ἱππομανής: Difference between revisions

m
Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ "
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2, $3")
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἱππομανής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά υπερβολικά τους ίππους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίθει από ίππους, αυτός που έχει πολλούς ίππους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἱππομανές</i><br />α) (στην Αρκαδία) [[είδος]] φυτού που αγαπούν τα άλογα και που όταν τρώγεται από αυτά τά κάνει άγρια και ατίθασα<br />β) το [[φυτό]] [[κάππαρις]]<br />γ) μικρή μαύρη [[σαρκώδης]] [[ουσία]] που έχει ο [[νεογέννητος]] [[πώλος]] στο [[μέτωπο]] και που, αν τήν έπαιρναν [[πριν]] τή γλείψει η [[φοράδα]] που είχε γεννήσει, χρησίμευε στις μάγισσες ως ισχυρό μαγικό [[φίλτρο]] («[[ὅταν]] τέκῃ ἡ [[ἵππος]]... ἀπεσθίει τοῡ πώλου, ὅ ἐπιφύεται ἐπὶ τοῡ μετώπου τῶν πώλων, ὅ καλεῑται ἱππομανές·... τοῡτο αἱ φαρμακίδες ζητοῡσι καὶ συλλέγουσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br />δ. [[υγρό]] που ρέει από το γεννητικό [[μόριο]] της φοράδας [[κατά]] την ώρα της οχείας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γυναι</i>-<i>μανής</i>, <i>οινο</i>-<i>μανής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[ἱππομανής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά υπερβολικά τους ίππους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίθει από ίππους, αυτός που έχει πολλούς ίππους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἱππομανές</i><br />α) (στην Αρκαδία) [[είδος]] φυτού που αγαπούν τα άλογα και που όταν τρώγεται από αυτά τά κάνει άγρια και ατίθασα<br />β) το [[φυτό]] [[κάππαρις]]<br />γ) μικρή μαύρη [[σαρκώδης]] [[ουσία]] που έχει ο [[νεογέννητος]] [[πώλος]] στο [[μέτωπο]] και που, αν τήν έπαιρναν [[πριν]] τή γλείψει η [[φοράδα]] που είχε γεννήσει, χρησίμευε στις μάγισσες ως ισχυρό μαγικό [[φίλτρο]] («[[ὅταν]] τέκῃ ἡ [[ἵππος]]... ἀπεσθίει τοῦ πώλου, ὅ ἐπιφύεται ἐπὶ τοῦ μετώπου τῶν πώλων, ὅ καλεῑται ἱππομανές·... τοῡτο αἱ φαρμακίδες ζητοῡσι καὶ συλλέγουσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br />δ. [[υγρό]] που ρέει από το γεννητικό [[μόριο]] της φοράδας [[κατά]] την ώρα της οχείας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γυναι</i>-<i>μανής</i>, <i>οινο</i>-<i>μανής</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm