πραγματικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "εῑν " to "εῖν "
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πραγματικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[πρᾱγμα]], -ατος<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πραγματικότητα]], που συμφωνεί με την [[πραγματικότητα]]<br /><b>2.</b> αυτός που υπάρχει πραγματικά, ο [[αληθινός]], ο [[αντικειμενικός]] («πραγματική [[ιστορία]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> αυτός που αναφέρεται ή ανήκει ή υπάγεται σε περιουσιακό [[αντικείμενο]], [[δηλαδή]] σε εμπράγματη [[σχέση]] δικαίου ή σε εμπράγματο [[δικαίωμα]] (α. «πραγματική [[δουλεία]]» — η [[δουλεία]] που βαρύνει ορισμένο ακίνητο<br />β. «πραγματικό [[δίκαιο]]» — το καλούμενο εμπράγματο [[δίκαιο]])<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η πραγματική</i><br /><b>(λογ.)</b> [[τομέας]] της μεταλογικής ή γενικής σημειωτικής στον οποίο εξετάζονται οι σχέσεις [[μεταξύ]] γλωσσικών σημείων και του ανθρώπου που τά χρησιμοποιεί<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «πραγματικοί αριθμοί»<br /><b>μαθημ.</b> συνοπτική [[ονομασία]] τών θετικών και τών αρνητικών αριθμών, [[καθώς]] και του μηδενός, οι οποίοι υποδιαιρούνται σε ρητούς και άρρητους και ονομάστηκαν [[έτσι]] σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους φανταστικούς αριθμούς, [[δηλαδή]] τους μιγαδικούς ή τους υπερμιγαδικούς<br />β) «πραγματικό [[είδωλο]]» — το [[είδωλο]] που σχηματίζεται με την [[εστίαση]] τών φωτεινών ακτίνων που προέρχονται [[κατευθείαν]] από το πραγματικό [[αντικείμενο]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το φανταστικό [[είδωλο]], που σχηματίζεται έμμεσα από την [[προέκταση]] τών ακτίνων αυτών [[πίσω]] από την ανακλώσα [[επιφάνεια]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «πραγματική [[κύρωση]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[ονομασία]] τών διαταγμάτων για τη [[ρύθμιση]] θεμελιωδών θεμάτων της πολιτείας, όπως τών σχέσεων της με την Εκκλησία, προβλημάτων διαδοχής, ζητημάτων φορολογίας, οργάνωσης της διοίκησης, ιδιοκτησίας κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ικανός]], [[επιτήδειος]], [[πρακτικός]]<br /><b>2.</b> [[ενεργητικός]], [[δραστήριος]] («εἰ δὲ βασιλέως πραγματικοῡ τηρεῑν αὐτήν», Πολύθ.)<br /><b>3.</b> [[συνετός]], [[μυαλωμένος]], σώφρονος<br /><b>4.</b> [[πολιτικός]] («πέφυκε τοῖς φιλομαθοῡσιν ὁ τῆς πραγματικῆς ἱστορίας [[τρόπος]]», Πολύβ.)<br /><b>5.</b> [[υλικός]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον προφορικό<br /><b>6.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένα [[γεγονός]] που έχει συμβεί<br /><b>7.</b> [[αποτελεσματικός]], [[δραστικός]]<br /><b>8.</b> (για [[τόπο]]) οχυρωμένος από τη [[φύση]] («[[δυσάλωτος]] καὶ πραγματικὴ [[πόλις]]», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>9.</b> (για [[επίθεση]]) [[ορμητικός]], [[ακάθεκτος]] («αἰφνίδιον καὶ πραγματικήν... συνίστασαν τὴν... ἐπίθεσιν», Πολύβ.)<br /><b>10.</b> [[υλικός]]<br /><b>11.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[πραγματικός]]<br />α) [[αντιπρόσωπος]], [[πληρεξούσιος]], [[επίτροπος]] («πραγματικὸς τῆς πόλεως», <b>επιγρ.</b>)<br />β) [[νομικός]] [[σύμβουλος]] ρητόρων και δικηγόρων<br />γ) [[πολιτικός]] [[υπάλληλος]]<br />δ) [[πολίτης]], [[ιδιώτης]] («ἱερόδουλοι καὶ πραγματικοὶ τοῦ ἱεροῡ», ΠΔ)<br /><b>12.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ πραγματική</i><br />α) [[επιστήμη]] τών ανθρώπινων πραγμάτων<br />β) [[συζήτηση]] για ένα [[γεγονός]] ή [[ζήτημα]]<br /><b>13.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πραγματικόν</i><br />(για [[μαγεία]]) αποτελεσματική [[επωδός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πραγματικά</i> / <i>πραγματικῶς</i>, ΝΜΑ<br />ουσιαστικά<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πράγματι]], όντως, αληθινά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ενεργητικά, με [[δραστηριότητα]]<br /><b>2.</b> συνετά, [[φρόνιμα]] («νουνεχῶς καὶ πραγματικῶς χειρίζων τὰ κατὰ τὴν [[ἀρχήν]]», Πολύβ.)<br /><b>3.</b> από [[πολιτική]] [[ικανότητα]].
