αλήθεια: Difference between revisions

m
Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς "
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀλήθεια]])<br /><b>1.</b> η πραγματική [[κατάσταση]] σε [[αντίθεση]] [[προς]] το [[ψεύδος]]<br /><b>2.</b> η αντικειμενική ύπαρξη (σε [[αντίθεση]] με τη [[φαινομενικότητα]]), η [[πραγματικότητα]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(<b>ως επίρρ.</b>) αληθινά, πραγματικά, όντως<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λόγος]] που δεν περιέχει [[ψεύδος]], [[αληθινός]] [[λόγος]]<br /><b>2.</b> [[αρχή]] ή [[δόγμα]] που δεν επιδέχεται [[αμφισβήτηση]], [[αξίωμα]] καθολικού κύρους, αδιάσειστο γνωμικό<br /><b>3.</b> [[ορθότητα]], [[ακρίβεια]]<br /><b>4.</b> (ως δηλωτικό όρκου στη φρ.) «μα την [[αλήθεια]]»<br /><b>5.</b> ως εισαγωγικό [[μόριο]] στην [[αρχή]] του λόγου «[[αλήθεια]], ξέρεις τί μού είπε ο [[φίλος]] σου;»<br /><b>6.</b> ως [[επιφώνημα]] θαυμασμού, απορίας ή αγανάκτησης<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />αληθινή [[έκβαση]], [[επαλήθευση]] ονείρου ή οιωνού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[πραγματικός]] [[πόλεμος]] σε [[αντίθεση]] [[προς]] την πολεμική [[άσκηση]] ή την [[παράταξη]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) το μη επίπλαστο, το άδολο, [[φιλαλήθεια]], [[ειλικρίνεια]]<br /><b>3.</b> το [[σύμβολο]] της αλήθειας, [[κόσμημα]] που φορούσε ο [[Αιγύπτιος]] [[αρχιερέας]]<br /><b>4.</b> <b>Μυθ.</b> <b>προσωποπ.</b> η Αλήθεια<br /><b>5.</b> (επιρρηματικές χρήσεις) «(τῇ) ἀληθείᾳ», «ταῑς ἀληθείαις» — αληθινά, όντως<br />(με [[πρόθεση]]) «ἐν τῇ ἀληθείᾳ», «ἐπὶ τῆς ἀληθείας», «μετ' ἀληθείας», «κατὰ τὴν ἀλήθειαν», «ξὺν ἀληθείᾳ» κ.λπ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀληθής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αληθιανός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αληθειογράφος]]].
|mltxt=η (Α [[ἀλήθεια]])<br /><b>1.</b> η πραγματική [[κατάσταση]] σε [[αντίθεση]] [[προς]] το [[ψεύδος]]<br /><b>2.</b> η αντικειμενική ύπαρξη (σε [[αντίθεση]] με τη [[φαινομενικότητα]]), η [[πραγματικότητα]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(<b>ως επίρρ.</b>) αληθινά, πραγματικά, όντως<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λόγος]] που δεν περιέχει [[ψεύδος]], [[αληθινός]] [[λόγος]]<br /><b>2.</b> [[αρχή]] ή [[δόγμα]] που δεν επιδέχεται [[αμφισβήτηση]], [[αξίωμα]] καθολικού κύρους, αδιάσειστο γνωμικό<br /><b>3.</b> [[ορθότητα]], [[ακρίβεια]]<br /><b>4.</b> (ως δηλωτικό όρκου στη φρ.) «μα την [[αλήθεια]]»<br /><b>5.</b> ως εισαγωγικό [[μόριο]] στην [[αρχή]] του λόγου «[[αλήθεια]], ξέρεις τί μού είπε ο [[φίλος]] σου;»<br /><b>6.</b> ως [[επιφώνημα]] θαυμασμού, απορίας ή αγανάκτησης<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />αληθινή [[έκβαση]], [[επαλήθευση]] ονείρου ή οιωνού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[πραγματικός]] [[πόλεμος]] σε [[αντίθεση]] [[προς]] την πολεμική [[άσκηση]] ή την [[παράταξη]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) το μη επίπλαστο, το άδολο, [[φιλαλήθεια]], [[ειλικρίνεια]]<br /><b>3.</b> το [[σύμβολο]] της αλήθειας, [[κόσμημα]] που φορούσε ο [[Αιγύπτιος]] [[αρχιερέας]]<br /><b>4.</b> <b>Μυθ.</b> <b>προσωποπ.</b> η Αλήθεια<br /><b>5.</b> (επιρρηματικές χρήσεις) «(τῇ) ἀληθείᾳ», «ταῖς ἀληθείαις» — αληθινά, όντως<br />(με [[πρόθεση]]) «ἐν τῇ ἀληθείᾳ», «ἐπὶ τῆς ἀληθείας», «μετ' ἀληθείας», «κατὰ τὴν ἀλήθειαν», «ξὺν ἀληθείᾳ» κ.λπ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀληθής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αληθιανός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αληθειογράφος]]].
}}
}}