κηρός: Difference between revisions

No change in size ,  27 March 2021
m
Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς "
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2, $3")
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[κηρός]])<br />το [[κερί]] τών [[μελισσών]], λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη [[ουσία]] που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό [[περιβάλλον]], γνωστή [[κυρίως]] ως [[προϊόν]] τών [[μελισσών]], από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῦ κηρὸν καταμαλάσσων», Βί. Αλεξ.)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[κηρώδης]] [[ουσία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ισπανικός]] [[κηρός]]» — σφραγιστικό [[κερί]], βουλοκέρι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>οι κηροί</i><br />λαμπάδες από [[κερί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κηρήθρα]] («<i>ἔρρεέ</i> μοι φωνὰ γλυκερωτέρα ἢ [[μέλι]] κηρῷ», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[πινακίδα]] αλειμμένη με [[κερί]] («λόγους εἰς [[γραμμάτιον]] και κηρὸν ἐρχομένους», Λιβάν.)<br /><b>3.</b> βουλοκέρι<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[κηρός]] [[Τυρρηνικός]]» — [[κηρός]] [[μελισσών]] που έχει λευκανθεί<br />τον χρησιμοποιούσαν για [[παρασκευή]] αλοιφών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για δάνεια λ., ανατολικής προέλευσης. Η [[σύνδεση]] με ορισμένους τ. τών βαλτικών γλωσσών που δηλώνουν το [[μέλι]] (<b>[[πρβλ]].</b> λιθουαν. <i>korŷs</i>, λεττον. <i>kare</i>[[s]]) προσκρούει σε [[σοβαρά]] φωνητικά προβλήματα.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κηρίον]], [[κήρινος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κήρα]], [[κηρίζω]], [[κήρινθος]], [[κηρίς]], [[κηρίτις]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κηρίνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κηρήθρα]], [[κηρικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κηρογραφία]], [[κηρόδετος]], [[κηροδόχος]], [[κηροειδής]], [[κηρόμελι]], [[κηροπλαστείο]], [[κηροπλάστης]], [[κηρόπλαστος]], [[κηροποιός]], [[κηροπώλης]], [[κηροτέχνης]], [[κηροφόρος]], [[κηρόχρους]], [[κηρόχυτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κηράνθεμον]], [[κηραχάτης]], [[κηρέλαιον]], [[κηρεμβροχή]], [[κηρογονία]], [[κηρογραφώ]], [[κηροδέτης]], [[κηροδομώ]], [[κηρόκλυστος]], [[κηροπαγής]], [[κηρόπισσος]], [[κηροπλαστώ]], [[κηροτακίς]], [[κηρότροφος]], [[κηρουργία]], [[κηροφορώ]], [[κηροχίτων]], [[κηροχυτώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κηραψία]], [[κηροκίσηρον]], [[κηρομάρμαρος]], [[κηρομάστιχον]], [[κηροπράτης]], [[κηροστούπιν]]<br />(μσν-νεοελλ.) [[κηροδοσία]], [[κηρομαστίχα]], <i>κηροπωλείον</i>, [[κηροστάτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>κηραλειπτός</i>, [[κηραλοιφή]], [[κηροκοπίδα]], <i>κηρολιπωσία</i>, [[κηρομαντεία]], [[κηρόξυλο]], <i>κηροπηγία</i>, [[κηροπήγιο]](<i>ν</i>), [[κηρόπιτα]], [[κηροποιείο]], [[κηροποιία]], <i>κηροσδέστης</i>, [[κηροτήκτης]], [[κηροτυπία]], [[κηρόχαρτο]], [[κηροχάραξη]], [[κηροχυσία]], [[κηροχύτης]]].
|mltxt=ο (ΑΜ [[κηρός]])<br />το [[κερί]] τών [[μελισσών]], λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη [[ουσία]] που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό [[περιβάλλον]], γνωστή [[κυρίως]] ως [[προϊόν]] τών [[μελισσών]], από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῖς ἑαυτοῦ κηρὸν καταμαλάσσων», Βί. Αλεξ.)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[κηρώδης]] [[ουσία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ισπανικός]] [[κηρός]]» — σφραγιστικό [[κερί]], βουλοκέρι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>οι κηροί</i><br />λαμπάδες από [[κερί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κηρήθρα]] («<i>ἔρρεέ</i> μοι φωνὰ γλυκερωτέρα ἢ [[μέλι]] κηρῷ», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[πινακίδα]] αλειμμένη με [[κερί]] («λόγους εἰς [[γραμμάτιον]] και κηρὸν ἐρχομένους», Λιβάν.)<br /><b>3.</b> βουλοκέρι<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[κηρός]] [[Τυρρηνικός]]» — [[κηρός]] [[μελισσών]] που έχει λευκανθεί<br />τον χρησιμοποιούσαν για [[παρασκευή]] αλοιφών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για δάνεια λ., ανατολικής προέλευσης. Η [[σύνδεση]] με ορισμένους τ. τών βαλτικών γλωσσών που δηλώνουν το [[μέλι]] (<b>[[πρβλ]].</b> λιθουαν. <i>korŷs</i>, λεττον. <i>kare</i>[[s]]) προσκρούει σε [[σοβαρά]] φωνητικά προβλήματα.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κηρίον]], [[κήρινος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κήρα]], [[κηρίζω]], [[κήρινθος]], [[κηρίς]], [[κηρίτις]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κηρίνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κηρήθρα]], [[κηρικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κηρογραφία]], [[κηρόδετος]], [[κηροδόχος]], [[κηροειδής]], [[κηρόμελι]], [[κηροπλαστείο]], [[κηροπλάστης]], [[κηρόπλαστος]], [[κηροποιός]], [[κηροπώλης]], [[κηροτέχνης]], [[κηροφόρος]], [[κηρόχρους]], [[κηρόχυτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κηράνθεμον]], [[κηραχάτης]], [[κηρέλαιον]], [[κηρεμβροχή]], [[κηρογονία]], [[κηρογραφώ]], [[κηροδέτης]], [[κηροδομώ]], [[κηρόκλυστος]], [[κηροπαγής]], [[κηρόπισσος]], [[κηροπλαστώ]], [[κηροτακίς]], [[κηρότροφος]], [[κηρουργία]], [[κηροφορώ]], [[κηροχίτων]], [[κηροχυτώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κηραψία]], [[κηροκίσηρον]], [[κηρομάρμαρος]], [[κηρομάστιχον]], [[κηροπράτης]], [[κηροστούπιν]]<br />(μσν-νεοελλ.) [[κηροδοσία]], [[κηρομαστίχα]], <i>κηροπωλείον</i>, [[κηροστάτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>κηραλειπτός</i>, [[κηραλοιφή]], [[κηροκοπίδα]], <i>κηρολιπωσία</i>, [[κηρομαντεία]], [[κηρόξυλο]], <i>κηροπηγία</i>, [[κηροπήγιο]](<i>ν</i>), [[κηρόπιτα]], [[κηροποιείο]], [[κηροποιία]], <i>κηροσδέστης</i>, [[κηροτήκτης]], [[κηροτυπία]], [[κηρόχαρτο]], [[κηροχάραξη]], [[κηροχυσία]], [[κηροχύτης]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm