ἱππάσιμος: Difference between revisions

m
Text replacement - "εῑν" to "εῖν"
m (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἱππάσιμος]], -ασίμη, -ον) [[ιππάζομαι]]<br />(για [[τόπο]]) [[κατάλληλος]] για [[ιππασία]] («Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῡσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που υποκύπτει στη [[δύναμη]] ή στις διαθέσεις τών άλλων («τοῑς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικὼς ἱππάσιμον» — [[αφού]] άφησε τον εαυτό του να τον κάνουν οι κόλακες ό,τι θέλουν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἱππάσιμον</i><br />το πεδινό («τὰ ἱππάσιμα τῆς χώρας ἄνιππα ποιεῑν», Αιν.).
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἱππάσιμος]], -ασίμη, -ον) [[ιππάζομαι]]<br />(για [[τόπο]]) [[κατάλληλος]] για [[ιππασία]] («Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῡσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που υποκύπτει στη [[δύναμη]] ή στις διαθέσεις τών άλλων («τοῑς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικὼς ἱππάσιμον» — [[αφού]] άφησε τον εαυτό του να τον κάνουν οι κόλακες ό,τι θέλουν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἱππάσιμον</i><br />το πεδινό («τὰ ἱππάσιμα τῆς χώρας ἄνιππα ποιεῖν», Αιν.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm