συμβάλλω: Difference between revisions

m
Text replacement - "εῑν " to "εῖν "
m (Text replacement - "σημεῑ" to "σημεῖ")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[βάλλω]]<br /><b>1.</b> (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον, ενώνομαι με άλλον (α. «ο Λουδίας συμβάλλει με τον Αξιό» β. «ῥοὰς [[Σιμόεις]] συμβάλλετον ἠδὲ [[Σκάμανδρος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για σωλήνες και αγωγούς) [[καταλήγω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] και ενώνομαι [[μαζί]] του (α. «τα [[νεύρα]] του σώματος συμβάλλουν στον νωτιαίο μυελό» β. «τῶν δακτύλων κατὰ τὰς ῥᾱγας συμβεβλημένων», Σωραν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συντελώ]], [[συντείνω]] σε [[κάτι]] («η [[συμμετοχή]] του συνέβαλε στην [[επιτυχία]] έργου»)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συμβάλλομαι</i><br />[[υπογράφω]] [[συμφωνία]] ή [[συμβόλαιο]] με κάποιον [[άλλο]] («έχουν συμβληθεί να συμπράξουν στην [[ίδρυση]] της εταιρείας»)<br /><b>3.</b> (η μτχ. ενεστ. πληθ. ως ουσ.) <i>οι συμβαλλόμενοι</i><br />τα μέρη που έχουν συνάψει [[σύμβαση]], [[συμβόλαιο]] ή [[συνθήκη]]<br /><b>4.</b> (η μτχ. παρακμ. ως ουσ.)<br /><i>οι συμβεβλημένοι</i><br />οι εταίροι, οι συνεργαζόμενοι, αυτοί που έχουν συμφωνήσει να μετέχουν σε κοινό οργανισμό, ασφαλιστικό [[ταμείο]] ή [[υπηρεσία]] υγείας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[μάχη]]) [[συγκρούω]], [[χτυπώ]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («καὶ συμβαλόντες τὰς ἀσπίδας ἐωθοῡντο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[συγκεντρώνω]], [[συλλέγω]], [[μαζεύω]] («τοὺς δὲ ἀπὸ Φρυγίας συμβαλεῑν φασι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[κατάλληλος]] για [[κάτι]], [[ταιριάζω]] σε [[κάτι]] («τὰ χεδροπὰ συμβάλλει εἰς τὰς [[νέας]]», Θεόφρ.)<br /><b>4.</b> [[είμαι]] [[επωφελής]], [[συμφέρω]] («συμβάλλει τῷ πολιτικῷ δικαίῳ [[είναι]]», Φιλόδ.)<br /><b>5.</b> ενώνομαι σε κάποιο [[σημείο]] («[[ἔνθα]] δίστομοι συμβάλλουσιν ὁδοί», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> συνάπτομαι, συνδυάζομαι («τοὺς τύπους [[ἀνάγκη]] συμβάλλειν ἑαυτοῑς», θεόφρ.)<br /><b>7.</b> <b>(γεωμ.)</b> συναντιέμαι («τὸ σημεῖον, καθ' ὅ συμβάλλουσιν», Αρχιμ.)<br /><b>8.</b> [[συνάπτω]], [[ενώνω]] («τὰ σχοινία τὰ παχέα συμβάλλοντες εἰς τὰς ὁλκάδας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>9.</b> [[παρέχω]], [[δανείζω]] («[[πέρα]] μεδίμνου κριθῶν συμβάλλει», Ισαί.)<br /><b>10.</b> [[οδηγώ]] σε [[σύγκρουση]], [[προκαλώ]] [[συμπλοκή]] («ἐμὲ... καὶ Μενέλαον συμβάλετε... μάχεσθαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>11.</b> [[έρχομαι]] στα χέρια, συμπλέκομαι («Ἕλληνες Μήδοις συνέβαλον», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>12.</b> [[παραβάλλω]], [[συγκρίνω]] («ὥς γε [[εἶναι]] σμικρὰ ταῡτα μεγάλοισι συμβαλεῑν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>13.</b> [[συμπεραίνω]], [[εικάζω]], [[υποθέτω]] («πῶς [[οἶσθα]]; τῷ δὲ συμβαλὼν ἔχεις, [[πάτερ]];», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>14.</b> [[συμφωνώ]], [[προσδιορίζω]] από κοινού («[[καθάπερ]] ξυνέβαλον ἤ διέθεντο», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>15.</b> (το μέσ.) <i>συμβάλλομαι</i><br />α) (για ποταμούς) συνενώνομαι («ὁ Ἀκεσίνης τῷ Ἰνδῷ τὸ [[ὕδωρ]] συμβάλλεται», Αρρ.)<br />β) [[συνεισφέρω]] («[[ὥστε]] καὶ χρήματα συνεβάλλοντο αὐτῷ εὶς τὴν τροφὴν τῶν στρατιωτῶν», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) [[συντείνω]], [[συντελώ]] («ἡ [[τύχη]] οὐδὲν ἔλασσον συμβάλλεται εἰς τὸ ἐπαίρειν», <b>Θουκ.</b>)<br />δ) [[προσθέτω]], [[δίνω]] κι εγώ («συμβαλοῡ γνώμην», <b>Σοφ.</b>)<br />ε) [[συνεργάζομαι]], [[συμπράττω]] («σὺν δ' ἐβάλοντο μάχεσθαι [[ἐναντίον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />στ) [[συναντώ]] τυχαία κάποιον («Νέστορι δὲ ξύμβληντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />ζ) [[υπολογίζω]], [[λογαριάζω]] («ὁ δὲ συμβαλλόμενος τοὺς μῆνας ἀπώμοσε», <b>Ηρόδ.</b>)<br />η) [[καταλαβαίνω]], [[κατανοώ]] («οἱ δὲ Σκύθαι οὐκ εἶχον συμβαλέσθαι τὸ [[πρῆγμα]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>16.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὰ συμβάλλοντα</i><br />οι συμβολές, τα [[σημεία]] ένωσης<br /><b>17.</b> (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ ξυμβάλλων</i><br />αυτός που συμπλέκεται, που συγκρούεται<br /><b>18.</b> (το αρσ. της μτχ. αορ. ως ουσ.)<br /><i>ὁ συμβολών</i><br />α) ο [[δανειστής]]<br />β) αυτός που συνάντησε κάποιον<br /><b>19.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συμβάλλω]] βλέφαρα» — [[κλείνω]] τα μάτια μου για να κοιμηθώ (<b>Αισχύλ.</b>)<br />β) «[[συμβάλλω]] [[ὄμμα]]» — [[κλείνω]] τα μάτια του πεθαμένου (<b>Αισχύλ.</b>)<br />γ) «δεξιὰς [[συμβάλλω]] τινί» — [[δίνω]] το [[χέρι]] μου σε κάποιον, [[ανταλλάσσω]] [[χειραψία]] (<b>Ευρ.</b>)<br />δ) «[[συμβάλλω]] λόγους» — [[συνομιλώ]] (<b>Πλούτ.</b>)<br />ε) «[[συμβάλλω]] ἔπη [[κακά]]» — αναγκάζομαι να χρησιμοποιήσω [[βαριά]] [[λόγια]] (<b>Σοφ.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ [[βάλλω]]<br /><b>1.</b> (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον, ενώνομαι με άλλον (α. «ο Λουδίας συμβάλλει με τον Αξιό» β. «ῥοὰς [[Σιμόεις]] συμβάλλετον ἠδὲ [[Σκάμανδρος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για σωλήνες και αγωγούς) [[καταλήγω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] και ενώνομαι [[μαζί]] του (α. «τα [[νεύρα]] του σώματος συμβάλλουν στον νωτιαίο μυελό» β. «τῶν δακτύλων κατὰ τὰς ῥᾱγας συμβεβλημένων», Σωραν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συντελώ]], [[συντείνω]] σε [[κάτι]] («η [[συμμετοχή]] του συνέβαλε στην [[επιτυχία]] έργου»)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συμβάλλομαι</i><br />[[υπογράφω]] [[συμφωνία]] ή [[συμβόλαιο]] με κάποιον [[άλλο]] («έχουν συμβληθεί να συμπράξουν στην [[ίδρυση]] της εταιρείας»)<br /><b>3.</b> (η μτχ. ενεστ. πληθ. ως ουσ.) <i>οι συμβαλλόμενοι</i><br />τα μέρη που έχουν συνάψει [[σύμβαση]], [[συμβόλαιο]] ή [[συνθήκη]]<br /><b>4.</b> (η μτχ. παρακμ. ως ουσ.)<br /><i>οι συμβεβλημένοι</i><br />οι εταίροι, οι συνεργαζόμενοι, αυτοί που έχουν συμφωνήσει να μετέχουν σε κοινό οργανισμό, ασφαλιστικό [[ταμείο]] ή [[υπηρεσία]] υγείας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[μάχη]]) [[συγκρούω]], [[χτυπώ]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («καὶ συμβαλόντες τὰς ἀσπίδας ἐωθοῡντο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[συγκεντρώνω]], [[συλλέγω]], [[μαζεύω]] («τοὺς δὲ ἀπὸ Φρυγίας συμβαλεῖν φασι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[κατάλληλος]] για [[κάτι]], [[ταιριάζω]] σε [[κάτι]] («τὰ χεδροπὰ συμβάλλει εἰς τὰς [[νέας]]», Θεόφρ.)