ομιλώ: Difference between revisions

No change in size ,  25 March 2021
m
Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς "
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ ὁμιλῶ, -έω)<br /><b>1.</b> εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο<br /><b>2.</b> [[γνωρίζω]] μια [[γλώσσα]] και τή [[χρησιμοποιώ]] με [[ευχέρεια]] («ὁμιλεῑν [[ἑβραϊστί]]», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>3.</b> [[απευθύνω]] τον λόγο σε κάποιον («μην ομιλείτε στον οδηγό»)<br /><b>4.</b> [[συζητώ]], [[συνδιαλέγομαι]] («καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς ἀλλήλους», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκφωνώ]] λόγο («[[αύριο]] θα μιλήσει σε [[συγκέντρωση]] ο [[αρχηγός]] του [[κόμματος]]»<br /><b>2.</b> (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) η [[ομιλουμένη]]<br />η λαλούμενη [[γλώσσα]], η [[καθομιλουμένη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συναναστρέφομαι]] κάποιον («κακοῑς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ [[κακός]]», γνωμ.)<br /><b>2.</b> συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι<br /><b>3.</b> [[συνάπτω]] [[μάχη]], συμπλέκομαι, [[συγκρούομαι]]<br /><b>4.</b> σχετίζομαι κοινωνικά ή [[πολιτικά]], [[συνάπτω]] σχέσεις («ταῡτα... κακοῑς ὁμιλῶν διδάσκεται... Ξέρξης», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[παρακολουθώ]] τα μαθήματα δασκάλου, [[είμαι]] [[μαθητής]]<br /><b>6.</b> έχω ασχοληθεί με [[κάτι]] και το [[γνωρίζω]] («τῶν κἂν ἐπ' ἐλάχιστον τῇ Ὁμήρου ποιήσει ὁμιληκότων», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>7.</b> επιτηδεύομαι, [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]] («[[φιλοσοφία]] ὁμιλεῑν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>8.</b> συνουσιάζομαι<br /><b>9.</b> [[υφίσταμαι]], [[αντιμετωπίζω]] (α. «ποίαις ὁμιλήσει τύχαις», <b>Πίνδ.</b><br />β. «πλαγίαις φρένεσσιν [[ὄλβος]] οὐ [[πάντα]] χρόνον ὁμιλεῑ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>10.</b> προσαρμόζομαι («ὁμιλεῑ ὁ [[βραχίων]] τῷ κοίλῳ τῆς ὠμοπλάτης [[πλάγιος]]», Ιπποκρ.)<br /><b>11.</b> (για [[έμπλαστρο]]) [[εφάπτομαι]] τέλεια<br /><b>12.</b> [[συμπεριφέρομαι]] σε κάποιον με τον έναν ή με τον [[άλλο]] τρόπο («τοὺς τοῑς σπουδαίοις τῶν ἀνδρῶν [[καλῶς]] ὁμιλοῡντας», Ισοκρ.)<br /><b>13.</b> [[επισκέπτομαι]] κάποιον [[τόπο]] («διαβάντες τὸν Ἅλυν... ὡμίλησαν τῇ Φρυγίῃ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>14.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επιθ.) <i>ὡμιλημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />αυτός που [[είναι]] σε γλωσσική [[χρήση]]<br /><b>15.</b> <b>φρ.</b> α) «τὰ ὁμιλούμενα τῶν χωρίων» — οι πολυσύχναστοι τόποι<br />β) «ἐκτὸς ὁμιλεῑ» — παραφρονεί (<b>Σοφ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>όμιλος</i>].
|mltxt=(ΑΜ ὁμιλῶ, -έω)<br /><b>1.</b> εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο<br /><b>2.</b> [[γνωρίζω]] μια [[γλώσσα]] και τή [[χρησιμοποιώ]] με [[ευχέρεια]] («ὁμιλεῑν [[ἑβραϊστί]]», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>3.</b> [[απευθύνω]] τον λόγο σε κάποιον («μην ομιλείτε στον οδηγό»)<br /><b>4.</b> [[συζητώ]], [[συνδιαλέγομαι]] («καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς ἀλλήλους», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκφωνώ]] λόγο («[[αύριο]] θα μιλήσει σε [[συγκέντρωση]] ο [[αρχηγός]] του [[κόμματος]]»<br /><b>2.</b> (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) η [[ομιλουμένη]]<br />η λαλούμενη [[γλώσσα]], η [[καθομιλουμένη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συναναστρέφομαι]] κάποιον («κακοῑς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ [[κακός]]», γνωμ.)<br /><b>2.</b> συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι<br /><b>3.</b> [[συνάπτω]] [[μάχη]], συμπλέκομαι, [[συγκρούομαι]]<br /><b>4.</b> σχετίζομαι κοινωνικά ή [[πολιτικά]], [[συνάπτω]] σχέσεις («ταῡτα... κακοῑς ὁμιλῶν διδάσκεται... Ξέρξης», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[παρακολουθώ]] τα μαθήματα δασκάλου, [[είμαι]] [[μαθητής]]<br /><b>6.</b> έχω ασχοληθεί με [[κάτι]] και το [[γνωρίζω]] («τῶν κἂν ἐπ' ἐλάχιστον τῇ Ὁμήρου ποιήσει ὁμιληκότων», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>7.</b> επιτηδεύομαι, [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]] («[[φιλοσοφία]] ὁμιλεῑν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>8.</b> συνουσιάζομαι<br /><b>9.</b> [[υφίσταμαι]], [[αντιμετωπίζω]] (α. «ποίαις ὁμιλήσει τύχαις», <b>Πίνδ.</b><br />β. «πλαγίαις φρένεσσιν [[ὄλβος]] οὐ [[πάντα]] χρόνον ὁμιλεῑ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>10.</b> προσαρμόζομαι («ὁμιλεῑ ὁ [[βραχίων]] τῷ κοίλῳ τῆς ὠμοπλάτης [[πλάγιος]]», Ιπποκρ.)<br /><b>11.</b> (για [[έμπλαστρο]]) [[εφάπτομαι]] τέλεια<br /><b>12.</b> [[συμπεριφέρομαι]] σε κάποιον με τον έναν ή με τον [[άλλο]] τρόπο («τοὺς τοῖς σπουδαίοις τῶν ἀνδρῶν [[καλῶς]] ὁμιλοῡντας», Ισοκρ.)<br /><b>13.</b> [[επισκέπτομαι]] κάποιον [[τόπο]] («διαβάντες τὸν Ἅλυν... ὡμίλησαν τῇ Φρυγίῃ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>14.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επιθ.) <i>ὡμιλημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />αυτός που [[είναι]] σε γλωσσική [[χρήση]]<br /><b>15.</b> <b>φρ.</b> α) «τὰ ὁμιλούμενα τῶν χωρίων» — οι πολυσύχναστοι τόποι<br />β) «ἐκτὸς ὁμιλεῑ» — παραφρονεί (<b>Σοφ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>όμιλος</i>].
}}
}}