οἰκετικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "εῑν" to "εῖν"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰκετικός]], -ή, -όν (ΑΜ) [[οικέτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον οικέτη ή στα [[μέλη]] της οικογένειας («τὰς οἰκετικὰς χρείας ἐκτελεῑν», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανατράφηκε στο [[σπίτι]], [[οικόσιτος]], [[σπιτικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ οἰκετικόν</i><br />(<b>με περιλπτ. σημ.</b>) το [[σύνολο]] τών οικετών, τών δούλων («ἐκάλει ἐπ' ἐλευθερίᾳ τὸ οἰκετικόν», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=[[οἰκετικός]], -ή, -όν (ΑΜ) [[οικέτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον οικέτη ή στα [[μέλη]] της οικογένειας («τὰς οἰκετικὰς χρείας ἐκτελεῖν», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανατράφηκε στο [[σπίτι]], [[οικόσιτος]], [[σπιτικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ οἰκετικόν</i><br />(<b>με περιλπτ. σημ.</b>) το [[σύνολο]] τών οικετών, τών δούλων («ἐκάλει ἐπ' ἐλευθερίᾳ τὸ οἰκετικόν», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm