κηδεύω: Difference between revisions

No change in size ,  27 March 2021
m
Text replacement - "εῡσαι" to "εῦσαι"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "εῡσαι" to "εῦσαι")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[κηδεύω]]) [[κήδος]]<br />[[κάνω]] [[κηδεία]], [[ενταφιάζω]], [[θάβω]] (α. «θα τον κηδέψουν [[αύριο]] στις [[πέντε]] το [[απόγευμα]]» β. «ἀλλ' ἐν ξένησι χερσι κηδευθεὶς [[τάλας]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[νοιάζομαι]], ευσπλαχνίζομαι κάποιον<br /><b>2.</b> [[προσέχω]], [[φυλάγομαι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[φροντίζω]], [[περιποιούμαι]], [[υπηρετώ]] («κηδεύειν πόλιν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνάπτω]] γάμο (α. «ὡς τὸ κηδεῡσαι καθ' ἑαυτὸν ἀριστεύει μακρῷ», <b>Αισχύλ.</b> β. «κηδεύσας καλοῑς γαμβροῑσι χαίρων σῴζεται πικρὸν [[λέχος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] [[γαμπρός]] κάποιου<br /><b>3.</b> [[κάνω]] κάποιον συγγενή μου με γάμο («πότερα κηδεύσων τινά ἢ ξυγγενὴς ὤν, ἢ τίν' αἰτίαν ἔχων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>κηδεύομαι</i><br />[[διατελώ]] υπό [[κηδεμονία]]<br /><b>5.</b> (πληθ. αρσ. μτχ. αορ. ως ουσ.) <i>οἱ κηδεύσαντες</i><br />αυτοί που συνήψαν τον γάμο<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κηδεύω]] [[λέχος]]» — νυμφεύομαι<br />β) «[[κηδεύω]] τὴν [[θυγατέρα]] τινί» — [[δίνω]] την [[κόρη]] μου σε κάποιον για γάμο.
|mltxt=(ΑΜ [[κηδεύω]]) [[κήδος]]<br />[[κάνω]] [[κηδεία]], [[ενταφιάζω]], [[θάβω]] (α. «θα τον κηδέψουν [[αύριο]] στις [[πέντε]] το [[απόγευμα]]» β. «ἀλλ' ἐν ξένησι χερσι κηδευθεὶς [[τάλας]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[νοιάζομαι]], ευσπλαχνίζομαι κάποιον<br /><b>2.</b> [[προσέχω]], [[φυλάγομαι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[φροντίζω]], [[περιποιούμαι]], [[υπηρετώ]] («κηδεύειν πόλιν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνάπτω]] γάμο (α. «ὡς τὸ κηδεῦσαι καθ' ἑαυτὸν ἀριστεύει μακρῷ», <b>Αισχύλ.</b> β. «κηδεύσας καλοῑς γαμβροῑσι χαίρων σῴζεται πικρὸν [[λέχος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] [[γαμπρός]] κάποιου<br /><b>3.</b> [[κάνω]] κάποιον συγγενή μου με γάμο («πότερα κηδεύσων τινά ἢ ξυγγενὴς ὤν, ἢ τίν' αἰτίαν ἔχων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>κηδεύομαι</i><br />[[διατελώ]] υπό [[κηδεμονία]]<br /><b>5.</b> (πληθ. αρσ. μτχ. αορ. ως ουσ.) <i>οἱ κηδεύσαντες</i><br />αυτοί που συνήψαν τον γάμο<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κηδεύω]] [[λέχος]]» — νυμφεύομαι<br />β) «[[κηδεύω]] τὴν [[θυγατέρα]] τινί» — [[δίνω]] την [[κόρη]] μου σε κάποιον για γάμο.
}}
}}
{{lsm
{{lsm