] τιμάν” (ἀρχὰν ἀγκομίζων coni. Chaeris) (P. 4.106) [[ἀρχαῖον]] ὀτρύνων λόγον (N. 1.34) ἀρχαῖαι δ' ἀρεταὶ ἀμφέροντ ἀλλασσόμεναι γενεαῖς [[ἀνδρῶν]] [[σθένος]] (N. 11.37) [[νῦν]] δ' [[αὖτις]] ἀρχαίας ἐπέβασε Πότμος συγγενὴς εὐαμερίας (I. 1.39) [μὴ πρὸς ἅπαντας ἀναρρῆξαι τὸν [[ἀρχαῖον]] λόγον (codd.: ἀχρεῖον Boeckh, edd. vulg.) fr. 180. 1.] πατρίδ' ἀρχαίαν fr. 215. 6.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> in [[ancient]] times, of [[old]] πολλὰ δ' ἐν καρδίαις [[ἀνδρῶν]] [[ἔβαλον]] ὧραι πολυάνθεμοι ἀρχαῖα σοφίσμαθ (O. 13.17) τὸν δ' ἐν Οὐλύμπῳ φάτναι Ζηνὸς ἀρχαῖαι δέκονται (O. 13.92) Θέμιν Μοῖραι [[ἆγον]] Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν σωτῆρος ἀρχαίαν ἄλοχον Διὸς [[ἔμμεν]] fr. 30. 5.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> ἀρχαιέστερον fr. 45.
|sltr=<b>ἀρχαῖος</b> (comp. ἀρχαιέστερον) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[ancient]], of [[ancient]] times γνῶναί τ' ἔπειτ [[ἀρχαῖον]] [[ὄνειδος]] εἰ φεύγομεν, Βοιωτίαν ὗν (O. 6.89) ἀρχαίῳ σάματι (O. 10.24) “ἀρχαίαν κομίζων πατρὸς [[ἐμοῦ]] τιμάν” (ἀρχὰν ἀγκομίζων coni. Chaeris) (P. 4.106) [[ἀρχαῖον]] ὀτρύνων λόγον (N. 1.34) ἀρχαῖαι δ' ἀρεταὶ ἀμφέροντ ἀλλασσόμεναι γενεαῖς [[ἀνδρῶν]] [[σθένος]] (N. 11.37) [[νῦν]] δ' [[αὖτις]] ἀρχαίας ἐπέβασε Πότμος συγγενὴς εὐαμερίας (I. 1.39) [μὴ πρὸς ἅπαντας ἀναρρῆξαι τὸν [[ἀρχαῖον]] λόγον (codd.: ἀχρεῖον Boeckh, edd. vulg.) fr. 180. 1.] πατρίδ' ἀρχαίαν fr. 215. 6.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> in [[ancient]] times, of [[old]] πολλὰ δ' ἐν καρδίαις [[ἀνδρῶν]] [[ἔβαλον]] ὧραι πολυάνθεμοι ἀρχαῖα σοφίσμαθ (O. 13.17) τὸν δ' ἐν Οὐλύμπῳ φάτναι Ζηνὸς ἀρχαῖαι δέκονται (O. 13.92) Θέμιν Μοῖραι [[ἆγον]] Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν σωτῆρος ἀρχαίαν ἄλοχον Διὸς [[ἔμμεν]] fr. 30. 5.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> ἀρχαιέστερον fr. 45.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM ἀρχαῑος, -α, -ον)<br /><b>1.</b> ο [[παλαιός]], αυτός που υπήρχε στο μακρινό [[παρελθόν]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που εξακολουθεί να υπάρχει από την αρχαία [[εποχή]] [[μέχρι]] [[σήμερα]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει παλιώσει, ο ξεπερασμένος, ο απαρχαιωμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ως ουσ.</b> Ι. <i>οι αρχαίοι</i><br />αυτοί που έζησαν την αρχαία [[εποχή]]<br />II. <i>τα αρχαία</i><br /><b>1.</b> τα μνημεία της αρχαιότητας<br /><b>2.</b> το [[μάθημα]] των Αρχαίων Ελληνικών<br /><b>μσν.</b><br /><b>ως ουσ.</b> <i>ἡ ἀρχαίη</i><br />η [[αρχή]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. ο [[απλοϊκός]] ή ο [[ανόητος]]<br /><b>2.</b> ο προηγούμενος, αυτός δηλ. που υπήρχε [[προηγουμένως]]<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> α) <i>οἱ ἀρχαῑοι</i><br />οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι (<b>Αριστοτ.</b>) [[είτε]] οι παλαιοί Πατέρες, οι Πατριάρχες ή οι Προφήτες (ΚΔ)<br />β) (για χρήματα) <i>τὸ ἀρχαῑον</i><br />η αρχική [[τιμή]]<br /><i>τὰ ἀρχαῑα</i><br />το [[κεφάλαιο]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ἀρχαίως</i> ή <i>τὸ ἀρχαῑον</i><br /><b>1.</b> σε αρχαίους χρόνους<br /><b>2.</b> σε αρχαίο ή σε παραδοσιακό ύφος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αρχή]] «[[έναρξη]]». Η λ. [[αρχαίος]], άγνωστη στον Όμηρο, απαντά [[κυρίως]] στην Ιωνική-Αττική με αρχική [[σημασία]] «ο [[πρωταρχικός]]», διακρίνεται δε από το [[παλαιός]], που χρησιμοποιείται για να δηλώσει «τον ηλικιωμένο, τον γέρο».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αρχαΐζω]], [[αρχαϊκός]], [[αρχαιότητα]] (-<i>ότης</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (α' συνθετικό) [[αρχαιολογία]], [[αρχαιοπινής]], [[αρχαιοπρεπής]], [[αρχαιότροπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρχαιόγονος]], [[αρχαιοειδής]], [[αρχαιολογώ]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αρχαιολόγος]], [[αρχαιοπαράδοτος]], [[αρχαιοφανής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρχαιογνωσία]], [[αρχαιογνώστης]], [[αρχαιοδίφης]]» [[αρχαιοθήκη]], [[αρχαιοκάπηλος]], [[αρχαιοκλόπος]], [[αρχαιολατρεία]], [[αρχαιολάτρης]], [[αρχαιομάθεια]], [[αρχαιομαθής]], [[αρχαιομανής]], [[αρχαιοπώλης]], [[αρχαιοσυλλέκτης]], [[αρχαιόσυλος]], [[αρχαιόφιλος]], [[αρχαιοφύλακας]]<br />(β' συνθετικό) [[φιλάρχαιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πανάρχαιος]], [[υπεραρχαίος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ισάρχαιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πανάρχαιος]].
|mltxt=-α, -ο (AM ἀρχαῖος, -α, -ον)<br /><b>1.</b> ο [[παλαιός]], αυτός που υπήρχε στο μακρινό [[παρελθόν]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που εξακολουθεί να υπάρχει από την αρχαία [[εποχή]] [[μέχρι]] [[σήμερα]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει παλιώσει, ο ξεπερασμένος, ο απαρχαιωμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ως ουσ.</b> Ι. <i>οι αρχαίοι</i><br />αυτοί που έζησαν την αρχαία [[εποχή]]<br />II. <i>τα αρχαία</i><br /><b>1.</b> τα μνημεία της αρχαιότητας<br /><b>2.</b> το [[μάθημα]] των Αρχαίων Ελληνικών<br /><b>μσν.</b><br /><b>ως ουσ.</b> <i>ἡ ἀρχαίη</i><br />η [[αρχή]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. ο [[απλοϊκός]] ή ο [[ανόητος]]<br /><b>2.</b> ο προηγούμενος, αυτός δηλ. που υπήρχε [[προηγουμένως]]<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> α) <i>οἱ ἀρχαῖοι</i><br />οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι (<b>Αριστοτ.</b>) [[είτε]] οι παλαιοί Πατέρες, οι Πατριάρχες ή οι Προφήτες (ΚΔ)<br />β) (για χρήματα) <i>τὸ ἀρχαῖον</i><br />η αρχική [[τιμή]]<br /><i>τὰ ἀρχαῑα</i><br />το [[κεφάλαιο]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ἀρχαίως</i> ή <i>τὸ ἀρχαῖον</i><br /><b>1.</b> σε αρχαίους χρόνους<br /><b>2.</b> σε αρχαίο ή σε παραδοσιακό ύφος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αρχή]] «[[έναρξη]]». Η λ. [[αρχαίος]], άγνωστη στον Όμηρο, απαντά [[κυρίως]] στην Ιωνική-Αττική με αρχική [[σημασία]] «ο [[πρωταρχικός]]», διακρίνεται δε από το [[παλαιός]], που χρησιμοποιείται για να δηλώσει «τον ηλικιωμένο, τον γέρο».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αρχαΐζω]], [[αρχαϊκός]], [[αρχαιότητα]] (-<i>ότης</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (α' συνθετικό) [[αρχαιολογία]], [[αρχαιοπινής]], [[αρχαιοπρεπής]], [[αρχαιότροπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρχαιόγονος]], [[αρχαιοειδής]], [[αρχαιολογώ]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αρχαιολόγος]], [[αρχαιοπαράδοτος]], [[αρχαιοφανής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρχαιογνωσία]], [[αρχαιογνώστης]], [[αρχαιοδίφης]]» [[αρχαιοθήκη]], [[αρχαιοκάπηλος]], [[αρχαιοκλόπος]], [[αρχαιολατρεία]], [[αρχαιολάτρης]], [[αρχαιομάθεια]], [[αρχαιομαθής]], [[αρχαιομανής]], [[αρχαιοπώλης]], [[αρχαιοσυλλέκτης]], [[αρχαιόσυλος]], [[αρχαιόφιλος]], [[αρχαιοφύλακας]]<br />(β' συνθετικό) [[φιλάρχαιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πανάρχαιος]], [[υπεραρχαίος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ισάρχαιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πανάρχαιος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm