πήχυς: Difference between revisions

No change in size ,  27 March 2021
m
Text replacement - "εῑν" to "εῖν"
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-εως, ο / [[πῆχυς]], -εως και -εος, ΝΜΑ, και [[πήχη]], η, ΝΜ, και [[πήχης]], ο, και πήχυ ή [[πήχι]], -ιού, το, Ν, αιολ. τ. πᾱχυς, ὁ, Α<br />το [[αντιβράχιο]], το [[τμήμα]] του χεριού που περιλαμβάνεται από τον αγκώνα έως τον καρπό, έως την πηχεοκαρπική [[άρθρωση]]<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />ο [[κανόνας]], η [[ρίγα]] με [[μήκος]] ενός πήχυ («καὶ [[κανόνας]] ἐξοίσουσι καὶ πήχεις ἐπῶν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] διαφόρων μονάδων μετρήσεως μήκους, που οι υποδιαιρέσεις και το [[μήκος]] τους ποικίλλουν [[κατά]] χώρες (α. «[[αγγλικός]] [[πήχυς]]» β. «[[γαλλικός]] [[πήχυς]]»<br />«[[σερβικός]] [[πήχυς]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[βασιλικός]] [[πήχυς]]» — η νόμιμη [[μετρική]] [[μονάδα]] που καθιερώθηκε στην [[Ελλάδα]] το 1936, [[κατά]] το δεκαδικό [[σύστημα]], ίση με ένα [[μέτρο]], αλλ. [[μέτρο]]<br />β) «[[κοινός]] [[πήχυς]]» ή «[[εμπορικός]] [[πήχυς]]» ή «[[τουρκικός]] [[πήχυς]]» — η [[μονάδα]] που χρησιμοποιήθηκε [[μέχρι]] το 1959 για τη [[μέτρηση]] [[ιδίως]] υφασμάτων, είχε [[μήκος]] 0,648 [[μέτρα]] και υποδιαιρούνταν σε 8 ρούπια, αλλ. [[πήχη]]<br />γ) «[[τεκτονικός]] [[πήχυς]]» — [[μονάδα]] που χρησιμοποιήθηκε στην [[Ελλάδα]] για γραμμικές ή τετραγωνικές μετρήσεις γηπέδων, ισοδύναμη με 0,75 [[μέτρα]] και υποδιαιρούμενη σε 24 δακτύλους<br />δ) «[[τετραγωνικός]] [[τεκτονικός]] [[πήχυς]]» — [[μονάδα]] μέτρησης επιφανειών, που χρησιμοποιήθηκε στο [[παρελθόν]] και ισοδυναμούσε με 0,5625 τετραγωνικά [[μέτρα]]<br />ε) «έβγαλε μια [[πήχη]] [[γλώσσα]]» — αυθαδίασε<br />στ) «βγήκε η [[γλώσσα]] μου μια [[πήχη]]» — λαχάνιασα τρέχοντας ή έκανα μεγάλες προσπάθειες για [[κάτι]]<br /><b>6.</b> (στον τ. [[πήχη]]) α) [[κάθε]] [[επιμήκης]] και μικρού πάχους και πλάτους κανονική [[σανίδα]]<br />β) λαϊκή [[ονομασία]] τών αστέρων που αποτελούν τον τελαμώνα, δηλ. τον ιμάντα του κυνηγετικού σάκου του Ωρίωνα, που [[είναι]] τοποθετημένα σε [[σχήμα]] πήχεως<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[οστό]] του αγκώνα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ποιητ.)</b> ο [[βραχίονας]], το [[μπράτσο]] («λευκὸν δ' ἐμβαλοῡσα πῆχυν στέρνοις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> το κεντρικό [[μέρος]] του τόξου, όπου ενώνονται τα δύο [[άκρα]] του, τα δύο κέρατα, η [[λαβή]] του τόξου («ὁ δὲ τόξου πῆχυν ἄνελκε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ πήχεες</i><br />οι δύο βραχίονες της λύρας, σε [[αντιδιαστολή]] με το [[ζυγόν]], [[δηλαδή]] με το κάθετο [[ξύλο]] που ενώνει τους βραχίονες της λύρας και [[πάνω]] στο οποίο στηρίζονται οι χορδές<br /><b>4.