προ: Difference between revisions

No change in size ,  27 March 2021
m
Text replacement - "εῑν" to "εῖν"
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />([[κυρίως]] ως [[πρόθεση]])<br />Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.)<br /><b>1.</b> (με ρ. που σημαίνουν [[στάση]] και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν [[κίνηση]]) [[εμπρός]], [[μπροστά]] από (α. «στέκεται προ της εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», <b>Ομ.</b>Ιλ,<br />γ. «πρὸ δ' ἄρ' αὐτῶν κύνες ἤϊσαν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) ([[υπέρ]], [[χάριν]] κάποιου (α. «προ του προσωπικού του συμφέροντος θυσιάζει τα [[πάντα]]» β. «μάχεσθαι... πρό τε παίδων καὶ πρὸ γυναικῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) περισσότερο από, [[κυρίως]] (α. «[[προπαντός]]» και «προπανός» «πρὸ παντός» — περισσότερο από [[καθετί]] [[άλλο]]<br />β. «[[προπάντων]]» και «πρὸ πάντων» — [[πάνω]] από όλα, [[κυρίως]]<br />γ. «[[κέρδος]] αἰνῆσαι πρὸ δίκας», <b>Πίνδ.</b>)<br />II. (ως χρον.) (συν. με γεν.) [[πριν]] από, [[νωρίτερα]], πρωτύτερα (α. «προ Χριστού» — [[πριν]] από τη [[γέννηση]] του Χριστού, [[δηλαδή]] [[πριν]] από το [[έτος]] 1<br />β. «προ πολλού» και «πρὸ πολλοῡ» — σε παρωχημένο χρόνο, [[πριν]] από πολύ καιρό<br />γ. «προ ολίγου» και «πρὸ μικροῡ» — [[πριν]] από λίγο, [[μόλις]] πρωτύτερα<br />δ. «πρὸ τοῦ» και «[[προτού]]» — [[πριν]] από<br />ε. «έζησαν προ του πολέμου» — στ. «πρὸ γὰρ τῶν Τρωϊκών [[οὐδέν]] φαίνεται», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ως τοπ. και συν. με γεν.) [[πριν]] από [[κοντά]] σε [[κάτι]] («το προ της πλατείας [[κατάστημα]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[μπροστά]] σε μια [[κατάσταση]] ή σε ένα [[γεγονός]] («προ του κινδύνου πτωχεύσεως αποδέχθηκε τελικά τους όρους μας»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «έχω προ οφθαλμών» — έχω υπ' όψιν μου<br />β) «βρίσκομαι προ τών [[πυλών]]» — [[είμαι]] [[έτοιμος]] να<br />γ) «προ μακρού» — σε παλαιά [[εποχή]], [[πριν]] από πολύ καιρό, σε πολύ παρωχημένους χρόνους<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(<b>ως επίρρ.</b>) α) (με τοπ. σημ.) [[μπροστά]] από<br />β) (με χρον. σημ.) πρωτύτερα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με τοπ. σημ.) α) έξω από [[κάπου]] («πρὸ θυρῶν ἠχὼ πᾱσι προφωνεῑν», <b>Σοφ.</b>)<br />β) σε [[απόσταση]] («πρὸ [[τριάκοντα]] σταδίων», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> (χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλώσει [[αντικατάσταση]] ή [[εξίσωση]]) [[αντί]] («άλλον τινὰ τὸ [[γέρας]] ἔχειν πρὸ ἑαυτοῦ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (χρησιμοποιείται για να δηλώσει την [[αιτία]] ή το [[ελατήριο]] μιας πράξης) [[ένεκα]], εξαιτίας («πρὸ τῶνδε» — [[ένεκα]] τούτων, για αυτά, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) α) (με τοπ. σημ.) i) εν όψει, ενώπιον<br />ii) έξω από [[κάτι]]<br />β) (με χρον. σημ.) [[νωρίτερα]] («τά τ' έσσόμενα πρό τ' ἐόντα», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «πρὸ ὁδοῡ [[γίγνομαι]]» — [[προχωρώ]] [[εμπρός]]<br />β) «τὰ ὅπλα ἔχω πρὸ τοξευμάτων» — έχω, δηλ. [[κρατώ]] τα όπλα ως [[μέσο]] προφύλαξης, άμυνας<br />γ) «ὅτι δὲ κ' αὐτὸς πρὸ Fιαυτοῦ ἀμάρτη» — οποιοδήποτε [[σφάλμα]] θα διαπράξει αυτός σύμφωνα με την [[προαίρεση]] του, την [[επιθυμία]] του<br />δ) «πρὸ καὶ [[μετά]]» — πρωτύτερα και αργότερα<br />ε) «αἱροῦμαι» ή «[[κρίνω]] τι πρό τινος» — [[προτιμώ]] [[κάτι]]<br />στ) «πρὸ πολλοῡ ποιοῦμαι» — [[υπολογίζω]], [[εκτιμώ]] [[κάτι]] περισσότερο, το [[θεωρώ]] σπουδαιότερο<br />ζ) «τιμῶμαι τὶ πρὸ πολλῶν χρημάτων» — [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως ακριβό<br />η) «πρὸ ἄλλων» — περισσότερο από άλλους<br />θ) «[[ἀθλεύω]] πρὸ ἄνακτος»<br />i) [[μοχθώ]] εξαιτίας του βασιλιά<br />ii) (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[είμαι]] στην [[υπηρεσία]] του<br />ι) «γῆν πρὸ γῆς ἐλαύνομαι» και «[[διώκω]] γῆν πρὸ γῆς» — [[καταδιώκω]] κάποιον από [[τόπο]] σε [[τόπο]]<br />ια) «πρὸ ἠοῡς» — [[προς]] την [[ανατολή]]<br />ιβ) «πρὸ ἑσπέρης» — [[προς]] τη [[δύση]]<br /><b>4.</b> α) η [[παραπάνω]] [[πρόθεση]] πολλές φορές συνάπτεται με άλλες προθέσεις, όπως λ.χ. [[ἀποπρό]], [[διαπρό]], [[ἐπιπρό]], [[προπρό]], επιτείνοντας τη σημ. της πρώτης προθέσεως ή προσθέτοντας σε αυτήν την [[έννοια]] του [[εμπρός]] ή [[προς]] τα [[εμπρός]] β) η [[παραπάνω]] [[πρόθεση]] [[ουδέποτε]] επιτάσσεται πτώσεως [[εκτός]] από την [[περίπτωση]] [[κατά]] την οποία έπεται της επικ. κατάληξης -<i>θι</i>, όπως λ.χ. <i>Ἰλιόθι πρό</i>, [[οὐρανόθι]] πρὸ</i> κ.λπ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[πρόθεση]] <i>πρό</i> ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>pro</i> «[[μπροστά]], [[προς]] τα [[εμπρός]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>pra</i>, λατ. <i>pro</i>, γοτθ. <i>fra</i>-, λιθουαν. <i>pra</i>-) και [[πρέπει]] να ενταχθεί στην [[ίδια]] [[οικογένεια]] με τα: [[παρά]], [[πάρος]], [[πέρα]], [[περί]]. Η [[πρόθεση]] <i>πρό</i> απαντά και στη Μυκηναϊκή [[κυρίως]] σε συνθ. τ. με τη [[μορφή]] <i>poro</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>poro</i>-<i>eke</i> = [[προεχής]]). Από την [[πρόθεση]] <i>πρό</i> παράγονται οι τ. [[πρόκα]], [[πρόμος]], [[πρόσθεν]], [[πρόσω]], [[πρότερος]], [[καθώς]] και οι τ. [[πρωΐ]] και πιθ. [[πρῶτος]] με εκτεταμένο το [[φωνήεν]] της ρίζας (<b>πρβλ.</b> και λατ. <i>pr</i><i>ō</i>-<i>genies</i>). Τέλος, η [[πρόθεση]] <i>πρό</i> απαντά ως α' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό συνθ. (<b>βλ.</b> <i>προ</i>-)].
|mltxt=ΝΜΑ<br />([[κυρίως]] ως [[πρόθεση]])<br />Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.)<br /><b>1.</b> (με ρ. που σημαίνουν [[στάση]] και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν [[κίνηση]]) [[εμπρός]], [[μπροστά]] από (α. «στέκεται προ της εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», <b>Ομ.</b>Ιλ,<br />γ. «πρὸ δ' ἄρ' αὐτῶν κύνες ἤϊσαν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) ([[υπέρ]], [[χάριν]] κάποιου (α. «προ του προσωπικού του συμφέροντος θυσιάζει τα [[πάντα]]» β. «μάχεσθαι... πρό τε παίδων καὶ πρὸ γυναικῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) περισσότερο από, [[κυρίως]] (α. «[[προπαντός]]» και «προπανός» «πρὸ παντός» — περισσότερο από [[καθετί]] [[άλλο]]<br />β. «[[προπάντων]]» και «πρὸ πάντων» — [[πάνω]] από όλα, [[κυρίως]]<br />γ. «[[κέρδος]] αἰνῆσαι πρὸ δίκας», <b>Πίνδ.</b>)<br />II. (ως χρον.) (συν. με γεν.) [[πριν]] από, [[νωρίτερα]], πρωτύτερα (α. «προ Χριστού» — [[πριν]] από τη [[γέννηση]] του Χριστού, [[δηλαδή]] [[πριν]] από το [[έτος]] 1<br />β. «προ πολλού» και «πρὸ πολλοῡ» — σε παρωχημένο χρόνο, [[πριν]] από πολύ καιρό<br />γ. «προ ολίγου» και «πρὸ μικροῡ» — [[πριν]] από λίγο, [[μόλις]] πρωτύτερα<br />δ. «πρὸ τοῦ» και «[[προτού]]» — [[πριν]] από<br />ε. «έζησαν προ του πολέμου» — στ. «πρὸ γὰρ τῶν Τρωϊκών [[οὐδέν]] φαίνεται», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ως τοπ. και συν. με γεν.) [[πριν]] από [[κοντά]] σε [[κάτι]] («το προ της πλατείας [[κατάστημα]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[μπροστά]] σε μια [[κατάσταση]] ή σε ένα [[γεγονός]] («προ του κινδύνου πτωχεύσεως αποδέχθηκε τελικά τους όρους μας»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «έχω προ οφθαλμών» — έχω υπ' όψιν μου<br />β) «βρίσκομαι προ τών [[πυλών]]» — [[είμαι]] [[έτοιμος]] να<br />γ) «προ μακρού» — σε παλαιά [[εποχή]], [[πριν]] από πολύ καιρό, σε πολύ παρωχημένους χρόνους<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(<b>ως επίρρ.</b>) α) (με τοπ. σημ.) [[μπροστά]] από<br />β) (με χρον. σημ.) πρωτύτερα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με τοπ. σημ.) α) έξω από [[κάπου]] («πρὸ θυρῶν ἠχὼ πᾱσι προφωνεῖν», <b>Σοφ.</b>)<br />β) σε [[απόσταση]] («πρὸ [[τριάκοντα]] σταδίων», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> (χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλώσει [[αντικατάσταση]] ή [[εξίσωση]]) [[αντί]] («άλλον τινὰ τὸ [[γέρας]] ἔχειν πρὸ ἑαυτοῦ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (χρησιμοποιείται για να δηλώσει την [[αιτία]] ή το [[ελατήριο]] μιας πράξης) [[ένεκα]], εξαιτίας («πρὸ τῶνδε» — [[ένεκα]] τούτων, για αυτά, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) α) (με τοπ. σημ.) i) εν όψει, ενώπιον<br />ii) έξω από [[κάτι]]<br />β) (με χρον. σημ.) [[νωρίτερα]] («τά τ' έσσόμενα πρό τ' ἐόντα», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «πρὸ ὁδοῡ [[γίγνομαι]]» — [[προχωρώ]] [[εμπρός]]<br />β) «τὰ ὅπλα ἔχω πρὸ τοξευμάτων» — έχω, δηλ. [[κρατώ]] τα όπλα ως [[μέσο]] προφύλαξης, άμυνας<br />γ) «ὅτι δὲ κ' αὐτὸς πρὸ Fιαυτοῦ ἀμάρτη» — οποιοδήποτε [[σφάλμα]] θα διαπράξει αυτός σύμφωνα με την [[προαίρεση]] του, την [[επιθυμία]] του<br />δ) «πρὸ καὶ [[μετά]]» — πρωτύτερα και αργότερα<br />ε) «αἱροῦμαι» ή «[[κρίνω]] τι πρό τινος» — [[προτιμώ]] [[κάτι]]<br />στ) «πρὸ πολλοῡ ποιοῦμαι» — [[υπολογίζω]], [[εκτιμώ]] [[κάτι]] περισσότερο, το [[θεωρώ]] σπουδαιότερο<br />ζ) «τιμῶμαι τὶ πρὸ πολλῶν χρημάτων» — [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως ακριβό<br />η) «πρὸ ἄλλων» — περισσότερο από άλλους<br />θ) «[[ἀθλεύω]] πρὸ ἄνακτος»<br />i) [[μοχθώ]] εξαιτίας του βασιλιά<br />ii) (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[είμαι]] στην [[υπηρεσία]] του<br />ι) «γῆν πρὸ γῆς ἐλαύνομαι» και «[[διώκω]] γῆν πρὸ γῆς» — [[καταδιώκω]] κάποιον από [[τόπο]] σε [[τόπο]]<br />ια) «πρὸ ἠοῡς» — [[προς]] την [[ανατολή]]<br />ιβ) «πρὸ ἑσπέρης» — [[προς]] τη [[δύση]]<br /><b>4.</b> α) η [[παραπάνω]] [[πρόθεση]] πολλές φορές συνάπτεται με άλλες προθέσεις, όπως λ.χ. [[ἀποπρό]], [[διαπρό]], [[ἐπιπρό]], [[προπρό]], επιτείνοντας τη σημ. της πρώτης προθέσεως ή προσθέτοντας σε αυτήν την [[έννοια]] του [[εμπρός]] ή [[προς]] τα [[εμπρός]] β) η [[παραπάνω]] [[πρόθεση]] [[ουδέποτε]] επιτάσσεται πτώσεως [[εκτός]] από την [[περίπτωση]] [[κατά]] την οποία έπεται της επικ. κατάληξης -<i>θι</i>, όπως λ.χ. <i>Ἰλιόθι πρό</i>, [[οὐρανόθι]] πρὸ</i> κ.λπ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[πρόθεση]] <i>πρό</i> ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>pro</i> «[[μπροστά]], [[προς]] τα [[εμπρός]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>pra</i>, λατ. <i>pro</i>, γοτθ. <i>fra</i>-, λιθουαν. <i>pra</i>-) και [[πρέπει]] να ενταχθεί στην [[ίδια]] [[οικογένεια]] με τα: [[παρά]], [[πάρος]], [[πέρα]], [[περί]]. Η [[πρόθεση]] <i>πρό</i> απαντά και στη Μυκηναϊκή [[κυρίως]] σε συνθ. τ. με τη [[μορφή]] <i>poro</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>poro</i>-<i>eke</i> = [[προεχής]]). Από την [[πρόθεση]] <i>πρό</i> παράγονται οι τ. [[πρόκα]], [[πρόμος]], [[πρόσθεν]], [[πρόσω]], [[πρότερος]], [[καθώς]] και οι τ. [[πρωΐ]] και πιθ. [[πρῶτος]] με εκτεταμένο το [[φωνήεν]] της ρίζας (<b>πρβλ.</b> και λατ. <i>pr</i><i>ō</i>-<i>genies</i>). Τέλος, η [[πρόθεση]] <i>πρό</i> απαντά ως α' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό συνθ. (<b>βλ.</b> <i>προ</i>-)].
}}
}}
{{elru
{{elru