3,277,121
edits
(3) |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἀνανέωσις]]) [[ | |mltxt=η (Α [[ἀνανέωσις]]) [[ἀνανεοῦμαι]]<br /><b>1.</b> το να ξαναδίνει [[κανείς]] ισχύ σε [[κάτι]], η εκ νέου [[υπόσταση]]<br /><b>2.</b> [[αναζωογόνηση]], [[ξανάνιωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το να κάνει [[κανείς]] [[κάτι]] και [[πάλι]] καινούργιο, να το παρουσιάζει με βελτιωμένη [[μορφή]], [[επιδιόρθωση]], [[φρεσκάρισμα]]<br /><b>2.</b> [[αντικατάσταση]] πράγματος που πάλιωσε με καινούργιο, [[ανακαίνιση]]<br /><b>3.</b> [[αναδιοργάνωση]], [[αναδιάρθρωση]]<br /><b>4.</b> (για συμβάσεις, γραμμάτια <b>κ.λπ.</b>) [[παράταση]] της διάρκειας ή προθεσμίας<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανάκληση]] στη [[μνήμη]], [[ξαναζωντάνεμα]]. | ||
}} | }} |