3,271,295
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ίγματος, το, ΝΜΑ [[στηρίζω]]<br /><b>1.</b> [[καθετί]] [[πάνω]] στο οποίο στηρίζεται [[κάτι]], [[μέσο]] στήριξης, [[έρεισμα]] (α. «[[στήριγμα]] της καρέκλας» β. «καί μοι [[χερός]] τις ἐνδότω στηρίγματα, θάκους ἀπήνης ὡς ἂν ἐκλίπω [[καλῶς]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πρόσωπο]] στο οποίο μπορεί να βασιστεί [[κανείς]] για υλική ἡ [[ηθική]] [[βοήθεια]], [[προστάτης]], [[βοηθός]] (α. «ο [[γιος]] της ήταν το μόνο στήριγμά της» β. «ὡς [[στήριγμα]] πιστῶν δεδομένη, Παρθένε», Μηναί.<br />γ. «στηρίγματ' οἴκου, Τραγ. Αδέσπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> μικρό [[τμήμα]] ειδικά διατεθειμένο για την [[υπεράσπιση]] μιας μονάδας πυροβολικού που εκτελεί [[βολή]] [[εναντίον]] του εχθρού<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[ηθική]] [[προστασία]], [[βοήθεια]]<br />β) [[βάση]], [[αρχή]]<br /><b>3.</b> <b>(μυκητ.)</b> καθεμιά από τις [[τέσσερεις]], [[συνήθως]], προεκβολές στην [[κορυφή]] ενός βασιδίου οι οποίες φέρουν στην [[κορυφή]] από ένα βασιδιοσπόριο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[στήριγμα]] διανύσματος»<br /><b>μαθ.</b> η απεριόριστη [[ευθεία]] [[πάνω]] στην οποία φέρεται ένα [[διάνυσμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρακερκίς]]<br /><b>2.</b> η [[στείρα]] του πλοίου<br /><b>3.</b> [[ουρανός]], [[στερέωμα]]<br /><b>4.</b> (με περιληπτ. σημ.) [[ομάδα]] φρουρών, φυλάκων ή υπηρετών που διατελούν σε [[υπηρεσία]] άρχοντα ή δημόσιου ιδρύματος («τὸ λοιπὸν | |mltxt=-ίγματος, το, ΝΜΑ [[στηρίζω]]<br /><b>1.</b> [[καθετί]] [[πάνω]] στο οποίο στηρίζεται [[κάτι]], [[μέσο]] στήριξης, [[έρεισμα]] (α. «[[στήριγμα]] της καρέκλας» β. «καί μοι [[χερός]] τις ἐνδότω στηρίγματα, θάκους ἀπήνης ὡς ἂν ἐκλίπω [[καλῶς]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πρόσωπο]] στο οποίο μπορεί να βασιστεί [[κανείς]] για υλική ἡ [[ηθική]] [[βοήθεια]], [[προστάτης]], [[βοηθός]] (α. «ο [[γιος]] της ήταν το μόνο στήριγμά της» β. «ὡς [[στήριγμα]] πιστῶν δεδομένη, Παρθένε», Μηναί.<br />γ. «στηρίγματ' οἴκου, Τραγ. Αδέσπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> μικρό [[τμήμα]] ειδικά διατεθειμένο για την [[υπεράσπιση]] μιας μονάδας πυροβολικού που εκτελεί [[βολή]] [[εναντίον]] του εχθρού<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[ηθική]] [[προστασία]], [[βοήθεια]]<br />β) [[βάση]], [[αρχή]]<br /><b>3.</b> <b>(μυκητ.)</b> καθεμιά από τις [[τέσσερεις]], [[συνήθως]], προεκβολές στην [[κορυφή]] ενός βασιδίου οι οποίες φέρουν στην [[κορυφή]] από ένα βασιδιοσπόριο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[στήριγμα]] διανύσματος»<br /><b>μαθ.</b> η απεριόριστη [[ευθεία]] [[πάνω]] στην οποία φέρεται ένα [[διάνυσμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρακερκίς]]<br /><b>2.</b> η [[στείρα]] του πλοίου<br /><b>3.</b> [[ουρανός]], [[στερέωμα]]<br /><b>4.</b> (με περιληπτ. σημ.) [[ομάδα]] φρουρών, φυλάκων ή υπηρετών που διατελούν σε [[υπηρεσία]] άρχοντα ή δημόσιου ιδρύματος («τὸ λοιπὸν τοῦ στηρίγματος μετῇρε Ναβουζαρδάν», ΠΔ.)<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ στηρίγματα</i><br />χειρουργικά υποστηρίγματα. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |