σφηνώνω: Difference between revisions

m
Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς "
(40)
 
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=σφηνῶ, -όω, ΝΜΑ [[σφήν]], -<i>ηνός</i>]<br />[[μπήγω]] [[σφήνα]], [[στερεώνω]] με [[σφήνα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παρεμβάλλω]] [[κάτι]] [[σφιχτά]] [[μεταξύ]] άλλων<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[κλείνω]] ερμητικά («το [[παράθυρο]] σφήνωσε από την [[υγρασία]]»)<br />β) [[παθαίνω]] [[εμπλοκή]] («το [[έμβολο]] σφήνωσε και δεν βγαίνει»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε [[κάτι]] [[σχήμα]] σφήνας, [[κάνω]] [[κάτι]] σφηνοειδές<br /><b>2.</b> [[φράζω]], [[βουλλώνω]] («τὰ τρήματα τῆς χύτρας σφηνοῡσι τοῑς σπόγγοις», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>σφηνοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />μπήγομαι σαν [[σφήνα]] («εἰς δὲ τούτου το [[μέσον]] ἐσφήνωτο πτερύγια [[τρία]] ξύλινα βραχέα παντελῶς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διακοσμώ]] [[κάτι]] εμπηγνύοντας στολίδια («[[κλίνη]] ἦν [[μεγάλη]], ἀπὸ χελώνης Ἰνδικής πεποιημένη, χρυσῷ ἐσφηνωμένη», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> α) [[υφίσταμαι]] [[έμφραξη]] («[[οὗτος]] κληθεὶς ἐπὶ τὸ δεῑπνον και σφηνωθείς, ἀπέθανεν», Σούδ.)<br />β) υποβάλλομαι σε βασανιστήρια («σφηνούμενοι ὑπὸ δεσποτῶν ἢ τυράννων φωνὴν ἀφῆκαν», <b>Πλούτ.</b>)<br />γ) (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ σφηνούμενον</i><br />το [[πράγμα]] στο οποίο τίθεται [[σφήνα]], για να ανοίξει στα δύο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «σφηνοῡμαι τὰς [[κεφαλάς]]» — [[υποφέρω]] από [[κρυολόγημα]] <b>(Κάσσ.)</b>.
|mltxt=σφηνῶ, -όω, ΝΜΑ [[σφήν]], -<i>ηνός</i>]<br />[[μπήγω]] [[σφήνα]], [[στερεώνω]] με [[σφήνα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παρεμβάλλω]] [[κάτι]] [[σφιχτά]] [[μεταξύ]] άλλων<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[κλείνω]] ερμητικά («το [[παράθυρο]] σφήνωσε από την [[υγρασία]]»)<br />β) [[παθαίνω]] [[εμπλοκή]] («το [[έμβολο]] σφήνωσε και δεν βγαίνει»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε [[κάτι]] [[σχήμα]] σφήνας, [[κάνω]] [[κάτι]] σφηνοειδές<br /><b>2.</b> [[φράζω]], [[βουλλώνω]] («τὰ τρήματα τῆς χύτρας σφηνοῡσι τοῖς σπόγγοις», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>σφηνοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />μπήγομαι σαν [[σφήνα]] («εἰς δὲ τούτου το [[μέσον]] ἐσφήνωτο πτερύγια [[τρία]] ξύλινα βραχέα παντελῶς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διακοσμώ]] [[κάτι]] εμπηγνύοντας στολίδια («[[κλίνη]] ἦν [[μεγάλη]], ἀπὸ χελώνης Ἰνδικής πεποιημένη, χρυσῷ ἐσφηνωμένη», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> α) [[υφίσταμαι]] [[έμφραξη]] («[[οὗτος]] κληθεὶς ἐπὶ τὸ δεῑπνον και σφηνωθείς, ἀπέθανεν», Σούδ.)<br />β) υποβάλλομαι σε βασανιστήρια («σφηνούμενοι ὑπὸ δεσποτῶν ἢ τυράννων φωνὴν ἀφῆκαν», <b>Πλούτ.</b>)<br />γ) (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ σφηνούμενον</i><br />το [[πράγμα]] στο οποίο τίθεται [[σφήνα]], για να ανοίξει στα δύο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «σφηνοῡμαι τὰς [[κεφαλάς]]» — [[υποφέρω]] από [[κρυολόγημα]] <b>(Κάσσ.)</b>.
}}
}}