|mltxt=-ή, -ό / [[πραγματικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[πρᾱγμα]], -ατος<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πραγματικότητα]], που συμφωνεί με την [[πραγματικότητα]]<br /><b>2.</b> αυτός που υπάρχει πραγματικά, ο [[αληθινός]], ο [[αντικειμενικός]] («πραγματική [[ιστορία]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> αυτός που αναφέρεται ή ανήκει ή υπάγεται σε περιουσιακό [[αντικείμενο]], [[δηλαδή]] σε εμπράγματη [[σχέση]] δικαίου ή σε εμπράγματο [[δικαίωμα]] (α. «πραγματική [[δουλεία]]» — η [[δουλεία]] που βαρύνει ορισμένο ακίνητο<br />β. «πραγματικό [[δίκαιο]]» — το καλούμενο εμπράγματο [[δίκαιο]])<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η πραγματική</i><br /><b>(λογ.)</b> [[τομέας]] της μεταλογικής ή γενικής σημειωτικής στον οποίο εξετάζονται οι σχέσεις [[μεταξύ]] γλωσσικών σημείων και του ανθρώπου που τά χρησιμοποιεί<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «πραγματικοί αριθμοί»<br /><b>μαθημ.</b> συνοπτική [[ονομασία]] τών θετικών και τών αρνητικών αριθμών, [[καθώς]] και του μηδενός, οι οποίοι υποδιαιρούνται σε ρητούς και άρρητους και ονομάστηκαν [[έτσι]] σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους φανταστικούς αριθμούς, [[δηλαδή]] τους μιγαδικούς ή τους υπερμιγαδικούς<br />β) «πραγματικό [[είδωλο]]» — το [[είδωλο]] που σχηματίζεται με την [[εστίαση]] τών φωτεινών ακτίνων που προέρχονται [[κατευθείαν]] από το πραγματικό [[αντικείμενο]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το φανταστικό [[είδωλο]], που σχηματίζεται έμμεσα από την [[προέκταση]] τών ακτίνων αυτών [[πίσω]] από την ανακλώσα [[επιφάνεια]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «πραγματική [[κύρωση]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[ονομασία]] τών διαταγμάτων για τη [[ρύθμιση]] θεμελιωδών θεμάτων της πολιτείας, όπως τών σχέσεων της με την Εκκλησία, προβλημάτων διαδοχής, ζητημάτων φορολογίας, οργάνωσης της διοίκησης, ιδιοκτησίας κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ικανός]], [[επιτήδειος]], [[πρακτικός]]<br /><b>2.</b> [[ενεργητικός]], [[δραστήριος]] («εἰ δὲ βασιλέως πραγματικοῡ τηρεῖν αὐτήν», Πολύθ.)<br /><b>3.</b> [[συνετός]], [[μυαλωμένος]], σώφρονος<br /><b>4.</b> [[πολιτικός]] («πέφυκε τοῖς φιλομαθοῡσιν ὁ τῆς πραγματικῆς ἱστορίας [[τρόπος]]», Πολύβ.)<br /><b>5.</b> [[υλικός]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον προφορικό<br /><b>6.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένα [[γεγονός]] που έχει συμβεί<br /><b>7.</b> [[αποτελεσματικός]], [[δραστικός]]<br /><b>8.</b> (για [[τόπο]]) οχυρωμένος από τη [[φύση]] («[[δυσάλωτος]] καὶ πραγματικὴ [[πόλις]]», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>9.</b> (για [[επίθεση]]) [[ορμητικός]], [[ακάθεκτος]] («αἰφνίδιον καὶ πραγματικήν... συνίστασαν τὴν... ἐπίθεσιν», Πολύβ.)<br /><b>10.</b> [[υλικός]]<br /><b>11.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[πραγματικός]]<br />α) [[αντιπρόσωπος]], [[πληρεξούσιος]], [[επίτροπος]] («πραγματικὸς τῆς πόλεως», <b>επιγρ.</b>)<br />β) [[νομικός]] [[σύμβουλος]] ρητόρων και δικηγόρων<br />γ) [[πολιτικός]] [[υπάλληλος]]<br />δ) [[πολίτης]], [[ιδιώτης]] («ἱερόδουλοι καὶ πραγματικοὶ τοῦ ἱεροῡ», ΠΔ)<br /><b>12.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ πραγματική</i><br />α) [[επιστήμη]] τών ανθρώπινων πραγμάτων<br />β) [[συζήτηση]] για ένα [[γεγονός]] ή [[ζήτημα]]<br /><b>13.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πραγματικόν</i><br />(για [[μαγεία]]) αποτελεσματική [[επωδός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πραγματικά</i> / <i>πραγματικῶς</i>, ΝΜΑ<br />ουσιαστικά<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πράγματι]], όντως, αληθινά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ενεργητικά, με [[δραστηριότητα]]<br /><b>2.</b> συνετά, [[φρόνιμα]] («νουνεχῶς καὶ πραγματικῶς χειρίζων τὰ κατὰ τὴν [[ἀρχήν]]», Πολύβ.)<br /><b>3.</b> από [[πολιτική]] [[ικανότητα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm