επιτυχαίνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "εῑν" to "εῖν"
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[επιτυγχάνω]] και [[πιτυχαίνω]] και [[πετυχαίνω]] (AM [[ἐπιτυγχάνω]], Μ και (έ)[[πιτυχαίνω]] και [[πετυχαίνω]])<br /><b>1.</b> [[βρίσκω]] τον στόχο, [[σημαδεύω]] καλά (α. «ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῖν τοῦ σκοποῡ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῑν», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «τον πυροβόλησε και τον πέτυχε στην [[καρδιά]]»)<br /><b>2.</b> [[συναντώ]] κάποιον τυχαία (α. «τον πέτυχα στον δρόμο» β. «ἵνα μὴ ‘κεῑνος ὑμῑν ἐπιτύχῃ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φθάνω]] στον σκοπό μου, [[πραγματοποιώ]], [[κατορθώνω]] (α. «δεν ήταν δυνατό να επιτευχθεί [[συμφωνία]]» β. «ἐπιτυγχάνοντες ὧν πράττουσιν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> ευνοούμαι από την [[τύχη]], [[ευδοκιμώ]], [[προκόπτω]] (α. «πέτυχε στις εξετάσεις» β. «εἰ μὲν ἐπέτυχε τῇ βολῇ τοῦ τόξου», Αχμ. Ονειροκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[γίνομαι]], εκτελούμαι καλά («δεν πέτυχαν οι φωτογραφίες»)<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[εκτελώ]] καλά («ο [[ράφτης]] δεν πέτυχε το [[κοστούμι]]»)<br /><b>3.</b> (η παθ. μτχ. ως επίθ.) <i>επιτυχημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αυτός που γίνεται με [[επιτυχία]] («επιτυχημένο αστείο»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για τη γη) [[παράγω]]<br /><b>2.</b> [[αποκτώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[ενέργεια]]) έχω καλό [[αποτέλεσμα]] («μὴ ζήτησιν τῶν πρασσομένων, ἀλλὰ μίμησιν τῶν ἐπιτετευγμένων», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (με δοτ. προσ.) [[συζητώ]] με κάποιον («ἰόντι τε τινί ποθεν [[ἄλλοθεν]] [[εἴτε]] καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς πόλεως ἑτοίμως ἐπιτυχεῑν», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[τυγχάνω]] «[[βρίσκω]] τον στόχο». Ο αόρ. β’ <i>επ</i>-<i>έτυχον</i> δημιούργησε αφ’ ενός μεν το μσν. <i>επι</i>-[[τυχαίνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[λαγχάνω]] -<i>έλαχον</i> > [[λαχαίνω]], [[μανθάνω]]-<i>έμαθον</i> > [[μαθαίνω]]), αφ’ ετέρου δε, με [[διατήρηση]] της εσωτερικής αυξήσεως και σίγηση του αρχικού άτονου <i>ε</i>- που θεωρήθηκε πιθ. ως η [[αύξηση]], το νεοελλ. [[πετυχαίνω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πέτυχα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ε</i>-<i>πέτυχα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>επ</i>-<i>έτυχον</i>)].
|mltxt=και [[επιτυγχάνω]] και [[πιτυχαίνω]] και [[πετυχαίνω]] (AM [[ἐπιτυγχάνω]], Μ και (έ)[[πιτυχαίνω]] και [[πετυχαίνω]])<br /><b>1.</b> [[βρίσκω]] τον στόχο, [[σημαδεύω]] καλά (α. «ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῖν τοῦ σκοποῡ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῖν», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «τον πυροβόλησε και τον πέτυχε στην [[καρδιά]]»)<br /><b>2.</b> [[συναντώ]] κάποιον τυχαία (α. «τον πέτυχα στον δρόμο» β. «ἵνα μὴ ‘κεῖνος ὑμῑν ἐπιτύχῃ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φθάνω]] στον σκοπό μου, [[πραγματοποιώ]], [[κατορθώνω]] (α. «δεν ήταν δυνατό να επιτευχθεί [[συμφωνία]]» β. «ἐπιτυγχάνοντες ὧν πράττουσιν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> ευνοούμαι από την [[τύχη]], [[ευδοκιμώ]], [[προκόπτω]] (α. «πέτυχε στις εξετάσεις» β. «εἰ μὲν ἐπέτυχε τῇ βολῇ τοῦ τόξου», Αχμ. Ονειροκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[γίνομαι]], εκτελούμαι καλά («δεν πέτυχαν οι φωτογραφίες»)<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[εκτελώ]] καλά («ο [[ράφτης]] δεν πέτυχε το [[κοστούμι]]»)<br /><b>3.</b> (η παθ. μτχ. ως επίθ.) <i>επιτυχημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αυτός που γίνεται με [[επιτυχία]] («επιτυχημένο αστείο»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για τη γη) [[παράγω]]<br /><b>2.</b> [[αποκτώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[ενέργεια]]) έχω καλό [[αποτέλεσμα]] («μὴ ζήτησιν τῶν πρασσομένων, ἀλλὰ μίμησιν τῶν ἐπιτετευγμένων», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (με δοτ. προσ.) [[συζητώ]] με κάποιον («ἰόντι τε τινί ποθεν [[ἄλλοθεν]] [[εἴτε]] καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς πόλεως ἑτοίμως ἐπιτυχεῖν», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[τυγχάνω]] «[[βρίσκω]] τον στόχο». Ο αόρ. β’ <i>επ</i>-<i>έτυχον</i> δημιούργησε αφ’ ενός μεν το μσν. <i>επι</i>-[[τυχαίνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[λαγχάνω]] -<i>έλαχον</i> > [[λαχαίνω]], [[μανθάνω]]-<i>έμαθον</i> > [[μαθαίνω]]), αφ’ ετέρου δε, με [[διατήρηση]] της εσωτερικής αυξήσεως και σίγηση του αρχικού άτονου <i>ε</i>- που θεωρήθηκε πιθ. ως η [[αύξηση]], το νεοελλ. [[πετυχαίνω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πέτυχα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ε</i>-<i>πέτυχα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>επ</i>-<i>έτυχον</i>)].
}}
}}