μορφώνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι"
(25)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ μορφῶ, -όω, Μ και [[μορφώνω]], Α και μορφῶ, -άω) [[μορφή]]<br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[μορφή]] ή [[σχήμα]] σε [[κάτι]], [[διαμορφώνω]], [[σχηματίζω]] («γυναικῶν σώματα μορφώσαντες καὶ ὁπλίσαντες ὡς ἐς ἄνδρας [[μάλιστα]]», Αιν. Τακτ.)<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>μορφοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i>, <i>μορφώνομαι</i><br />διαπλάσσομαι, σχηματίζομαι [[τελείως]], διαμορφώνομαι («μεμορφωμένα γὰρ εὐθὺς ἐκεῑνα [τὰ ζῶα] ταῡτα δ'ἅμα τῇ γενέσει μορφοῡνται», Θεόφρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[διαμορφώνω]] τον [[ψυχικό]] και πνευματικό κόσμο κάποιου, [[προάγω]] κάποιον πνευματικά και ηθικά, [[εκπαιδεύω]], [[διαπαιδαγωγώ]] («[[σήμερα]] όλοι μορφώνουν τα [[παιδιά]] τους»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μορφώνω]] [[γνώμη]]» — [[σχηματίζω]] [[γνώμη]] («[[πρέπει]] να τον ακούσω [[προτού]] μορφώσω [[γνώμη]]»)<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>μορφωμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i> αυτός που έχει λάβει γενική [[μόρφωση]], που έχει καταρτιστεί πλήρως, [[πεπαιδευμένος]], [[εγγράμματος]] («[[είναι]] πολύ μορφωμένος»)<br /><b>μσν.</b><br />(το μέσ.) <i>μορφοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[κοσμώ]], [[καλλωπίζω]]<br />(μσν-αρχ.) [[μεταβάλλω]], [[μεταμορφώνω]], [[τροποποιώ]], [[μετασχηματίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σχεδιάζω]], [[παριστάνω]], [[απεικονίζω]].
|mltxt=(ΑΜ μορφῶ, -όω, Μ και [[μορφώνω]], Α και μορφῶ, -άω) [[μορφή]]<br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[μορφή]] ή [[σχήμα]] σε [[κάτι]], [[διαμορφώνω]], [[σχηματίζω]] («γυναικῶν σώματα μορφώσαντες καὶ ὁπλίσαντες ὡς ἐς ἄνδρας [[μάλιστα]]», Αιν. Τακτ.)<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>μορφοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i>, <i>μορφώνομαι</i><br />διαπλάσσομαι, σχηματίζομαι [[τελείως]], διαμορφώνομαι («μεμορφωμένα γὰρ εὐθὺς ἐκεῑνα [τὰ ζῶα] ταῡτα δ'ἅμα τῇ γενέσει μορφοῡνται», Θεόφρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[διαμορφώνω]] τον [[ψυχικό]] και πνευματικό κόσμο κάποιου, [[προάγω]] κάποιον πνευματικά και ηθικά, [[εκπαιδεύω]], [[διαπαιδαγωγώ]] («[[σήμερα]] όλοι μορφώνουν τα [[παιδιά]] τους»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μορφώνω]] [[γνώμη]]» — [[σχηματίζω]] [[γνώμη]] («[[πρέπει]] να τον ακούσω [[προτού]] μορφώσω [[γνώμη]]»)<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>μορφωμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i> αυτός που έχει λάβει γενική [[μόρφωση]], που έχει καταρτιστεί πλήρως, [[πεπαιδευμένος]], [[εγγράμματος]] («[[είναι]] πολύ μορφωμένος»)<br /><b>μσν.</b><br />(το μέσ.) <i>μορφοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[κοσμώ]], [[καλλωπίζω]]<br />(μσν-αρχ.) [[μεταβάλλω]], [[μεταμορφώνω]], [[τροποποιώ]], [[μετασχηματίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σχεδιάζω]], [[παριστάνω]], [[απεικονίζω]].
}}
}}