ἔνδοξος: Difference between revisions

m
Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ "
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔνδοξος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει αποκτήσει [[δόξα]], φημισμένος («τὸν ἔνδοξον Λόχον μιμήσατε», «τῶν ἐνδοξοτάτων ποιητῶν»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που περιβάλλεται από [[δόξα]], [[λαμπρός]], [[μεγαλοπρεπής]] («ἡ [[ἔνδοξος]] εἰς Ἅιδου [[κάθοδος]] τοῡ Κυρίου», «ὁ Περικλής... ταφάς τῶν ἀποθανόντων ἐνδόξους ἐποίησε»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(υπερθ. ως [[τιμητικός]] [[τίτλος]]) «εντιμότατε και ενδοξότατε»<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ένδοξη</i><br />αναρριχώμενο [[φυτό]] της οικογένειας τών λειριιδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επίσημος]], διακεκριμένος («ὀλίγοι καὶ ἔνδοξοι ἄνδρες»)<br /><b>2.</b> όποιος τυγχάνει γενικής αποδοχής, ο γενικά [[παραδεκτός]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἔνδοξα</i><br />όσα θεωρούνται αληθινά [[επειδή]] [[είναι]] γενικώς παραδεκτά.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔνδοξος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει αποκτήσει [[δόξα]], φημισμένος («τὸν ἔνδοξον Λόχον μιμήσατε», «τῶν ἐνδοξοτάτων ποιητῶν»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που περιβάλλεται από [[δόξα]], [[λαμπρός]], [[μεγαλοπρεπής]] («ἡ [[ἔνδοξος]] εἰς Ἅιδου [[κάθοδος]] τοῦ Κυρίου», «ὁ Περικλής... ταφάς τῶν ἀποθανόντων ἐνδόξους ἐποίησε»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(υπερθ. ως [[τιμητικός]] [[τίτλος]]) «εντιμότατε και ενδοξότατε»<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ένδοξη</i><br />αναρριχώμενο [[φυτό]] της οικογένειας τών λειριιδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επίσημος]], διακεκριμένος («ὀλίγοι καὶ ἔνδοξοι ἄνδρες»)<br /><b>2.</b> όποιος τυγχάνει γενικής αποδοχής, ο γενικά [[παραδεκτός]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἔνδοξα</i><br />όσα θεωρούνται αληθινά [[επειδή]] [[είναι]] γενικώς παραδεκτά.
}}
}}
{{lsm
{{lsm