</b> το [[ζυγόν]] της λύρας<br /><b>5.</b> η [[φάλαγγα]], η οριζόντια [[δοκός]] της ζυγαριάς, η [[τρυτάνη]]<br /><b>6.</b> (ως [[μονάδα]] μέτρησης) η [[απόσταση]] από την [[άκρη]] του αγκώνα ώς την [[άκρη]] του μικρού δακτύλου, ίση με 24 δακτύλους ή 6 παλαστάς, παλάμες, ή με 0,46 [[μέτρα]], ο [[αρχαίος]] [[ελληνικός]] [[πήχυς]]<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> μικρή [[ποσότητα]] («προσθεῑναι ἐπὶ τήν ήλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα», ΚΔ)<br /><b>8.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ πήχεις</i><br />οι νάνοι, τα 16 [[παιδιά]] που παριστάνονται σε εικόνες να παίζουν [[γύρω]] από τον Νείλο και που συμβόλιζαν τους 16 πήχεις στους οποίους ανέβαινε η [[στάθμη]] του ποταμού [[κατά]] την ευεργετική για την Αίγυπτο [[πλημμύρα]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πῆχυς]] βασιλήϊος» — [[περσικός]] [[πήχυς]], μακρότερος από τον ελληνικό [[κατά]] 3 δακτύλους, [[δηλαδή]] [[ίσος]] με 27 δακτύλους ή με 0,52 [[περίπου]] [[μέτρα]]<br />β) «[[πῆχυς]] τοῦ πριστικοῡ ξύλου» ή «[[πήχυς]] [[λιθικός]]» — ο [[πήχυς]] που σταθεροποιήθηκε στους μεταγενέστερους χρόνους σε [[μήκος]] 0,45 [[μέτρα]] για τη [[μέτρηση]] ξύλου ή λίθου, ενώ ο [[πήχυς]] για άλλες χρήσεις είχε [[κατά]] τους μεταγενέστερους χρόνους [[μήκος]] 0,61 [[μέτρα]]<br />γ) «[[κατά]] πήχυν» — λίγο λίγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πῆχυς]], η οποία δηλώνει [[μέλος]] του σώματος, ανάγεται σε ΙΕ <i>bh</i><i>ā</i><i>ĝhu</i>- «[[πήχυς]]» και συνδέεται με ανάλογους τύπους άλλων γλωσσών (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>b</i><i>ā</i><i>hu</i>-, αβεστ. <i>b</i><i>ā</i><i>zu</i>- «[[βραχίονας]], μπροστινό [[πόδι]] ζώου», αγγλοσαξονικό <i>b</i><i>ō</i><i>g</i> «ώμος, [[βραχίονας]]», γερμ. <i>Bug</i> «[[ωμοπλάτη]]»). Αξιοσημείωτες [[είναι]] οι διαφορές που παρουσιάζουν οι τύποι αυτοί ως [[προς]] το [[μέλος]] του σώματος το οποίο δηλώνουν. Στην προταθείσα [[ερμηνεία]] ότι οι τ. αυτοί ανάγονται στη [[ρίζα]] που βρίσκουμε σε ορισμένους τύπους της Οσετικής (<i>i</i>-<i>voez</i>- «[[απλώνω]], [[εκτείνω]]», <i>ivaz</i>-<i>n</i> «[[οργυιά]]») αντιπαρατηρείται ότι η λ. δεν είχε τη σημ. «[[τεντωμένος]] [[βραχίονας]]» ή τη σημ. «[[οργυιά]]», [[αλλά]] δήλωνε το [[μήκος]] από τον αγκώνα ώς τον καρπό, τον πήχυ].
|mltxt=-εως, ο / [[πῆχυς]], -εως και -εος, ΝΜΑ, και [[πήχη]], η, ΝΜ, και [[πήχης]], ο, και πήχυ ή [[πήχι]], -ιού, το, Ν, αιολ. τ. πᾱχυς, ὁ, Α<br />το [[αντιβράχιο]], το [[τμήμα]] του χεριού που περιλαμβάνεται από τον αγκώνα έως τον καρπό, έως την πηχεοκαρπική [[άρθρωση]]<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />ο [[κανόνας]], η [[ρίγα]] με [[μήκος]] ενός πήχυ («καὶ [[κανόνας]] ἐξοίσουσι καὶ πήχεις ἐπῶν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] διαφόρων μονάδων μετρήσεως μήκους, που οι υποδιαιρέσεις και το [[μήκος]] τους ποικίλλουν [[κατά]] χώρες (α. «[[αγγλικός]] [[πήχυς]]» β. «[[γαλλικός]] [[πήχυς]]»<br />«[[σερβικός]] [[πήχυς]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[βασιλικός]] [[πήχυς]]» — η νόμιμη [[μετρική]] [[μονάδα]] που καθιερώθηκε στην [[Ελλάδα]] το 1936, [[κατά]] το δεκαδικό [[σύστημα]], ίση με ένα [[μέτρο]], αλλ. [[μέτρο]]<br />β) «[[κοινός]] [[πήχυς]]» ή «[[εμπορικός]] [[πήχυς]]» ή «[[τουρκικός]] [[πήχυς]]» — η [[μονάδα]] που χρησιμοποιήθηκε [[μέχρι]] το 1959 για τη [[μέτρηση]] [[ιδίως]] υφασμάτων, είχε [[μήκος]] 0,648 [[μέτρα]] και υποδιαιρούνταν σε 8 ρούπια, αλλ. [[πήχη]]<br />γ) «[[τεκτονικός]] [[πήχυς]]» — [[μονάδα]] που χρησιμοποιήθηκε στην [[Ελλάδα]] για γραμμικές ή τετραγωνικές μετρήσεις γηπέδων, ισοδύναμη με 0,75 [[μέτρα]] και υποδιαιρούμενη σε 24 δακτύλους<br />δ) «[[τετραγωνικός]] [[τεκτονικός]] [[πήχυς]]» — [[μονάδα]] μέτρησης επιφανειών, που χρησιμοποιήθηκε στο [[παρελθόν]] και ισοδυναμούσε με 0,5625 τετραγωνικά [[μέτρα]]<br />ε) «έβγαλε μια [[πήχη]] [[γλώσσα]]» — αυθαδίασε<br />στ) «βγήκε η [[γλώσσα]] μου μια [[πήχη]]» — λαχάνιασα τρέχοντας ή έκανα μεγάλες προσπάθειες για [[κάτι]]<br /><b>6.</b> (στον τ. [[πήχη]]) α) [[κάθε]] [[επιμήκης]] και μικρού πάχους και πλάτους κανονική [[σανίδα]]<br />β) λαϊκή [[ονομασία]] τών αστέρων που αποτελούν τον τελαμώνα, δηλ. τον ιμάντα του κυνηγετικού σάκου του Ωρίωνα, που [[είναι]] τοποθετημένα σε [[σχήμα]] πήχεως<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[οστό]] του αγκώνα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ποιητ.)</b> ο [[βραχίονας]], το [[μπράτσο]] («λευκὸν δ' ἐμβαλοῡσα πῆχυν στέρνοις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> το κεντρικό [[μέρος]] του τόξου, όπου ενώνονται τα δύο [[άκρα]] του, τα δύο κέρατα, η [[λαβή]] του τόξου («ὁ δὲ τόξου πῆχυν ἄνελκε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ πήχεες</i><br />οι δύο βραχίονες της λύρας, σε [[αντιδιαστολή]] με το [[ζυγόν]], [[δηλαδή]] με το κάθετο [[ξύλο]] που ενώνει τους βραχίονες της λύρας και [[πάνω]] στο οποίο στηρίζονται οι χορδές<br /><b>4.</b> το [[ζυγόν]] της λύρας<br /><b>5.</b> η [[φάλαγγα]], η οριζόντια [[δοκός]] της ζυγαριάς, η [[τρυτάνη]]<br /><b>6.</b> (ως [[μονάδα]] μέτρησης) η [[απόσταση]] από την [[άκρη]] του αγκώνα ώς την [[άκρη]] του μικρού δακτύλου, ίση με 24 δακτύλους ή 6 παλαστάς, παλάμες, ή με 0,46 [[μέτρα]], ο [[αρχαίος]] [[ελληνικός]] [[πήχυς]]<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> μικρή [[ποσότητα]] («προσθεῖναι ἐπὶ τήν ήλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα», ΚΔ)<br /><b>8.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ πήχεις</i><br />οι νάνοι, τα 16 [[παιδιά]] που παριστάνονται σε εικόνες να παίζουν [[γύρω]] από τον Νείλο και που συμβόλιζαν τους 16 πήχεις στους οποίους ανέβαινε η [[στάθμη]] του ποταμού [[κατά]] την ευεργετική για την Αίγυπτο [[πλημμύρα]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πῆχυς]] βασιλήϊος» — [[περσικός]] [[πήχυς]], μακρότερος από τον ελληνικό [[κατά]] 3 δακτύλους, [[δηλαδή]] [[ίσος]] με 27 δακτύλους ή με 0,52 [[περίπου]] [[μέτρα]]<br />β) «[[πῆχυς]] τοῦ πριστικοῡ ξύλου» ή «[[πήχυς]] [[λιθικός]]» — ο [[πήχυς]] που σταθεροποιήθηκε στους μεταγενέστερους χρόνους σε [[μήκος]] 0,45 [[μέτρα]] για τη [[μέτρηση]] ξύλου ή λίθου, ενώ ο [[πήχυς]] για άλλες χρήσεις είχε [[κατά]] τους μεταγενέστερους χρόνους [[μήκος]] 0,61 [[μέτρα]]<br />γ) «[[κατά]] πήχυν» — λίγο λίγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πῆχυς]], η οποία δηλώνει [[μέλος]] του σώματος, ανάγεται σε ΙΕ <i>bh</i><i>ā</i><i>ĝhu</i>- «[[πήχυς]]» και συνδέεται με ανάλογους τύπους άλλων γλωσσών (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>b</i><i>ā</i><i>hu</i>-, αβεστ. <i>b</i><i>ā</i><i>zu</i>- «[[βραχίονας]], μπροστινό [[πόδι]] ζώου», αγγλοσαξονικό <i>b</i><i>ō</i><i>g</i> «ώμος, [[βραχίονας]]», γερμ. <i>Bug</i> «[[ωμοπλάτη]]»). Αξιοσημείωτες [[είναι]] οι διαφορές που παρουσιάζουν οι τύποι αυτοί ως [[προς]] το [[μέλος]] του σώματος το οποίο δηλώνουν. Στην προταθείσα [[ερμηνεία]] ότι οι τ. αυτοί ανάγονται στη [[ρίζα]] που βρίσκουμε σε ορισμένους τύπους της Οσετικής (<i>i</i>-<i>voez</i>- «[[απλώνω]], [[εκτείνω]]», <i>ivaz</i>-<i>n</i> «[[οργυιά]]») αντιπαρατηρείται ότι η λ. δεν είχε τη σημ. «[[τεντωμένος]] [[βραχίονας]]» ή τη σημ. «[[οργυιά]]», [[αλλά]] δήλωνε το [[μήκος]] από τον αγκώνα ώς τον καρπό, τον πήχυ].
}}
}}