3,274,921
edits
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />ξύλινη κυλινδρική [[ράβδος]] που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Σπαρτιάτες για [[αποστολή]] κρυπτογραφημένων μηνυμάτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μικρή κυλινδρική [[ράβδος]] που χρησιμοποιούν οι αθλητές σκυταλοδρομίας<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[καθένας]] από τους μοχλούς που περιστρέφουν τον [[εργάτη]], το [[εξάρτημα]] του πλοίου με το οποίο σηκώνεται η [[άγκυρα]], κν. [[μανέλα]]<br /><b>3.</b> <b>ζωολ.</b> [[ονομασία]] οφιδίου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[παραδίδω]] [ή [[παίρνω]]] τη [[σκυτάλη]]» — [[αφήνω]] κάποιον να συνεχίσει το [[έργο]] μου ή [[διαδέχομαι]] κάποιον στην [[εκτέλεση]] ενός έργου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />καθένα από τα οστά τών δακτύλων, [[φάλαγγα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ξύλινο [[ραβδί]] που χρησιμοποιούσαν ως όπλο, [[ματσούκι]], [[ρόπαλο]] («ἀναλωθέντων δὲ τῶν ὀϊστῶν, σκυτάλαις ξυλίναις διαγωνίζονται», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> η περιελιγμένη [[ταινία]] στην οποία ήταν κρυπτογραφημένο το [[μήνυμα]] που στελνόταν από τις αρχές της Σπάρτης («πέμψαντες κήρυκα οἱ ἔφοροι καὶ σκυτάλην [[εἶπον]] τοῦ [[κήρυκος]] μὴ λείπεσθαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (γενικά) [[άγγελμα]], [[μήνυμα]] («ἠυκόμων σκυτάλα Μοισᾱν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> καθεμιά από τις ράβδους που υποβάσταζαν [[φορείο]] («καὶ ἔσονται ψαλίδες | |mltxt=η, ΝΜΑ<br />ξύλινη κυλινδρική [[ράβδος]] που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Σπαρτιάτες για [[αποστολή]] κρυπτογραφημένων μηνυμάτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μικρή κυλινδρική [[ράβδος]] που χρησιμοποιούν οι αθλητές σκυταλοδρομίας<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[καθένας]] από τους μοχλούς που περιστρέφουν τον [[εργάτη]], το [[εξάρτημα]] του πλοίου με το οποίο σηκώνεται η [[άγκυρα]], κν. [[μανέλα]]<br /><b>3.</b> <b>ζωολ.</b> [[ονομασία]] οφιδίου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[παραδίδω]] [ή [[παίρνω]]] τη [[σκυτάλη]]» — [[αφήνω]] κάποιον να συνεχίσει το [[έργο]] μου ή [[διαδέχομαι]] κάποιον στην [[εκτέλεση]] ενός έργου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />καθένα από τα οστά τών δακτύλων, [[φάλαγγα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ξύλινο [[ραβδί]] που χρησιμοποιούσαν ως όπλο, [[ματσούκι]], [[ρόπαλο]] («ἀναλωθέντων δὲ τῶν ὀϊστῶν, σκυτάλαις ξυλίναις διαγωνίζονται», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> η περιελιγμένη [[ταινία]] στην οποία ήταν κρυπτογραφημένο το [[μήνυμα]] που στελνόταν από τις αρχές της Σπάρτης («πέμψαντες κήρυκα οἱ ἔφοροι καὶ σκυτάλην [[εἶπον]] τοῦ [[κήρυκος]] μὴ λείπεσθαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (γενικά) [[άγγελμα]], [[μήνυμα]] («ἠυκόμων σκυτάλα Μοισᾱν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> καθεμιά από τις ράβδους που υποβάσταζαν [[φορείο]] («καὶ ἔσονται ψαλίδες ταῖς σκυτάλαις ὤστε αἵρειν αὐτὸ ἐν αὐταῑς», ΠΔ)<br /><b>5.</b> [[κανόνας]] με τον οποίο ισοπέδωναν το [[χύμα]] [[σιτάρι]] με τα χείλη του χρησιμοποιούμενου μέτρου χωρητικότητας<br /><b>6.</b> ξύλινη [[πινακίδα]], [[αβάκιο]] («ὄντων δὲ τῶν χρημάτων ἐν σακκίοις, καὶ τούτων ἔχοντος ἑκάστου σκυτάλην, ἔχουσαν τὴν ἐπιγραφήν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[ράβδος]] ή [[ταινία]] από [[μέταλλο]] («σκυτάλας ἐλέφαντος, κασσιτέρου», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>8.</b> [[μαστίγιο]], [[καμουτσίκι]]<br /><b>9.</b> [[μοχλός]] μηχανής<br /><b>10.</b> [[μέσο]] για την [[μετάδοση]] κίνησης σε τροχό<br /><b>11.</b> [[βλαστός]] ή [[παραφυάδα]]<br /><b>12.</b> [[κύλινδρος]] τον οποίο χρησιμοποιούσαν κυλίοντάς τον, για την [[μετακίνηση]], [[πάνω]] σε αυτόν, μεγάλων βαρών<br /><b>13.</b> [[είδος]] φιδιού που έχει ίδιο [[πάχος]] σε όλο του το [[μήκος]]<br /><b>14.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σκυτάλαι<br />αἱ ἱππικαὶ ἶλαι... ἢ θύλακες δερμάτινοι»<br /><b>15.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σκυτάλη]] [[ἀγριέλαιος]]» — το [[ρόπαλο]] του Ηρακλή<br />β) «σκυτάλης [[περιτροπή]]» — [[μάταιος]] [[κόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. έχει σχηματιστεί <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο τ. [[σκύτος]] «[[κομμάτι]] αποφλοιωμένου ξύλου» (<b>πρβλ.</b> [[σκύτη]] / [[σκῦτος]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αλο</i>- (<b>βλ.</b> και λ. [[σκύταλον]]), που δηλώνει όργανο (<b>πρβλ.</b> <i>πάσσ</i>-<i>αλος</i>, <i>ῥόπ</i>-<i>αλον</i>) και συνδέεται με τα: λιθουαν. <i>skutas</i> «[[κομμάτι]], [[κουρέλι]]», <i>skutu</i> «[[ξεφλουδίζω]]». Τη λ. δανείστηκε η Λατινική, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>scutula</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |