3,276,318
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / χυδαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που μιλάει ή συμπεριφέρεται [[χωρίς]] [[ευγένεια]], με [[προστυχιά]], [[βάναυσος]], [[αγροίκος]] (α. «[[χυδαίος]] [[άνθρωπος]]» β. «[[πολλά]] ὁ [[νόμος]] τῷ χυδαίῳ συνεχώρησεν», Πορφ.<br />γ. «τῆς τῶν χυδαίων ἀπειρίας», Φίλ.)<br /><b>2.</b> (για [[λόγια]] και πράξεις) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε άνθρωπο αμόρφωτο και ακαλλιέργητο, [[αναξιοπρεπής]], [[πρόστυχος]], [[απρεπής]] (α. «χυδαία [[έκφραση]]» β. «χυδαία [[συμπεριφορά]]» γ. | |mltxt=-α, -ο / χυδαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που μιλάει ή συμπεριφέρεται [[χωρίς]] [[ευγένεια]], με [[προστυχιά]], [[βάναυσος]], [[αγροίκος]] (α. «[[χυδαίος]] [[άνθρωπος]]» β. «[[πολλά]] ὁ [[νόμος]] τῷ χυδαίῳ συνεχώρησεν», Πορφ.<br />γ. «τῆς τῶν χυδαίων ἀπειρίας», Φίλ.)<br /><b>2.</b> (για [[λόγια]] και πράξεις) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε άνθρωπο αμόρφωτο και ακαλλιέργητο, [[αναξιοπρεπής]], [[πρόστυχος]], [[απρεπής]] (α. «χυδαία [[έκφραση]]» β. «χυδαία [[συμπεριφορά]]» γ. «χυδαῖα καὶ φαῡλα», Φιλόδ.<br />δ. «τῆς χυδαίου καὶ πανδήμου λαλιᾱς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «χυδαία [[γλώσσα]]»<br />(παλαιότερα) ([[κατά]] τους αρχαϊστές ή τους καθαρευουσιάνους) η [[δημοτική]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χυδαῑον</i><br />[[κοινοτοπία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πολυπληθής]], [[πολυάριθμος]] («οἱ δὲ υἱοὶ Ἰσραὴλ ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησαν καὶ χυδαῑοι ἐγένοντο», ΠΔ)<br /><b>2.</b> κατασκευασμένος από ανάμικτα υλικά, [[κοινός]], [[ευτελής]] (α. «χυδαῑοι στέφανοι», <b>Αθήν.</b><br />β. «[[ξύλον]] τὸ τυχὸν ἢ λίθον ἐπιβαλεῑν χυδαῑον», <b>Πλούτ.</b><br />γ. «τὸν χυδαῑον [[οἶνον]] καρηβαρίτην ἔλεγον», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χυδαίως]] ΝΜΑ, και <i>χυδαία</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[χυδαιότητα]], πρόστυχα, απρεπώς<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με τρόπο που προκαλεί ή που δείχνει [[σύγχυση]] («[[χυδαίως]] ὀνομασθὲν καὶ κακῶς νοηθέν», Βασ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χύδην]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χῠδαῖος:'''<br /><b class="num">1)</b> простой, обыкновенный ([[λίθος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> всеобщий (χ. καὶ [[πάνδημος]] [[λαλιά]] Polyb.). | |elrutext='''χῠδαῖος:'''<br /><b class="num">1)</b> простой, обыкновенный ([[λίθος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> всеобщий (χ. καὶ [[πάνδημος]] [[λαλιά]] Polyb.). | ||
}} | }} |