πεῖρα: Difference between revisions

No change in size ,  26 March 2021
m
Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / πεῑρα, ιων. τ. [[πείρη]], αιολ. τ. [[πέρρα]], ΝΜΑ<br />η [[πράξη]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[πειρώμαι]], η [[δοκιμή]], η [[δοκιμασία]], η [[γνώση]] που αποκτήθηκε [[έπειτα]] από [[δοκιμή]] στην [[πράξη]], η [[εμπειρία]] («πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που πέφτει στην [[αντίληψη]] του ανθρώπου και γίνεται [[γνώση]] η οποία συντελεί στην [[αύξηση]] της ικανότητας του γενικά ή ειδικά σε έναν [[κλάδο]] της επιστήμης, συσσωρευμένη [[γνώση]]<br /><b>2.</b> <b>(φιλοσ.)</b> η αισθητηριακή, εμπειρική [[αντανάκλαση]] του εξωτερικού κόσμου στη [[συνείδηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγώνας]], [[μόχθος]] για [[κάτι]] («πεῑρα θανάτου πέρι και ζωᾱς», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσπάθεια]], [[επιχείρηση]], [[τρόπος]], [[μέσο]] για [[κάτι]] («δέδορκά σε πεῑρα τιν' ἐχθρῶν ἁρπάσαι θηρώμενον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[απόπειρα]] για [[εξαπάτηση]] γυναίκας («τὴν μὲν πεῑραν ἰσχυρῶς ἀποτρίψασθαι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «πεῑραν έχω» — δοκιμάζομαι, [[είμαι]] δοκιμασμένος<br />β) «πεῑραν ἔχω τινός» — [[γνωρίζω]] [[κάτι]] [[έπειτα]] από [[δοκιμή]], από [[δοκιμασία]]<br />γ) «πεῑράν τινος [[λαμβάνω]]»<br />i) [[δοκιμάζω]] [[κάτι]]<br />ii) [[αποκτώ]] [[γνώση]] ενός πράγματος με [[δοκιμή]]<br />δ) «πεῑραν δίδωμί τινος» — [[παρέχω]] [[δοκιμή]], δοκιμάζομαι σε [[κάτι]]<br />ε) «πεῑραν ποιοῡμαι» ή «πείραν [[καθίημι]]» ή «πεῑραν [[δέχομαι]]», [[δοκιμάζω]]<br />στ) «ταῑς πείραις [[βασανίζω]]» — [[ελέγχω]] με [[δοκιμή]], με [[δοκιμασία]]<br />ζ) «ἀπό πείρης» — με [[δοκιμή]], με [[πείραμα]]<br />η) «διὰ πείρας [[ἔρχομαι]]» — [[περνώ]] από [[δοκιμασία]], δοκιμάζομαι<br />θ) «ἀποδοκιμάζομαι διὰ τῆς πείρας» — απορρίπτομαι [[έπειτα]] από [[δοκιμή]]<br />ι) «ἐν [[πείρα]] τινος [[γίγνομαι]]» — [[γνωρίζω]] από [[δοκιμή]], από [[δοκιμασία]], [[κάτι]] ή κάποιον<br />ια) «ἀκοῆς [[κρείσσων]] ἐς πεῑραν ἔρχεται»<br />[η [[πολιτεία]]] δοκιμαζόμενη αποδεικνύεται ανώτερη από τη [[φήμη]] της (<b>Αριστοτ.</b>)<br />ιβ) «ἐπὶ πείρᾳ» — με [[δοκιμή]], [[κατόπιν]] δοκιμής<br />ιγ) «πεῑραν ἀφορμῶ» — [[εξέρχομαι]] για κάποια [[επιχείρηση]] (<b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πεῖρα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>per</i>-<i>ya</i>, με [[επίθημα]] <i>ja</i>, <b>πρβλ.</b> [[μοίρα]]) ανάγεται σε IE <i>per</i>- «[[προσπαθώ]], [[δοκιμάζω]], ρισκάρω, [[κίνδυνος]]» με ποικίλες σημ. και συνδέεται με τα λατ.: <i>periculum</i> «[[κίνδυνος]]», <i>ex</i>-<i>perior</i> «[[λαμβάνω]] [[πείρα]]» (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>experience</i>). Αρχική σημ. της λ. θα μπορούσε να θεωρηθεί το [[βάδισμα]] [[προς]] τα [[εμπρός]], η [[προώθηση]], η [[διείσδυση]], η [[διάτρηση]] (<b>πρβλ.</b> [[πείρω]], [[πέρνημι]]), από όπου και οι σημ. τών παράγωγων ρημάτων <i>περῶμαι</i> «επιτίθεμαι, [[πειρατεύω]]» με στρατιωτική σημ. και [[πειράζω]] «[[παρασύρω]], [[δελεάζω]], [[θίγω]], [[ανασκαλεύω]]» και, εις [[βάρος]] γυναίκας, «[[ενοχλώ]], [[προσπαθώ]] να αποπλανήσω»].
|mltxt=η / πεῑρα, ιων. τ. [[πείρη]], αιολ. τ. [[πέρρα]], ΝΜΑ<br />η [[πράξη]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[πειρώμαι]], η [[δοκιμή]], η [[δοκιμασία]], η [[γνώση]] που αποκτήθηκε [[έπειτα]] από [[δοκιμή]] στην [[πράξη]], η [[εμπειρία]] («πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που πέφτει στην [[αντίληψη]] του ανθρώπου και γίνεται [[γνώση]] η οποία συντελεί στην [[αύξηση]] της ικανότητας του γενικά ή ειδικά σε έναν [[κλάδο]] της επιστήμης, συσσωρευμένη [[γνώση]]<br /><b>2.</b> <b>(φιλοσ.)</b> η αισθητηριακή, εμπειρική [[αντανάκλαση]] του εξωτερικού κόσμου στη [[συνείδηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγώνας]], [[μόχθος]] για [[κάτι]] («πεῑρα θανάτου πέρι και ζωᾱς», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσπάθεια]], [[επιχείρηση]], [[τρόπος]], [[μέσο]] για [[κάτι]] («δέδορκά σε πεῑρα τιν' ἐχθρῶν ἁρπάσαι θηρώμενον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[απόπειρα]] για [[εξαπάτηση]] γυναίκας («τὴν μὲν πεῑραν ἰσχυρῶς ἀποτρίψασθαι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «πεῑραν έχω» — δοκιμάζομαι, [[είμαι]] δοκιμασμένος<br />β) «πεῑραν ἔχω τινός» — [[γνωρίζω]] [[κάτι]] [[έπειτα]] από [[δοκιμή]], από [[δοκιμασία]]<br />γ) «πεῑράν τινος [[λαμβάνω]]»<br />i) [[δοκιμάζω]] [[κάτι]]<br />ii) [[αποκτώ]] [[γνώση]] ενός πράγματος με [[δοκιμή]]<br />δ) «πεῑραν δίδωμί τινος» — [[παρέχω]] [[δοκιμή]], δοκιμάζομαι σε [[κάτι]]<br />ε) «πεῑραν ποιοῦμαι» ή «πείραν [[καθίημι]]» ή «πεῑραν [[δέχομαι]]», [[δοκιμάζω]]<br />στ) «ταῑς πείραις [[βασανίζω]]» — [[ελέγχω]] με [[δοκιμή]], με [[δοκιμασία]]<br />ζ) «ἀπό πείρης» — με [[δοκιμή]], με [[πείραμα]]<br />η) «διὰ πείρας [[ἔρχομαι]]» — [[περνώ]] από [[δοκιμασία]], δοκιμάζομαι<br />θ) «ἀποδοκιμάζομαι διὰ τῆς πείρας» — απορρίπτομαι [[έπειτα]] από [[δοκιμή]]<br />ι) «ἐν [[πείρα]] τινος [[γίγνομαι]]» — [[γνωρίζω]] από [[δοκιμή]], από [[δοκιμασία]], [[κάτι]] ή κάποιον<br />ια) «ἀκοῆς [[κρείσσων]] ἐς πεῑραν ἔρχεται»<br />[η [[πολιτεία]]] δοκιμαζόμενη αποδεικνύεται ανώτερη από τη [[φήμη]] της (<b>Αριστοτ.</b>)<br />ιβ) «ἐπὶ πείρᾳ» — με [[δοκιμή]], [[κατόπιν]] δοκιμής<br />ιγ) «πεῑραν ἀφορμῶ» — [[εξέρχομαι]] για κάποια [[επιχείρηση]] (<b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πεῖρα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>per</i>-<i>ya</i>, με [[επίθημα]] <i>ja</i>, <b>πρβλ.</b> [[μοίρα]]) ανάγεται σε IE <i>per</i>- «[[προσπαθώ]], [[δοκιμάζω]], ρισκάρω, [[κίνδυνος]]» με ποικίλες σημ. και συνδέεται με τα λατ.: <i>periculum</i> «[[κίνδυνος]]», <i>ex</i>-<i>perior</i> «[[λαμβάνω]] [[πείρα]]» (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>experience</i>). Αρχική σημ. της λ. θα μπορούσε να θεωρηθεί το [[βάδισμα]] [[προς]] τα [[εμπρός]], η [[προώθηση]], η [[διείσδυση]], η [[διάτρηση]] (<b>πρβλ.</b> [[πείρω]], [[πέρνημι]]), από όπου και οι σημ. τών παράγωγων ρημάτων <i>περῶμαι</i> «επιτίθεμαι, [[πειρατεύω]]» με στρατιωτική σημ. και [[πειράζω]] «[[παρασύρω]], [[δελεάζω]], [[θίγω]], [[ανασκαλεύω]]» και, εις [[βάρος]] γυναίκας, «[[ενοχλώ]], [[προσπαθώ]] να αποπλανήσω»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm