3,274,915
edits
m (Text replacement - "prov." to "prov.") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ή, -ό (AM [[λεπτός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[πάχος]] ή όγκο, [[φτενός]], [[αραιός]] στη [[σύσταση]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον παχύ (α. «[[λεπτό]] ύφασμα» β. «[[λεπτόν]] τε [[πέπλον]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αδύνατος]], [[ισχνός]], [[λιπόσαρκος]] (α. «[[μετά]] τη [[δίαιτα]] έγινε πολύ [[λεπτός]]» β. «ψῡχος γὰρ ἦν, ἐγὼ δὲ λεπτὴ κἀσθενής», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κομψός]], [[λυγερός]], [[λεπτοφυής]], [[λεπτοκαμωμένος]] (α. «λεπτή [[μέση]]» β. «[[δάκτυλος]]... ἐάν τε παχὺς ἐάν τε [[λεπτός]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που αποτελείται από μικρά μόρια, ψιλοκοπανισμένος, ψιλοτριμμένος (α. «λεπτή [[ζάχαρη]]» β. «λεπτὴ δ',...ἐπῆν [[κόνις]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[άγονος]], μη [[εύφορος]], [[λεπτόγειος]]<br /><b>6.</b> (για [[υγρό]]) [[αραιός]], [[υδαρής]] («οἴνου λεπτοῦ καὶ δριμέος», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>7.</b> [[οξύς]], [[ευφυής]] (α. «λεπτή [[ειρωνεία]]» β. «λεπτές κρίσεις» γ. εἰ δὲ ἀληθῆ μὲν λεπτὰ δὲ καὶ ἀκριβῆ», Αντιφ.)<br /><b>8.</b> (για ήχο) [[γλυκύς]], [[απαλός]] ή [[σιγανός]] (α. «με τη λεπτή του τη [[φωνή]] την ορφανιά μου ας λέγει», Ζαλοκ.<br />β. «ἀφιᾱσι φωνὴν λεπτὴν καὶ μικρὰν αἱ θήλειαι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[οσμή]]) [[ευχάριστος]] ή [[ανεπαίσθητος]], όχι [[έντονος]] («[[λεπτό]] [[άρωμα]]»)<br /><b>2.</b> (για τις αισθήσεις) [[οξύς]], [[ισχυρός]], [[δυνατός]] («λεπτή [[ακοή]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[λεπτό]] [[γούστο]]» — ανεπτυγμένη [[καλαισθησία]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προσβάλλεται εύκολα από νόσους, [[ευπαθής]], [[ασθενικός]], [[ευπρόσβλητος]] («[[λεπτός]] [[οργανισμός]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που στερείται ανθεκτικτότητας, [[τρυφερός]], [[εύθραυστος]] (α. «[[λεπτό]] [[φυτό]]» β. «λεπτά ποτήρια»)<br /><b>3.</b> [[διακριτικός]], [[ευγενικός]], [[ανώτερος]], [[αβρός]] (α. «λεπτά αισθήματα» β. «[[λεπτό]] [[χιούμορ]]»)<br /><b>4.</b> επεξεργασμένος με [[δεξιοτεχνία]], [[λεπτοκαμωμένος]], καλοδουλεμένος<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ήρεμος]], [[ήσυχος]], [[αθόρυβος]]<br /><b>2.</b> (για [[λαγκάδι]]) με αραιή [[βλάστηση]], όχι πυκνοφυτεμένο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μικρός]] στο [[μέγεθος]] ή [[λίγος]] στην [[ποσότητα]], [[αμυδρός]] («λεπτά ίχνη», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ξεφλουδισμένος, ξελεπιασμένος ([[ῥίμφα]] τε λέπτ' ἐγένοντο βοῶν ὑπὸ πόσσ' ἐριμύκων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για χώρο) [[στενός]] («λεπτὴ [[ἀταρπός]]», Αλκμ.)<br /><b>3.</b> [[ελαφρός]], [[ευκίνητος]] («ἐν δ' ὀνείρασιν | |mltxt=ή, -ό (AM [[λεπτός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[πάχος]] ή όγκο, [[φτενός]], [[αραιός]] στη [[σύσταση]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον παχύ (α. «[[λεπτό]] ύφασμα» β. «[[λεπτόν]] τε [[πέπλον]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αδύνατος]], [[ισχνός]], [[λιπόσαρκος]] (α. «[[μετά]] τη [[δίαιτα]] έγινε πολύ [[λεπτός]]» β. «ψῡχος γὰρ ἦν, ἐγὼ δὲ λεπτὴ κἀσθενής», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κομψός]], [[λυγερός]], [[λεπτοφυής]], [[λεπτοκαμωμένος]] (α. «λεπτή [[μέση]]» β. «[[δάκτυλος]]... ἐάν τε παχὺς ἐάν τε [[λεπτός]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που αποτελείται από μικρά μόρια, ψιλοκοπανισμένος, ψιλοτριμμένος (α. «λεπτή [[ζάχαρη]]» β. «λεπτὴ δ',...ἐπῆν [[κόνις]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[άγονος]], μη [[εύφορος]], [[λεπτόγειος]]<br /><b>6.</b> (για [[υγρό]]) [[αραιός]], [[υδαρής]] («οἴνου λεπτοῦ καὶ δριμέος», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>7.</b> [[οξύς]], [[ευφυής]] (α. «λεπτή [[ειρωνεία]]» β. «λεπτές κρίσεις» γ. εἰ δὲ ἀληθῆ μὲν λεπτὰ δὲ καὶ ἀκριβῆ», Αντιφ.)<br /><b>8.</b> (για ήχο) [[γλυκύς]], [[απαλός]] ή [[σιγανός]] (α. «με τη λεπτή του τη [[φωνή]] την ορφανιά μου ας λέγει», Ζαλοκ.<br />β. «ἀφιᾱσι φωνὴν λεπτὴν καὶ μικρὰν αἱ θήλειαι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[οσμή]]) [[ευχάριστος]] ή [[ανεπαίσθητος]], όχι [[έντονος]] («[[λεπτό]] [[άρωμα]]»)<br /><b>2.</b> (για τις αισθήσεις) [[οξύς]], [[ισχυρός]], [[δυνατός]] («λεπτή [[ακοή]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[λεπτό]] [[γούστο]]» — ανεπτυγμένη [[καλαισθησία]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προσβάλλεται εύκολα από νόσους, [[ευπαθής]], [[ασθενικός]], [[ευπρόσβλητος]] («[[λεπτός]] [[οργανισμός]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που στερείται ανθεκτικτότητας, [[τρυφερός]], [[εύθραυστος]] (α. «[[λεπτό]] [[φυτό]]» β. «λεπτά ποτήρια»)<br /><b>3.</b> [[διακριτικός]], [[ευγενικός]], [[ανώτερος]], [[αβρός]] (α. «λεπτά αισθήματα» β. «[[λεπτό]] [[χιούμορ]]»)<br /><b>4.</b> επεξεργασμένος με [[δεξιοτεχνία]], [[λεπτοκαμωμένος]], καλοδουλεμένος<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ήρεμος]], [[ήσυχος]], [[αθόρυβος]]<br /><b>2.</b> (για [[λαγκάδι]]) με αραιή [[βλάστηση]], όχι πυκνοφυτεμένο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μικρός]] στο [[μέγεθος]] ή [[λίγος]] στην [[ποσότητα]], [[αμυδρός]] («λεπτά ίχνη», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ξεφλουδισμένος, ξελεπιασμένος ([[ῥίμφα]] τε λέπτ' ἐγένοντο βοῶν ὑπὸ πόσσ' ἐριμύκων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για χώρο) [[στενός]] («λεπτὴ [[ἀταρπός]]», Αλκμ.)<br /><b>3.</b> [[ελαφρός]], [[ευκίνητος]] («ἐν δ' ὀνείρασιν λεπταῖς ὑπαὶ κώνωπος ἐξηγειρόμην ῥιπαῑσι θωΰσσοντος», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που σύγκειται, που αποτελείται από [[λίγα]] μέρη<br /><b>5.</b> (για [[οσμή]]) [[αραιός]] («λεπτότεραι μὲν ύδατος) παχύτεραι δὲ ὀσμαὶ ξύμπασαι γεγόνασιν ἀέρος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> (<b>για πρόσ.</b>) <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ λεπτοί</i><br />οι φτωχοί. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λεπτώς]] και -<i>ά</i> (AM λεπτῶς και λεπτά, Α και [[λεπτόν]])<br />με [[λεπτό]] τρόπο, με [[λεπτότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[ωραίο]] τρόπο, με [[αβρότητα]]<br /><b>μσν.</b><br />προσεκτικά<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[κάθε]] [[λεπτομέρεια]], με [[ακρίβεια]] («[[λεπτώς]] και [[πυκνώς]] έξετάζειν», Άμφις)<br /><b>2.</b> σε πολύ μικρά τεμάχια<br /><b>3.</b> [[ήσυχα]], [[σιγαλά]] («ὅσα τ' ἐν ἄλοκι θαμὰ βῶλον ἀμφιτιττυβίζεθ' ὧδε [[λεπτὸν]] ἁδομένᾳ φωνᾷ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αμυδρά, [[θαμπά]], όχι ευδιάκριτα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «λεπτῶς διαιτῶμαι» — [[είμαι]] [[εγκρατής]] στο [[φαγητό]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λέπω]] «[[ξεφλουδίζω]]». Η λ. [[λεπτός]] είχε μια σημαντική σημασιολογική [[εξέλιξη]]. Στην [[αρχή]] χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει το αλωνισμένο, αποφλοιωμένο [[κριθάρι]]. Στον Όμηρο η λ., με τη σημ. «[[ψιλός]]», αποδόθηκε στην [[τέφρα]] τών [[νεκρών]], στη [[σκόνη]], σε δέρματα ζώων [[καθώς]] και στο εξωτερικό [[περίβλημα]] καρπών και φρούτων. Επίσης το επίθ. χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει υφάσματα με τη σημ. του «[[ψιλός]], [[στενός]]» και [[μάλιστα]] με αυτήν τη σημ. η λ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>repoto</i>. Χρησιμοποιήθηκε [[επίσης]] ως επίθ. στη λ. [[μῆτις]] «[[φρόνηση]], [[σύνεση]], [[ευφυΐα]]». Το επίθ. εκφράζει πολύ [[συχνά]] στην αττική [[πεζογραφία]] την [[έννοια]] της πανουργίας, της ευστροφίας, της λεπτότητας, της επιδεξιότητας, της ακριβολογίας. Τέλος, στη μεταγενέστερη Ελληνική ο πληθ. <i>λεπτοί</i> χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει τους λεπτόσωμους, αδύνατους ανθρώπους (<b>βλ.</b> και <i>λεπτ</i>[[ο]]-).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λεπταίνω]], [[λεπτότητα]], [[λεπτύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λεπτακινός]], [[λεπταλέος]], [[λεπτίζω]], [[λεπτώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λεπτοσύνη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λεπτανικός]], [[λέπτη]], [[λεπτινός]], [[λεπτίτις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λεπτούλης]], [[λεπτούτσικος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό: <b>βλ.</b> <i>λεπτ</i>[[ο]]-). (Β' συνθετικό) <i>ημίλεπτος</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[διάλεπτος]], [[έκλεπτος]], [[επίλεπτος]], [[τριχάλεπτος]], [[υπέρλεπτος]], [[υπόλεπτος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |