3,274,919
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "οῡται" to "οῦται") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και μεσιάζω και μισάζω και μισιάζω (ΑM [[μεσάζω]]) [[μέσος]]<br />[[διαιρώ]] [[κάτι]] στη [[μέση]], [[διχοτομώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καταναλώνω]] τη μισή [[ποσότητα]] από [[κάτι]] («το μεσάσαμε το [[κρασί]]»)<br /><b>2.</b> (η μτχ. ενεστ. αρσ. και θηλ. ως ουσ.) <i>ο μεσάζων</i>, <i>η μεσάζουσα</i><br />το [[μέντιουμ]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[παρεμβαίνω]] ή ανακατεύομαι [[κάπου]] ή [[υπέρ]] κάποιου, [[κάνω]] τον μεσίτη ή τον μεσάζοντα, [[μεσολαβώ]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. πληθ. αρσ. ως ουσ.) <i>οι μεσάζοντες</i><br />α) άτομα που μεσολαβούν [[είτε]] στις συναλλαγές για τη [[σύναψη]] συμφωνιών [[είτε]] [[προς]] τις αρχές για την [[επίλυση]] διαφόρων θεμάτων, μεσολαβητές<br />β) (στο Βυζάντιο) ανώτατοι αξιωματούχοι ή υπουργοί της βασιλικής Αυλής<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κατέχω]] σημαντική [[θέση]]<br /><b>2.</b> [[πλησιάζω]] το [[κέντρο]]<br /><b>3.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] στο [[κέντρο]]<br /><b>4.</b> (για μεσίτη) α) [[διεκπεραιώνω]]<br />β) [[μεταφέρω]] ή [[μεταβιβάζω]] [[μήνυμα]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[μέγας]] μεσάζων»<br />(ως [[τίτλος]]) ο [[ανώτατος]] [[αυλικός]] της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[είμαι]] ή βρίσκομαι στο [[μέσο]] μιας κατάστασης (α. «πότερον ἄρχοιτο τὸ [[πάθος]] ἢ μεσάζοι», Ιπποκρ.<br />β. «νυκτός... μεσαζούσης», ΠΔ<br />γ. «πᾱς δ'ὁ μεσάζων [[τόπος]] ὑπὸ τῆς παλιῤῥοίας ἀφροῡ τε | |mltxt=και μεσιάζω και μισάζω και μισιάζω (ΑM [[μεσάζω]]) [[μέσος]]<br />[[διαιρώ]] [[κάτι]] στη [[μέση]], [[διχοτομώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καταναλώνω]] τη μισή [[ποσότητα]] από [[κάτι]] («το μεσάσαμε το [[κρασί]]»)<br /><b>2.</b> (η μτχ. ενεστ. αρσ. και θηλ. ως ουσ.) <i>ο μεσάζων</i>, <i>η μεσάζουσα</i><br />το [[μέντιουμ]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[παρεμβαίνω]] ή ανακατεύομαι [[κάπου]] ή [[υπέρ]] κάποιου, [[κάνω]] τον μεσίτη ή τον μεσάζοντα, [[μεσολαβώ]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. πληθ. αρσ. ως ουσ.) <i>οι μεσάζοντες</i><br />α) άτομα που μεσολαβούν [[είτε]] στις συναλλαγές για τη [[σύναψη]] συμφωνιών [[είτε]] [[προς]] τις αρχές για την [[επίλυση]] διαφόρων θεμάτων, μεσολαβητές<br />β) (στο Βυζάντιο) ανώτατοι αξιωματούχοι ή υπουργοί της βασιλικής Αυλής<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κατέχω]] σημαντική [[θέση]]<br /><b>2.</b> [[πλησιάζω]] το [[κέντρο]]<br /><b>3.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] στο [[κέντρο]]<br /><b>4.</b> (για μεσίτη) α) [[διεκπεραιώνω]]<br />β) [[μεταφέρω]] ή [[μεταβιβάζω]] [[μήνυμα]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[μέγας]] μεσάζων»<br />(ως [[τίτλος]]) ο [[ανώτατος]] [[αυλικός]] της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[είμαι]] ή βρίσκομαι στο [[μέσο]] μιας κατάστασης (α. «πότερον ἄρχοιτο τὸ [[πάθος]] ἢ μεσάζοι», Ιπποκρ.<br />β. «νυκτός... μεσαζούσης», ΠΔ<br />γ. «πᾱς δ'ὁ μεσάζων [[τόπος]] ὑπὸ τῆς παλιῤῥοίας ἀφροῡ τε πληροῦται», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φαγητό]]) [[είμαι]] [[μισοψημένος]]<br /><b>2.</b> (το μέσ.) <i>μεσάζομαι</i><br />α) παρεμβάλλομαι («αἱ μεσαζόμεναι λέξεις», Απολλ. Δύσκ.)<br />β) [[καταλαμβάνω]] [[θέση]] στο [[κέντρο]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |