ἐρρωμένος: Difference between revisions

m
Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς "
mNo edit summary
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐρρωμένος]], -η, -ον)<br /><b>1.</b> [[υγιής]], [[ρωμαλέος]], [[σθεναρός]], [[σωματώδης]]<br /><b>2.</b> [[εύτολμος]], [[ανδρείος]]<br /><b>3.</b> (για ενέργειες, διαθέσεις, γνώμες) [[ισχυρός]], [[έντονος]], [[δυνατός]] (α. «ἐρρωμενεστέραις ταῑς γνώμαις», <b>Ξεν.</b><br />β. «αντέταξαν ερρωμένην αντίστασιν»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐρρωμένως</i><br />σθεναρά, ρωμαλέα, με [[πείσμα]], με [[γενναιότητα]], άφοβα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έρρωμαι</i>, παρακμ. του ρ. <i>ρώννυμαι</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐρρωμένος]], -η, -ον)<br /><b>1.</b> [[υγιής]], [[ρωμαλέος]], [[σθεναρός]], [[σωματώδης]]<br /><b>2.</b> [[εύτολμος]], [[ανδρείος]]<br /><b>3.</b> (για ενέργειες, διαθέσεις, γνώμες) [[ισχυρός]], [[έντονος]], [[δυνατός]] (α. «ἐρρωμενεστέραις ταῖς γνώμαις», <b>Ξεν.</b><br />β. «αντέταξαν ερρωμένην αντίστασιν»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐρρωμένως</i><br />σθεναρά, ρωμαλέα, με [[πείσμα]], με [[γενναιότητα]], άφοβα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έρρωμαι</i>, παρακμ. του ρ. <i>ρώννυμαι</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm