λήρος: Difference between revisions

No change in size ,  27 March 2021
m
Text replacement - "εῑν" to "εῖν"
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (Α [[λῆρος]])<br /><b>1.</b> [[ανόητος]] [[λόγος]], [[ανοησία]], [[μωρολογία]] («λὴρον [[εἶναι]] δοκεῑ τὸ [[νόμισμα]] φύσει δ' [[οὐδέν]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>ως ουσ. και ως επίθ.</b>) (<b>για πρόσ.</b>) [[φλύαρος]], [[μωρός]], [[ανόητος]] (α. «μὴ ὥρασιν ἵκοιτο ὁ [[λῆρος]] ἐκεῑνος τοιαῡτα παιδεύων τὸ [[μειράκιον]]», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «ἔα χαίρειν τὸν λῆρον ἐκεῑνον ποιητὴν οὐδὲν εἰδότα ὀνείρων πέρι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραλήρημα]]<br /><b>2.</b> (και ως επιφών.) [[λῆρος]]!<br />ανοησίες, βλακείες<br /><b>3.</b> [[μηδενικό]], [[κωθώνι]] («λῆρός ἐστι πρὸς Κινησίαν» — [[είναι]] ένα [[μηδενικό]] [[μπροστά]] στον Κινησία)<br /><b>4.</b> [[πράγμα]] επιδεικτικό, [[αλλά]] [[χωρίς]] εσωτερική [[αξία]] («λήροις ἀναδῶν τοὺς νικῶντας», <b>Αριστοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λήρως]] (Μ)<br />με ανόητο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Αν χωριστεί ο τ. <i>λῆ</i>-<i>ρος</i> με βάσει το [[θέμα]] <i>λη</i>-, μπορεί να ενταχθεί σε μια [[σειρά]] λέξεων που αναφέρονται στη [[φωνή]] και να αναχθεί σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>l</i><i>ā</i> που, εμφανίζεται σε ηχομιμητικές λέξεις (<b>[[πρβλ]].</b> λιθουαν. <i>lό</i>-<i>ju</i>, <i>lό</i>-<i>ti</i>, αρχ. σλαβ. <i>la</i>-<i>jo</i>, -<i>jati</i> «[[κραυγάζω]]» αρμ. <i>lam</i> «[[κλαίω]]»). Μπορεί [[επίσης]] να συνδεθεί με τα [[λάρος]], [[λάσκω]], [[λάλος]], [[λαίειν]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ληρώ]], [[ληρώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ληραίνω]], [[ληρότης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) [[ληρολόγος]], [[ληρόσοφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[Ληρόκριτος]], [[ληροφρονώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ληρομυθουργία]]. (Β' συνθετικό) [[παράληρος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κρονόληρος]]].<br /> <b>(II)</b><br />[[λῆρος]], βοιωτ. τ. λεῑρος, ὁ (Α)<br />χρυσό [[κόσμημα]] που φορούσαν οι γυναῑκες στον χιτώνα τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για ιδιαίτερη σημ. του τ. [[λῆρος]] (Ι)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (Α [[λῆρος]])<br /><b>1.</b> [[ανόητος]] [[λόγος]], [[ανοησία]], [[μωρολογία]] («λὴρον [[εἶναι]] δοκεῑ τὸ [[νόμισμα]] φύσει δ' [[οὐδέν]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>ως ουσ. και ως επίθ.</b>) (<b>για πρόσ.</b>) [[φλύαρος]], [[μωρός]], [[ανόητος]] (α. «μὴ ὥρασιν ἵκοιτο ὁ [[λῆρος]] ἐκεῖνος τοιαῡτα παιδεύων τὸ [[μειράκιον]]», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «ἔα χαίρειν τὸν λῆρον ἐκεῖνον ποιητὴν οὐδὲν εἰδότα ὀνείρων πέρι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραλήρημα]]<br /><b>2.</b> (και ως επιφών.) [[λῆρος]]!<br />ανοησίες, βλακείες<br /><b>3.</b> [[μηδενικό]], [[κωθώνι]] («λῆρός ἐστι πρὸς Κινησίαν» — [[είναι]] ένα [[μηδενικό]] [[μπροστά]] στον Κινησία)<br /><b>4.</b> [[πράγμα]] επιδεικτικό, [[αλλά]] [[χωρίς]] εσωτερική [[αξία]] («λήροις ἀναδῶν τοὺς νικῶντας», <b>Αριστοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λήρως]] (Μ)<br />με ανόητο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Αν χωριστεί ο τ. <i>λῆ</i>-<i>ρος</i> με βάσει το [[θέμα]] <i>λη</i>-, μπορεί να ενταχθεί σε μια [[σειρά]] λέξεων που αναφέρονται στη [[φωνή]] και να αναχθεί σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>l</i><i>ā</i> που, εμφανίζεται σε ηχομιμητικές λέξεις (<b>[[πρβλ]].</b> λιθουαν. <i>lό</i>-<i>ju</i>, <i>lό</i>-<i>ti</i>, αρχ. σλαβ. <i>la</i>-<i>jo</i>, -<i>jati</i> «[[κραυγάζω]]» αρμ. <i>lam</i> «[[κλαίω]]»). Μπορεί [[επίσης]] να συνδεθεί με τα [[λάρος]], [[λάσκω]], [[λάλος]], [[λαίειν]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ληρώ]], [[ληρώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ληραίνω]], [[ληρότης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) [[ληρολόγος]], [[ληρόσοφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[Ληρόκριτος]], [[ληροφρονώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ληρομυθουργία]]. (Β' συνθετικό) [[παράληρος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κρονόληρος]]].<br /> <b>(II)</b><br />[[λῆρος]], βοιωτ. τ. λεῑρος, ὁ (Α)<br />χρυσό [[κόσμημα]] που φορούσαν οι γυναῑκες στον χιτώνα τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για ιδιαίτερη σημ. του τ. [[λῆρος]] (Ι)].
}}
}}