παριστάνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "εῑν " to "εῖν "
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[παρασταίνω]] / [[παριστάνω]] και [[παρίστημι]] και παριστῶ, -άω, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εικονίζω]], [[εμφανίζω]] [[παράσταση]], [[ζωγραφίζω]], [[απεικονίζω]] (α. «η [[εικόνα]] παριστάνει τη Γέννηση του Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά»)<br /><b>2.</b> (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν ρόλο στο [[θέατρο]], [[υποκρίνομαι]], [[παίζω]] ρόλο («παράστησε την Αντιγόνη»)<br /><b>3.</b> υποδεικνύομαι, [[επιδιώκω]] να [[φαίνομαι]] [[κάτι]] που δεν [[είμαι]] («μάς παριστάνει τον σπουδαίο»)<br /><b>4.</b> [[ανεβάζω]] θεατρικό [[έργο]] στη [[σκηνή]] («οι μαθητές θα παραστήσουν τον Αγαμέμνονα»)<br /><b>5.</b> (και παθ.) (για θεατρικό [[έργο]]) παίζομαι («η [[κωμωδία]] παραστάθηκε πρώτη [[φορά]] στο Εθνικό Θέατρο»)<br /><b>6.</b> [[εικονίζω]] με [[περιγραφή]] [[κατά]] κάποιο τρόπο, [[παρουσιάζω]], [[δείχνω]], [[εμφανίζω]] («για πολύ άγιο τον παριστάνεις»)<br /><b>7.</b> <b>μεσ.</b> <i>παρίσταμαι</i><br />α) <b>(νομ.)</b> [[ασκώ]] [[υπεράσπιση]] κάποιου σε δικαστήριο ως [[δικηγόρος]], ως [[συνήγορος]] («δεν θα παραστεί [[συνήγορος]] στην [[υπόθεση]]» <br />β) [[είμαι]] [[παρών]], [[παρευρίσκομαι]]<br />γ) [[παρουσιάζομαι]], [[υπάρχω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[παρουσιάζω]] κάποιον [[μπροστά]] σε κάποιον, [[συνιστώ]], [[συστήνω]] κάποιον («νά μὲ παραστήσετε εἰς αὐτόν», Αραβ. Μύθ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[παρουσιάζω]] τον εαυτό μου, συστήνομαι («[[λαμβάνω]] το [[θάρρος]] να παρασταθῶ», Αραβ. Μύθ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στήνω]], [[τοποθετώ]] κάποιον [[κοντά]] σε κάποιον («τοὺς ἱππέας εἰς ἐκάτερον παρέστησε τὸ [[κέρας]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρουσιάζω]] [[μπροστά]] σε κάποιον («παραστήσει μοι πλείους ή [[δώδεκα]] λεγεῶνας ἀγγέλους», ΚΔ)<br /><b>3.</b> τοποθετούμαι, [[στέκομαι]] [[κοντά]] ή παραπλεύρως [[κάπου]] («θέων δὲ οἱ [[ἄγχι]] παρέστη», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[στέκομαι]] [[δίπλα]] ως [[βοηθός]], [[υπερασπιστής]], [[παραστέκω]], [[υπερασπίζω]], [[προστατεύω]]<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> [[είμαι]] με [[πάθος]] αφοσιωμένος σε [[κάτι]] («ἵπποισι παρεστεῶτες», Ιππ.)<br /><b>6.</b> έχω έλθει, έχω φθάσει, έφθασα («[[νῆες]] δ' έκ Λήμνοιο παρέστασαν [[οἶνον]] ἄγουσαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>7.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>παρεστηκώς</i>, -<i>υῑα</i>, -<i>ός</i> και αττ. τ. <i>παρεστώς</i>, -<i>ῶσα</i>, -<i>ώς</i><br />ο [[παρών]], ο [[τωρινός]], αυτός που βρίσκεται ήδη [[μπροστά]] σε κάποιον (α. «ό νῡν παρεστηκὼς ἡμῑν [[λόγος]]», <b>Πλάτ.</b><br />β. «τοῦ παρεστῶτος θέρους», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>8.</b> (το ουδ. της μτχ. παθ. παρακμ.) <i>παρεστηκός</i><br /><b>(απολ.)</b> [[αφού]] ήταν στην [[εξουσία]], στο [[χέρι]] κάποιου<br /><b>9.</b> (για συμβάντα) [[επίκειμαι]], [[πλησιάζω]] («παρέστηκε [[θάνατος]] καὶ μοῑρα κραταιή», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>10.</b> (για χρόνο) [[έρχομαι]], [[φθάνω]] («παρέστηκεν ο [[θερισμός]]», ΚΔ)<br /><b>11.</b> [[συγκρίνω]], [[παραβάλλω]] («ταῑς πόλεσι παριστάναι μὴ τὰς μικρὰς ταῑς μεγάλαις», Ισοκρ.)<br /><b>12.</b> [[συμβαίνω]], [[υπάρχω]], [[παρουσιάζομαι]] («κακὴ Διὸς αἶσα παρέστη ἡμῑν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>13.</b> [[φέρνω]], [[παρουσιάζω]] [[μπροστά]] σε κάποιον («παραστησάμενος δύο ἱερεῑα, ἐθύστο τῷ Διί», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>14.</b> [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] σε... («[η [[πίσσα]]] τὸν [[οἶνον]] εὔποτον παρίστησι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>15.</b> <b>μέσ.</b> [[παρουσιάζω]] στο δικαστήριο πρόσωπα οικεία στον [[κατηγορούμενο]] για να προκαλέσω τον οίκτο τών δικαστών («τοὺς παῑδας παραστησάμενοι», Λυσ.)<br /><b>16.</b> <b>μέσ.</b> [[προσχωρώ]], συντάσσομαι με τη [[γνώμη]] («παραστῆναι εἰς τὴν Περσέων γνώμην», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>17.</b> [[υποχωρώ]], υποτάσσομαι («οι πολέμιοι παραστήσονται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>18.</b> (με απρμφ.) [[βάζω]] σε κάποιον την [[ιδέα]], [[εμπνέω]] κάποιον να... («τοῦτο Ἐπαμεινώνδᾳ παρέστησεν [[ὀπίσω]] Θηβαίους ἀπαγαγεῑν»<br /><b>Παυσ.</b>)<br /><b>19.</b> <b>μέσ.</b> [[έρχομαι]] στον νου κάποιου, [[παρουσιάζομαι]] ως [[ιδέα]] («[[δόξα]] μοι παμεστάθη ναούς ἱκέσθαι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>20.</b> (απρόσ. με απρμφ. ή με ειδ. πρότ.) α) έρχεται στον νου κάποιου, του έρχεται η [[ιδέα]], του κατεβαίνει («εἰ τῶν οἰκετῶν παρέστη μοι μηδὲν φροντίζειν», Λυσ.)<br />β) φαίνεται σε κάποιον, νομίζει [[κάποιος]] («οὐχὶ παρίσταταί μοι ταυτὰ γιγνώσκειν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>21.</b> <b>μέσ.</b> [[διαθέτω]] ή [[πείθω]] κάποιον για [[κάτι]] («παρεστήσατο τὸν νεανίσκον πρὸς τῷ κοινωνεῑν τῷ Περσεῑ τῶν αὐτῶν ἐλπίδων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>22.</b> <b>μέσ.</b> [[φέρνω]] κάποιον με τη βία [[προς]] το [[μέρος]] μου, [[εξαναγκάζω]] κάποιον σε [[κάτι]] («Ναξίοις δ' ἀποστάσι... ἐπολέμησαν καὶ παρεστήσαντο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>23.</b> [[προσελκύω]] κάποιον, τον [[τραβώ]] με το [[μέρος]] μου, τον [[παρασύρω]] σε [[κάτι]] («ἱκανοί [[ἦσαν]] Πολυκράτεα παραστήσασθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>24.</b> (για συγγραφείς, γλύπτες <b>κ.λπ.</b>) [[περιγράφω]], [[παριστάνω]], [[παρουσιάζω]] («[[Όμηρος]] τὸν Νέστορα παρέστησε πείθοντα», Φιλόδ.)<br /><b>25.</b> [[κάνω]] φανερό [[κάτι]], [[αποδεικνύω]] («ταῡτα ἐγὼ πολλοῑς τεκμηρίοις παραστήσω», Λυσ.)<br /><b>26.</b> [[δίνω]], [[παραδίνω]]<br /><b>27.</b> <b>μέσ.</b> [[συνέρχομαι]], [[συγκεντρώνω]] τις δυνάμεις μου («ἀνεθάρρουν καὶ παρίσταντο τῷ καιρῶ πρὸς ἀπολογίαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>28.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὰ παρεστῶτα</i><br />οι σημερινές περιστάσεις, τα τωρινά<br /><b>29.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προς]] τὸ παρεστώς» — [[προς]] το [[παρόν]], για την ώρα<br />β) «ἡ γῆ παρέστηκεν» — η γη έφθασε στην [[εποχή]] του θερισμού<br />γ) «[[ὅταν]] ὁ [[πρώιμος]] [[σπόρος]] παραστή» — όταν ωριμάσει, όταν γίνει ο [[σπόρος]]<br />δ) «παρίστημί τινά τι» — [[παρουσιάζω]] κάποιον ως [[κάτι]], [[δημιουργώ]], [[κάνω]] κάποιον [[κάτι]]<br />ε) «[[οἶνος]] παρίσταται» — το [[κρασί]] πίνεται, ωριμάζει<br />στ) «παρίσταμαί [[τίνα]]» — [[παρουσιάζω]] κάποιον ως μάρτυρα στο δικαστήριο<br />ζ) «παρίσταμαί τινα εἰς τὴν κρίσιν» — [[υποβάλλω]] κάποιον σε [[κρίση]], σε έλεγχο<br />η) «παρίσταμαί τινί τινα» — [[συνιστώ]], [[μιλώ]] επαινετικά σε κάποιον για έναν [[άλλο]], καλοσυστήνω<br />θ) «παρίστημί τινί τι» — [[υποβάλλω]], [[εμπνέω]] [[κάτι]] σε κάποιον<br />ι) «παρίσταταί τινι» — έρχεται στον νου κάποιου η [[ιδέα]], του κατεβαίνει η [[ιδέα]]<br />ια) «ἐκ τοῦ παρισταμένου λέγειν» — το να μιλάει [[κανείς]] εκ του προχείρου<br />ιβ) «παριστάσθω ὅτι» — ας υποτεθεί ότι<br />ιγ) «παρέστηκα τῶν φρενῶν» — έχασα το [[λογικό]] μου, παραφρόνησα<br /><b>30.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ παριστάμενον</i><br />η [[ιδέα]], αυτό που έρχεται στον νου κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[παρίστημι]] <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἵστημι]]. Ο τ. [[παριστάνω]] <span style="color: red;"><</span> [[παρίστημι]] [[κατά]] τα ρήματα σε -<i>άνω</i>. Ο τ. [[παρασταίνω]] <span style="color: red;"><</span> <i>παράστησα</i>, νεώτερο τ. του αορ. του [[παρίστημι]], [[κατά]] τα ρ. σε -[[αίνω]] (<b>πρβλ.</b> [[ανασταίνω]]: [[ανίστημι]]). Ο τ., [[τέλος]], <i>παριστῶ</i> <span style="color: red;"><</span> [[παρίστημι]] [[κατά]] τα συνηρημένα σε -<i>άω</i> / -<i>ῶ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καθιστῶ</i>: [[καθίστημι]])].
|mltxt=και [[παρασταίνω]] / [[παριστάνω]] και [[παρίστημι]] και παριστῶ, -άω, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εικονίζω]], [[εμφανίζω]] [[παράσταση]], [[ζωγραφίζω]], [[απεικονίζω]] (α. «η [[εικόνα]] παριστάνει τη Γέννηση του Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά»)<br /><b>2.</b> (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν ρόλο στο [[θέατρο]], [[υποκρίνομαι]], [[παίζω]] ρόλο («παράστησε την Αντιγόνη»)<br /><b>3.</b> υποδεικνύομαι, [[επιδιώκω]] να [[φαίνομαι]] [[κάτι]] που δεν [[είμαι]] («μάς παριστάνει τον σπουδαίο»)<br /><b>4.</b> [[ανεβάζω]] θεατρικό [[έργο]] στη [[σκηνή]] («οι μαθητές θα παραστήσουν τον Αγαμέμνονα»)<br /><b>5.</b> (και παθ.) (για θεατρικό [[έργο]]) παίζομαι («η [[κωμωδία]] παραστάθηκε πρώτη [[φορά]] στο Εθνικό Θέατρο»)<br /><b>6.</b> [[εικονίζω]] με [[περιγραφή]] [[κατά]] κάποιο τρόπο, [[παρουσιάζω]], [[δείχνω]], [[εμφανίζω]] («για πολύ άγιο τον παριστάνεις»)<br /><b>7.</b> <b>μεσ.</b> <i>παρίσταμαι</i><br />α) <b>(νομ.)</b> [[ασκώ]] [[υπεράσπιση]] κάποιου σε δικαστήριο ως [[δικηγόρος]], ως [[συνήγορος]] («δεν θα παραστεί [[συνήγορος]] στην [[υπόθεση]]» <br />β) [[είμαι]] [[παρών]], [[παρευρίσκομαι]]<br />γ) [[παρουσιάζομαι]], [[υπάρχω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[παρουσιάζω]] κάποιον [[μπροστά]] σε κάποιον, [[συνιστώ]], [[συστήνω]] κάποιον («νά μὲ παραστήσετε εἰς αὐτόν», Αραβ. Μύθ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[παρουσιάζω]] τον εαυτό μου, συστήνομαι («[[λαμβάνω]] το [[θάρρος]] να παρασταθῶ», Αραβ. Μύθ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στήνω]], [[τοποθετώ]] κάποιον [[κοντά]] σε κάποιον («τοὺς ἱππέας εἰς ἐκάτερον παρέστησε τὸ [[κέρας]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρουσιάζω]] [[μπροστά]] σε κάποιον («παραστήσει μοι πλείους ή [[δώδεκα]] λεγεῶνας ἀγγέλους», ΚΔ)<br /><b>3.</b> τοποθετούμαι, [[στέκομαι]] [[κοντά]] ή παραπλεύρως [[κάπου]] («θέων δὲ οἱ [[ἄγχι]] παρέστη», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[στέκομαι]] [[δίπλα]] ως [[βοηθός]], [[υπερασπιστής]], [[παραστέκω]], [[υπερασπίζω]], [[προστατεύω]]<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> [[είμαι]] με [[πάθος]] αφοσιωμένος σε [[κάτι]] («ἵπποισι παρεστεῶτες», Ιππ.)<br /><b>6.</b> έχω έλθει, έχω φθάσει, έφθασα («[[νῆες]] δ' έκ Λήμνοιο παρέστασαν [[οἶνον]] ἄγουσαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>7.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>παρεστηκώς</i>, -<i>υῑα</i>, -<i>ός</i> και αττ. τ. <i>παρεστώς</i>, -<i>ῶσα</i>, -<i>ώς</i><br />ο [[παρών]], ο [[τωρινός]], αυτός που βρίσκεται ήδη [[μπροστά]] σε κάποιον (α. «ό νῡν παρεστηκὼς ἡμῑν [[λόγος]]», <b>Πλάτ.</b><br />β. «τοῦ παρεστῶτος θέρους», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>8.</b> (το ουδ. της μτχ. παθ. παρακμ.) <i>παρεστηκός</i><br /><b>(απολ.)</b> [[αφού]] ήταν στην [[εξουσία]], στο [[χέρι]] κάποιου<br /><b>9.</b> (για συμβάντα) [[επίκειμαι]], [[πλησιάζω]] («παρέστηκε [[θάνατος]] καὶ μοῑρα κραταιή», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>10.</b> (για χρόνο) [[έρχομαι]], [[φθάνω]] («παρέστηκεν ο [[θερισμός]]», ΚΔ)<br /><b>11.</b> [[συγκρίνω]], [[παραβάλλω]] («ταῑς πόλεσι παριστάναι μὴ τὰς μικρὰς ταῑς μεγάλαις», Ισοκρ.)<br /><b>12.</b> [[συμβαίνω]], [[υπάρχω]], [[παρουσιάζομαι]] («κακὴ Διὸς αἶσα παρέστη ἡμῑν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>13.</b> [[φέρνω]], [[παρουσιάζω]] [[μπροστά]] σε κάποιον («παραστησάμενος δύο ἱερεῑα, ἐθύστο τῷ Διί», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>14.</b> [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] σε... («[η [[πίσσα]]] τὸν [[οἶνον]] εὔποτον παρίστησι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>15.</b> <b>μέσ.</b> [[παρουσιάζω]] στο δικαστήριο πρόσωπα οικεία στον [[κατηγορούμενο]] για να προκαλέσω τον οίκτο τών δικαστών («τοὺς παῑδας παραστησάμενοι», Λυσ.)<br /><b>16.</b> <b>μέσ.</b> [[προσχωρώ]], συντάσσομαι με τη [[γνώμη]] («παραστῆναι εἰς τὴν Περσέων γνώμην», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>17.</b> [[υποχωρώ]], υποτάσσομαι («οι πολέμιοι παραστήσονται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>18.</b> (με απρμφ.) [[βάζω]] σε κάποιον την [[ιδέα]], [[εμπνέω]] κάποιον να... («τοῦτο Ἐπαμεινώνδᾳ παρέστησεν [[ὀπίσω]] Θηβαίους ἀπαγαγεῑν»<br /><b>Παυσ.</b>)<br /><b>19.</b> <b>μέσ.</b> [[έρχομαι]] στον νου κάποιου, [[παρουσιάζομαι]] ως [[ιδέα]] («[[δόξα]] μοι παμεστάθη ναούς ἱκέσθαι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>20.</b> (απρόσ. με απρμφ. ή με ειδ. πρότ.) α) έρχεται στον νου κάποιου, του έρχεται η [[ιδέα]], του κατεβαίνει («εἰ τῶν οἰκετῶν παρέστη μοι μηδὲν φροντίζειν», Λυσ.)<br />β) φαίνεται σε κάποιον, νομίζει [[κάποιος]] («οὐχὶ παρίσταταί μοι ταυτὰ γιγνώσκειν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>21.</b> <b>μέσ.</b> [[διαθέτω]] ή [[πείθω]] κάποιον για [[κάτι]] («παρεστήσατο τὸν νεανίσκον πρὸς τῷ κοινωνεῖν τῷ Περσεῑ τῶν αὐτῶν ἐλπίδων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>22.</b> <b>μέσ.</b> [[φέρνω]] κάποιον με τη βία [[προς]] το [[μέρος]] μου, [[εξαναγκάζω]] κάποιον σε [[κάτι]] («Ναξίοις δ' ἀποστάσι... ἐπολέμησαν καὶ παρεστήσαντο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>23.</b> [[προσελκύω]] κάποιον, τον [[τραβώ]] με το [[μέρος]] μου, τον [[παρασύρω]] σε [[κάτι]] («ἱκανοί [[ἦσαν]] Πολυκράτεα παραστήσασθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>24.</b> (για συγγραφείς, γλύπτες <b>κ.λπ.</b>) [[περιγράφω]], [[παριστάνω]], [[παρουσιάζω]] («[[Όμηρος]] τὸν Νέστορα παρέστησε πείθοντα», Φιλόδ.)<br /><b>25.</b> [[κάνω]] φανερό [[κάτι]], [[αποδεικνύω]] («ταῡτα ἐγὼ πολλοῑς τεκμηρίοις παραστήσω», Λυσ.)<br /><b>26.</b> [[δίνω]], [[παραδίνω]]<br /><b>27.</b> <b>μέσ.</b> [[συνέρχομαι]], [[συγκεντρώνω]] τις δυνάμεις μου («ἀνεθάρρουν καὶ παρίσταντο τῷ καιρῶ πρὸς ἀπολογίαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>28.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὰ παρεστῶτα</i><br />οι σημερινές περιστάσεις, τα τωρινά<br /><b>29.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προς]] τὸ παρεστώς» — [[προς]] το [[παρόν]], για την ώρα<br />β) «ἡ γῆ παρέστηκεν» — η γη έφθασε στην [[εποχή]] του θερισμού<br />γ) «[[ὅταν]] ὁ [[πρώιμος]] [[σπόρος]] παραστή» — όταν ωριμάσει, όταν γίνει ο [[σπόρος]]<br />δ) «παρίστημί τινά τι» — [[παρουσιάζω]] κάποιον ως [[κάτι]], [[δημιουργώ]], [[κάνω]] κάποιον [[κάτι]]<br />ε) «[[οἶνος]] παρίσταται» — το [[κρασί]] πίνεται, ωριμάζει<br />στ) «παρίσταμαί [[τίνα]]» — [[παρουσιάζω]] κάποιον ως μάρτυρα στο δικαστήριο<br />ζ) «παρίσταμαί τινα εἰς τὴν κρίσιν» — [[υποβάλλω]] κάποιον σε [[κρίση]], σε έλεγχο<br />η) «παρίσταμαί τινί τινα» — [[συνιστώ]], [[μιλώ]] επαινετικά σε κάποιον για έναν [[άλλο]], καλοσυστήνω<br />θ) «παρίστημί τινί τι» — [[υποβάλλω]], [[εμπνέω]] [[κάτι]] σε κάποιον<br />ι) «παρίσταταί τινι» — έρχεται στον νου κάποιου η [[ιδέα]], του κατεβαίνει η [[ιδέα]]<br />ια) «ἐκ τοῦ παρισταμένου λέγειν» — το να μιλάει [[κανείς]] εκ του προχείρου<br />ιβ) «παριστάσθω ὅτι» — ας υποτεθεί ότι<br />ιγ) «παρέστηκα τῶν φρενῶν» — έχασα το [[λογικό]] μου, παραφρόνησα<br /><b>30.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ παριστάμενον</i><br />η [[ιδέα]], αυτό που έρχεται στον νου κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[παρίστημι]] <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἵστημι]]. Ο τ. [[παριστάνω]] <span style="color: red;"><</span> [[παρίστημι]] [[κατά]] τα ρήματα σε -<i>άνω</i>. Ο τ. [[παρασταίνω]] <span style="color: red;"><</span> <i>παράστησα</i>, νεώτερο τ. του αορ. του [[παρίστημι]], [[κατά]] τα ρ. σε -[[αίνω]] (<b>πρβλ.</b> [[ανασταίνω]]: [[ανίστημι]]). Ο τ., [[τέλος]], <i>παριστῶ</i> <span style="color: red;"><</span> [[παρίστημι]] [[κατά]] τα συνηρημένα σε -<i>άω</i> / -<i>ῶ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καθιστῶ</i>: [[καθίστημι]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm