κατακοιμίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῡντα" to "οῦντα"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡντα" to "οῦντα")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[κατακοιμίζω]])<br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να κοιμηθεί [[βαθιά]], [[αποκοιμίζω]] (κατακοιμίζειν τὰ δυσυπνοῡντα τῶν παιδίων αἱ μητέρες», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γαληνεύω]], [[καταπραΰνω]] («[[κατακοιμίζω]] τοὺς πολεμίους», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξασθενίζω]], [[αδυνατίζω]]<br /><b>2.</b> [[κοιμάμαι]] παραμελώντας [[σοβαρά]] καθήκοντα ή δυσεπίλυτα ζητήματα<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>κατακοιμίζομαι</i><br />[[πηγαίνω]] να κοιμηθώ.
|mltxt=(Α [[κατακοιμίζω]])<br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να κοιμηθεί [[βαθιά]], [[αποκοιμίζω]] (κατακοιμίζειν τὰ δυσυπνοῦντα τῶν παιδίων αἱ μητέρες», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γαληνεύω]], [[καταπραΰνω]] («[[κατακοιμίζω]] τοὺς πολεμίους», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξασθενίζω]], [[αδυνατίζω]]<br /><b>2.</b> [[κοιμάμαι]] παραμελώντας [[σοβαρά]] καθήκοντα ή δυσεπίλυτα ζητήματα<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>κατακοιμίζομαι</i><br />[[πηγαίνω]] να κοιμηθώ.
}}
}}
{{lsm
{{lsm