<br /><b>4.</b> [[είμαι]] [[επωφελής]], [[συμφέρω]] («συμβάλλει τῷ πολιτικῷ δικαίῳ [[είναι]]», Φιλόδ.)<br /><b>5.</b> ενώνομαι σε κάποιο [[σημείο]] («[[ἔνθα]] δίστομοι συμβάλλουσιν ὁδοί», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> συνάπτομαι, συνδυάζομαι («τοὺς τύπους [[ἀνάγκη]] συμβάλλειν ἑαυτοῑς», θεόφρ.)<br /><b>7.</b> <b>(γεωμ.)</b> συναντιέμαι («τὸ σημεῖον, καθ' ὅ συμβάλλουσιν», Αρχιμ.)<br /><b>8.</b> [[συνάπτω]], [[ενώνω]] («τὰ σχοινία τὰ παχέα συμβάλλοντες εἰς τὰς ὁλκάδας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>9.</b> [[παρέχω]], [[δανείζω]] («[[πέρα]] μεδίμνου κριθῶν συμβάλλει», Ισαί.)<br /><b>10.</b> [[οδηγώ]] σε [[σύγκρουση]], [[προκαλώ]] [[συμπλοκή]] («ἐμὲ... καὶ Μενέλαον συμβάλετε... μάχεσθαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>11.</b> [[έρχομαι]] στα χέρια, συμπλέκομαι («Ἕλληνες Μήδοις συνέβαλον», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>12.</b> [[παραβάλλω]], [[συγκρίνω]] («ὥς γε [[εἶναι]] σμικρὰ ταῡτα μεγάλοισι συμβαλεῑν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>13.</b> [[συμπεραίνω]], [[εικάζω]], [[υποθέτω]] («πῶς [[οἶσθα]]; τῷ δὲ συμβαλὼν ἔχεις, [[πάτερ]];», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>14.</b> [[συμφωνώ]], [[προσδιορίζω]] από κοινού («[[καθάπερ]] ξυνέβαλον ἤ διέθεντο», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>15.</b> (το μέσ.) <i>συμβάλλομαι</i><br />α) (για ποταμούς) συνενώνομαι («ὁ Ἀκεσίνης τῷ Ἰνδῷ τὸ [[ὕδωρ]] συμβάλλεται», Αρρ.)<br />β) [[συνεισφέρω]] («[[ὥστε]] καὶ χρήματα συνεβάλλοντο αὐτῷ εὶς τὴν τροφὴν τῶν στρατιωτῶν», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) [[συντείνω]], [[συντελώ]] («ἡ [[τύχη]] οὐδὲν ἔλασσον συμβάλλεται εἰς τὸ ἐπαίρειν», <b>Θουκ.</b>)<br />δ) [[προσθέτω]], [[δίνω]] κι εγώ («συμβαλοῡ γνώμην», <b>Σοφ.</b>)<br />ε) [[συνεργάζομαι]], [[συμπράττω]] («σὺν δ' ἐβάλοντο μάχεσθαι [[ἐναντίον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />στ) [[συναντώ]] τυχαία κάποιον («Νέστορι δὲ ξύμβληντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />ζ) [[υπολογίζω]], [[λογαριάζω]] («ὁ δὲ συμβαλλόμενος τοὺς μῆνας ἀπώμοσε», <b>Ηρόδ.</b>)<br />η) [[καταλαβαίνω]], [[κατανοώ]] («οἱ δὲ Σκύθαι οὐκ εἶχον συμβαλέσθαι τὸ [[πρῆγμα]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>16.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὰ συμβάλλοντα</i><br />οι συμβολές, τα [[σημεία]] ένωσης<br /><b>17.</b> (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ ξυμβάλλων</i><br />αυτός που συμπλέκεται, που συγκρούεται<br /><b>18.</b> (το αρσ. της μτχ. αορ. ως ουσ.)<br /><i>ὁ συμβολών</i><br />α) ο [[δανειστής]]<br />β) αυτός που συνάντησε κάποιον<br /><b>19.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συμβάλλω]] βλέφαρα» — [[κλείνω]] τα μάτια μου για να κοιμηθώ (<b>Αισχύλ.</b>)<br />β) «[[συμβάλλω]] [[ὄμμα]]» — [[κλείνω]] τα μάτια του πεθαμένου (<b>Αισχύλ.</b>)<br />γ) «δεξιὰς [[συμβάλλω]] τινί» — [[δίνω]] το [[χέρι]] μου σε κάποιον, [[ανταλλάσσω]] [[χειραψία]] (<b>Ευρ.</b>)<br />δ) «[[συμβάλλω]] λόγους» — [[συνομιλώ]] (<b>Πλούτ.</b>)<br />ε) «[[συμβάλλω]] ἔπη [[κακά]]» — αναγκάζομαι να χρησιμοποιήσω [[βαριά]] [[λόγια]] (<b>Σοφ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm