3,274,919
edits
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. <i>κε</i>(<i>ν</i>), δωρ. και βοιωτ. <i>κα</i>)<br />δυνητ. [[μόριο]] που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι [[κάτι]] υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις<br />παρουσιάζει ποικίλη [[χρήση]] και γι' αυτό δεν [[είναι]] δυνατόν να μεταφραστεί μονολεκτικά, [[αλλά]] η [[σημασία]] του ορίζεται από τη σύνταξή του, της οποίας διακρίνονται οι [[εξής]] περιπτώσεις: Α) σε απλές προτάσεις και στις αποδόσεις σύνθετων προτάσεων<br />εδώ το <i>αν</i> ανήκει στο [[ρήμα]] και δηλώνει ότι η [[έννοια]] που υπάρχει σ' αυτό εξαρτάται από κάποιον όρο εκφραζόμενο ή υπονοούμενο<br />π.χ. <i>ἦλθε</i><br />ήλθε<br /><i>ἦλθεν ἄν</i><br />θα είχε έλθει, θα μπορούσε να έλθει (υπό όρους)<br /><i>ἔλθοι</i><br />[[είθε]] να έλθει<br /><i>ἔλθοι ἄν</i><br />θα ερχόταν, θα μπορούσε να έλθει (υπό όρους). Ι. με οριστ.: 1. με ιστορικούς χρόνους (πρτ., αόρ. και λιγότερο [[συχνά]] με υπερσ.)<br />α) στην [[απόδοση]] υποθετικών προτάσεων, με [[υπόθεση]] που υπονοεί τη μη [[εκπλήρωση]] παρελθόντος ή παρόντος όρου ή προϋποθέσεως και [[απόδοση]] που εκφράζει τί θα γινόταν ή θα είχε γίνει αν ο όρος εκπληρωνόταν ή είχε εκπληρωθεί<br />και ο μεν πρτ. αναφέρεται σε [[πράξη]] επαναλαμβανόμενη στο [[παρόν]] ή το [[παρελθόν]], ο αόρ. μόνο στο [[παρελθόν]], ο δε υπερσ. σε τετελεσμένη [[πράξη]] στο [[παρόν]] ή το [[παρελθόν]] «πολύ ἄν θαυμαστότερον ἧν, εἰ ἐτιμῶντο» (<b>Πλάτ.</b> <b>Πολ.</b> 489α)<br />«εἰ [[τότε]] ταύτην ἔσχε τήν γνώμην, [[οὐδέν]] ἄν ὧν [[νυνί]] πεποίηκεν ἔπραξεν» (<b>Δημοσθ.</b> 4, 5)<br />«εἰ ὁ ἀνὴρ ἀπέθανεν, δικαίως ἄν ἐτεθνήκει» (Αντιφών 4, 2, 3)<br />β) η [[υπόθεση]] [[συχνά]] εξυπακούεται<br />«τὸ γάρ [[ἔρυμα]] τῷ στρατοπέδῳ οὐκ ἄν ἐτειχίσαντο» (<b>Θουκ.</b> 1, 11)<br />γ) [[δίχως]] εννοούμενη [[υπόθεση]]<br />«ὁ θεασάμενος πᾱς ἄν τις [[ἀνήρ]] ἠράσθη [[δάιος]] [[εἶναι]]» (<b>Αριστοφ.</b> <i>Βάτραχοι</i> 1022)<br />(ειδ. με το [[τάχα]]) «[[τάχα]] ἄν δέ καί [[ἄλλως]] πως ἐσπλεύσαντες» (ενν. <i>διέβησαν</i>)<br />δ) το <i>αν</i> [[συχνά]] παραλείπεται στην [[απόδοση]] [[μετά]] από ρ. που εκφράζουν [[αναγκαιότητα]], [[σκοπιμότητα]], [[δυνατότητα]] ή [[πιθανότητα]] (π.χ. <i>ἔδει</i>, <i>ἐχρήν</i>, [[εἰκός]] ἦν</i> <b>κ.ά.</b>) «εἰ μή... ἧσμεν, φόβον παρέσχεν» (<b>Ευρ.</b> <i>Εκάβη</i> 1123)<br /><b>2.</b> με οριστ. μέλλ., στους επ. συγγραφείς με το <i>κεν</i> και σπάνια με το <i>ἄν</i>, στους αττ. μόνο με το <i>ἄν</i>, για να δηλώσει περιορισμό ή [[προϋπόθεση]]<br />«[[μαθών]] δέ τις ἄν ἐρεῑ» (<b>Πίνδ.</b> Νεμ. 7, 68)<br />«οὐχ ἤκει, οὐδ' ἄν ἤξει δεῡρο» (<b>Πλάτ.</b> <b>Πολ.</b> 615 δ)<br />II. με υποτ. μόνο στους επ. συγγραφείς και [[κυρίως]] στο α' πρόσ., με την [[ίδια]] σημ. όπως και με τον μέλλ. οριστ.<br />«εἰ δέ κε μή δώῃσιν, ἐγώ δέ κεν [[αὐτός]] ἕλωμαι» III. με ευκτ. ([[ποτέ]] μέλλ., σπάνια παρακμ.)<br />α) στην [[απόδοση]] υποθετικών λόγων, στους οποίους η [[υπόθεση]] εκφέρεται με ευκτ. και το <i>εἰ</i>, ή [[άλλη]] σχετική [[λέξη]], εκφράζει μελλοντικό όρο ή [[προϋπόθεση]]<br />«οὐ πολλή ἄν [[ἀλογία]] εἴη, εἰ φοβοῑτο τον θάνατον» (<b>Πλάτ.</b> [[Φαίδρος]] 68 β)<br />στον Όμ. ο ενεστ. και ο αόρ. με το <i>κε</i> ή <i>ἄν</i> χρησιμοποιούνται [[καμιά]] [[φορά]] όπως ο πρτ. και ο αόρ. οριστ. με το <i>ἄν</i> στους αττ. συγγραφείς, [[οπότε]] η [[υπόθεση]] εκφέρεται με ευκτ. η κανονική οριστ. «και νύ κεν ἔνθ' ἀπόλοιτο... εἰ μή... νόησε...» (Ε, 5, 311)<br />β) όταν η [[υπόθεση]] [[είναι]] στον ενεστ. ή μέλλ., η ευκτ. με το <i>ἄν</i> στην [[απόδοση]] παίρνει απλή μελλοντική [[έννοια]]<br />«[[φρούριον]] δ' εἰ ποιήσονται, τῆς μέν γῆς βλάπτοιεν ἄν τι [[μέρος]]» (<b>Θουκ.</b> 1, 142)<br />γ) με εννοούμενη [[υπόθεση]]<br />«οὐδ' ἄν δικαίως ἐς κακόν πέσοιμί τι» (<b>Σοφ.</b> Αντιγ. 240)<br />στον Όμ. [[καμιά]] [[φορά]] με [[αναφορά]] στο [[παρελθόν]] «Τυδεΐδην οὐκ ἄν γνοίης ποτέροισι μετείη» (Ε, 85)<br />δ) [[δίχως]] ορισμένη εννοούμενη [[πρόταση]] με σημ. δυνατότητας ή ενδεχομένου «ποῑ οὖν τραποίμεθ' ἄν;» (<b>Πλάτ.</b> Ευθύδ. 290 α)<br />ιδιωμ. αναφέρεται στο [[παρελθόν]] «εἴησαν δ' ἄν οὗτοι Κρῆτες» (<b>Ηρόδ.</b>1, 2)<br />[[επίσης]] χρησιμοποιείται για να αμβλύνει ισχυρισμούς δίνοντάς τους μία λιγότερο κατηγορηματική [[μορφή]]<br />«οὐκ ἄν οὖν [[πάνυ]] γέ τι σπουδαῑον εἴη ἡ [[δικαιοσύνη]]» (<b>Πλάτ.</b> <b>Πολ.</b> 333 ε)<br />ε) σε ερωτήσεις εκφράζει [[επιθυμία]]<br />«πῶς ἄν θάνοιμι;» (<b>Σοφ.</b> [[Αίας]], 389)<br />[[δίχως]] [[ερώτηση]] δηλώνει ήπια [[διαταγή]] ή [[προτροπή]] «χωροῑς ἄν [[εἴσω]]» (<b>Σοφ.</b> Ηλ.1.491)<br />στ) σε [[υπόθεση]] που [[είναι]] και [[απόδοση]]<br />«[[εἴπερ]] ἄλλῳ τῳ ἀνθρώπων πειθοίμην ἄν, και σοί πείθομαι» (<b>Πλάτ.</b> <i>Πρωτ</i>. 329 β)<br />ζ) σπάνια παραλείπεται με την ευκτ. στην [[απόδοση]]<br />«ῥεῑα [[θεός]] γ' ἐθέλων καί [[τηλόθεν]] ἄνδρα σαώσαι» (γ, 231)<br />IV. με απρμφ. και μτχ. που κείνται [[αντί]] της οριστ. ή της ευκτ.<br /><b>1.</b> το απρμφ. ή η μτχ. του ενεστ. κείται: α) [[αντί]] της οριστ. του πρτ.<br />«οἴεσθε τον [[πατέρα]]... οὐκ ἄν φυλάττειν;» (<b>Δημοσθ.</b> 49, 35)<br />«ἀδυνάτων ἄν ὄντων [ὑμῶν] ἐπιβοηθεῖν» (<b>Θουκ.</b> 1, 73)<br />β) [[αντί]] της ευκτ. του ενεστ. «πόλλ' ἄν ἔχων ἔτερ' εἰπεῖν [[παραλείπω]]» (<b>Δημοσθ.</b> 18, 258)<br />«το ἐθέλειν ἄν ἱέναι [[ἄκλητος]] ἐπί δεῑπνον» (<b>Πλάτ.</b> <i>Συμπ</i>. 174 β)<br /><b>2.</b> το απρμφ. ή η μτχ. του αορ. κείται: α) [[αντί]] της οριστ. του αορ.<br />«ῥᾳδίως ἄν ἀφεθείς» (Ξενοφ. <i>Απομνημ</i>. 4, 4, 4)<br />«οὐκ ἄν ἡγεῑσθ' αὐτόν κἄν ἐπιδραμεῖν;» (<b>Δημοσθ.</b> 27, 56)<br />β) [[αντί]] της ευκτ. του αορ.<br />«οὐδ' ἄν κρατῆσαι αὐτούς τῆς γῆς ἡγοῦμαι» (<b>Θουκ.</b> 6, 37)<br />«ὁρῶν ῥᾳδίως ἄν αὐτό ληφθέν» (<b>Θουκ.</b> 7, 42)<br /><b>3.</b> το απρμφ. ή η μτχ. πρκμ. κείνται: α) [[αντί]] της οριστ. του υπερσ. «[[πάντα]] ταῡθ' ὑπὸ τῶν βαρβάρων ἄν ἐαλωκέναι» (<b>Δημοσθ.</b>19, 312)<br />β) [[αντί]] της ευκτ. του παρακμ.<br />«οὐκ ἄν ἡγοῦμαι αὐτούς [[δίκην]] ἀξίαν δεδωκέναι, εἰ... καταψηφίσαισθε» (Λυσ. 27, 9)<br />Β) σε εξηρτημένες προτάσεις<br />Ι. α) στην υποθετική [[πρόταση]] υποθετικού λόγου με το <i>εἰ</i>, κανονικά με υποτ.' στην αττ. διάλεκτο το <i>εἰ ἄν</i> συγχωνεύεται σε <i>ἐάν</i>, <i>ἥν</i> ή <i>ἄν</i> (<i>ᾱ</i>)<br />ο Όμ. χρησιμοποιεί γενικά το <i>εἰ κε</i> (ή <i>αἴ κε</i>), σπάνια δε το <i>ἤν</i> ή το <i>εἰ δ</i>' <i>ἄν</i> σ' αυτή την [[περίπτωση]] η [[υπόθεση]] εκφράζει ή μελλοντική [[κατάσταση]] (με [[απόδοση]] σε μέλλ. χρόνο) ή γενική [[κατάσταση]] (με [[απόδοση]] επαναλαμβανόμενης πράξης): «εἰ δέ κεν ὥς ἔρξῃς καί τοι πείθωνται Ἀχαιοί, [[γνώση]] ἔπειθ' ὅς...» (Β, 364)<br />«ἤν [[ἐγγύς]] ἔλθῃ [[θάνατος]], [[οὐδείς]] βούλεται θνῄσκειν» (<b>Ευρ.</b> Άλκ. 671)<br />β) σε αναφορικές ή χρονικές προτάσεις το <i>ἄν</i> ισοδυναμεί με τον υποθετικό σύνδ. <i>ἄν</i>, συγχωνεύεται δε με τα <i>ὅτε</i>, [[ὁπότε]], [[ἐπεί]], [[ἐπειδή]] και γίνεται [[ὅταν]], [[ὁπόταν]], [[ἐπήν]] ή [[ἐπάν]] και [[ἐπειδάν]]<br />ο Όμ. χρησιμοποιεί τα <i>ὅτε κε</i>, <i>ὀππότε κε</i>, [[ἐπεί]] κε</i>, [[ἐπήν]], <i>εὖτ ἄν</i> «[[ὅταν]] δή μή [[σθένω]], <i>πεπαύσομαι</i>» (<b>Σοφ.</b> Αντιγ. 91)<br />γ) σε τελικές προτάσεις που εισάγονται με τα <i>ὡς</i>, [[ὅπως]], <i>ἵνα</i>, [[ὄφρα]], <i>ἔως</i> κ.ά.<br />«ὄπως ἄν φαίνηται [[κάλλιστος]]» (<b>Πλάτ.</b> Συμπ. 198 ε)<br />II. α) στους επ. συγγραφείς με ευκτ. ή υποτ. «εἴ κεν [[Ἄρης]] οἴχοιτο» <br />β) σπάνια στον πλάγιο λόγο<br />«[[ἐπειδάν]] δοκιμασθείην» (<b>Δημοσθ.</b> 30, 6)<br />III. σπάνια με το <i>εἰ</i> και οριστ. στην υποθετική [[πρόταση]], μόνο στους επ. συγγραφείς<br />α) με μέλλ. οριστ. ή με υποτ. «αἵ κεν Ἰλίου πεφιδήσεται» (Ο, 213)<br />β) με το <i>εἰ</i> και αόρ. οριστ. «εἰ δέ κ' ἔτι [[προτέρω]] γένετο [[δρόμος]]» (Ψ, 526)<br />IV. στη μτγν. Ελληνική, το <i>ἄν</i> με αναφορικές λέξεις συντάσσεται με οριστ. σε όλους τους χρόνους (πρβλ. αοριστολογικό <i>ἄν</i> της νεοελλ.) «[[ὅπου]] ἄν εἰσεπορεύετο» (Ευ. Μάρκ. 6, 56)<br />Γ) με πρτ. ή αόρ. οριστ. στην επαναληπτική καλούμενη [[σύνταξη]], για να εκφράσει ελλειπτικά έναν όρο που πραγματοποιείται όποτε παρουσιαστεί η [[ευκαιρία]]<br />«εἴ τινες ἴδοιεν...; ἀνεθάρσησαν ἄν» (<b>Θουκ.</b> 7, 71)<br />Δ) <i>Γενικές παρατηρήσεις</i>: Ι. [[θέση]] του <i>ἄν</i> α) στην [[περίπτωση]] Α, όταν το <i>ἄν</i> δεν συγχωνεύεται με την αναφορική [[λέξη]] (όπως στα <i>ἐάν</i>, [[ὅταν]]), έπεται [[αμέσως]] ή χωρίζεται από αυτήν με μονοσύλλαβα μόρια (όπως <i>μέν</i>, <i>δέ</i>, <i>τέ</i>, <i>γάρ</i>, <i>καί</i> <b>κ.ά.</b>) «εἰ μέν κεν... εἰ δέ κε» (Γ, 281-4)<br />β) στην [[απόδοση]] το <i>ἄν</i> μπορεί να βρίσκεται ή [[κοντά]] στο [[ρήμα]], στο οποίο ανήκει ([[πριν]] ή [[μετά]] από αυτό), ή [[μετά]] από κάποια [[άλλη]] εμφαντική [[λέξη]] ([[ιδίως]] ερωτ. ή αρνητ.), ή [[μετά]] από κάποιο σπουδαίο επίθ. ή επίρρ.<br />[[επίσης]] μπορεί και να ακολουθεί [[μετοχή]]<br />«λέγοντος ἄν τινος πιστεύσοι οἴεσθε;» (<b>Δημοσθ.</b> 6, 20)<br />γ) το <i>ἄν</i> [[συχνά]] χωρίζεται από το απρμφ. στο οποίο ανήκει, με ρήματα όπως τα <i>δοκῶ</i>, [[φημί]], [[οἶδα]] κ.λπ., [[ούτως]] ώστε το <i>ἄν</i> φαίνεται σαν να ανήκει στην οριστ. του ενεστ.<br />«καί | |mltxt=<b>(I)</b><br />ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. <i>κε</i>(<i>ν</i>), δωρ. και βοιωτ. <i>κα</i>)<br />δυνητ. [[μόριο]] που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι [[κάτι]] υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις<br />παρουσιάζει ποικίλη [[χρήση]] και γι' αυτό δεν [[είναι]] δυνατόν να μεταφραστεί μονολεκτικά, [[αλλά]] η [[σημασία]] του ορίζεται από τη σύνταξή του, της οποίας διακρίνονται οι [[εξής]] περιπτώσεις: Α) σε απλές προτάσεις και στις αποδόσεις σύνθετων προτάσεων<br />εδώ το <i>αν</i> ανήκει στο [[ρήμα]] και δηλώνει ότι η [[έννοια]] που υπάρχει σ' αυτό εξαρτάται από κάποιον όρο εκφραζόμενο ή υπονοούμενο<br />π.χ. <i>ἦλθε</i><br />ήλθε<br /><i>ἦλθεν ἄν</i><br />θα είχε έλθει, θα μπορούσε να έλθει (υπό όρους)<br /><i>ἔλθοι</i><br />[[είθε]] να έλθει<br /><i>ἔλθοι ἄν</i><br />θα ερχόταν, θα μπορούσε να έλθει (υπό όρους). Ι. με οριστ.: 1. με ιστορικούς χρόνους (πρτ., αόρ. και λιγότερο [[συχνά]] με υπερσ.)<br />α) στην [[απόδοση]] υποθετικών προτάσεων, με [[υπόθεση]] που υπονοεί τη μη [[εκπλήρωση]] παρελθόντος ή παρόντος όρου ή προϋποθέσεως και [[απόδοση]] που εκφράζει τί θα γινόταν ή θα είχε γίνει αν ο όρος εκπληρωνόταν ή είχε εκπληρωθεί<br />και ο μεν πρτ. αναφέρεται σε [[πράξη]] επαναλαμβανόμενη στο [[παρόν]] ή το [[παρελθόν]], ο αόρ. μόνο στο [[παρελθόν]], ο δε υπερσ. σε τετελεσμένη [[πράξη]] στο [[παρόν]] ή το [[παρελθόν]] «πολύ ἄν θαυμαστότερον ἧν, εἰ ἐτιμῶντο» (<b>Πλάτ.</b> <b>Πολ.</b> 489α)<br />«εἰ [[τότε]] ταύτην ἔσχε τήν γνώμην, [[οὐδέν]] ἄν ὧν [[νυνί]] πεποίηκεν ἔπραξεν» (<b>Δημοσθ.</b> 4, 5)<br />«εἰ ὁ ἀνὴρ ἀπέθανεν, δικαίως ἄν ἐτεθνήκει» (Αντιφών 4, 2, 3)<br />β) η [[υπόθεση]] [[συχνά]] εξυπακούεται<br />«τὸ γάρ [[ἔρυμα]] τῷ στρατοπέδῳ οὐκ ἄν ἐτειχίσαντο» (<b>Θουκ.</b> 1, 11)<br />γ) [[δίχως]] εννοούμενη [[υπόθεση]]<br />«ὁ θεασάμενος πᾱς ἄν τις [[ἀνήρ]] ἠράσθη [[δάιος]] [[εἶναι]]» (<b>Αριστοφ.</b> <i>Βάτραχοι</i> 1022)<br />(ειδ. με το [[τάχα]]) «[[τάχα]] ἄν δέ καί [[ἄλλως]] πως ἐσπλεύσαντες» (ενν. <i>διέβησαν</i>)<br />δ) το <i>αν</i> [[συχνά]] παραλείπεται στην [[απόδοση]] [[μετά]] από ρ. που εκφράζουν [[αναγκαιότητα]], [[σκοπιμότητα]], [[δυνατότητα]] ή [[πιθανότητα]] (π.χ. <i>ἔδει</i>, <i>ἐχρήν</i>, [[εἰκός]] ἦν</i> <b>κ.ά.</b>) «εἰ μή... ἧσμεν, φόβον παρέσχεν» (<b>Ευρ.</b> <i>Εκάβη</i> 1123)<br /><b>2.</b> με οριστ. μέλλ., στους επ. συγγραφείς με το <i>κεν</i> και σπάνια με το <i>ἄν</i>, στους αττ. μόνο με το <i>ἄν</i>, για να δηλώσει περιορισμό ή [[προϋπόθεση]]<br />«[[μαθών]] δέ τις ἄν ἐρεῑ» (<b>Πίνδ.</b> Νεμ. 7, 68)<br />«οὐχ ἤκει, οὐδ' ἄν ἤξει δεῡρο» (<b>Πλάτ.</b> <b>Πολ.</b> 615 δ)<br />II. με υποτ. μόνο στους επ. συγγραφείς και [[κυρίως]] στο α' πρόσ., με την [[ίδια]] σημ. όπως και με τον μέλλ. οριστ.<br />«εἰ δέ κε μή δώῃσιν, ἐγώ δέ κεν [[αὐτός]] ἕλωμαι» III. με ευκτ. ([[ποτέ]] μέλλ., σπάνια παρακμ.)<br />α) στην [[απόδοση]] υποθετικών λόγων, στους οποίους η [[υπόθεση]] εκφέρεται με ευκτ. και το <i>εἰ</i>, ή [[άλλη]] σχετική [[λέξη]], εκφράζει μελλοντικό όρο ή [[προϋπόθεση]]<br />«οὐ πολλή ἄν [[ἀλογία]] εἴη, εἰ φοβοῑτο τον θάνατον» (<b>Πλάτ.</b> [[Φαίδρος]] 68 β)<br />στον Όμ. ο ενεστ. και ο αόρ. με το <i>κε</i> ή <i>ἄν</i> χρησιμοποιούνται [[καμιά]] [[φορά]] όπως ο πρτ. και ο αόρ. οριστ. με το <i>ἄν</i> στους αττ. συγγραφείς, [[οπότε]] η [[υπόθεση]] εκφέρεται με ευκτ. η κανονική οριστ. «και νύ κεν ἔνθ' ἀπόλοιτο... εἰ μή... νόησε...» (Ε, 5, 311)<br />β) όταν η [[υπόθεση]] [[είναι]] στον ενεστ. ή μέλλ., η ευκτ. με το <i>ἄν</i> στην [[απόδοση]] παίρνει απλή μελλοντική [[έννοια]]<br />«[[φρούριον]] δ' εἰ ποιήσονται, τῆς μέν γῆς βλάπτοιεν ἄν τι [[μέρος]]» (<b>Θουκ.</b> 1, 142)<br />γ) με εννοούμενη [[υπόθεση]]<br />«οὐδ' ἄν δικαίως ἐς κακόν πέσοιμί τι» (<b>Σοφ.</b> Αντιγ. 240)<br />στον Όμ. [[καμιά]] [[φορά]] με [[αναφορά]] στο [[παρελθόν]] «Τυδεΐδην οὐκ ἄν γνοίης ποτέροισι μετείη» (Ε, 85)<br />δ) [[δίχως]] ορισμένη εννοούμενη [[πρόταση]] με σημ. δυνατότητας ή ενδεχομένου «ποῑ οὖν τραποίμεθ' ἄν;» (<b>Πλάτ.</b> Ευθύδ. 290 α)<br />ιδιωμ. αναφέρεται στο [[παρελθόν]] «εἴησαν δ' ἄν οὗτοι Κρῆτες» (<b>Ηρόδ.</b>1, 2)<br />[[επίσης]] χρησιμοποιείται για να αμβλύνει ισχυρισμούς δίνοντάς τους μία λιγότερο κατηγορηματική [[μορφή]]<br />«οὐκ ἄν οὖν [[πάνυ]] γέ τι σπουδαῑον εἴη ἡ [[δικαιοσύνη]]» (<b>Πλάτ.</b> <b>Πολ.</b> 333 ε)<br />ε) σε ερωτήσεις εκφράζει [[επιθυμία]]<br />«πῶς ἄν θάνοιμι;» (<b>Σοφ.</b> [[Αίας]], 389)<br />[[δίχως]] [[ερώτηση]] δηλώνει ήπια [[διαταγή]] ή [[προτροπή]] «χωροῑς ἄν [[εἴσω]]» (<b>Σοφ.</b> Ηλ.1.491)<br />στ) σε [[υπόθεση]] που [[είναι]] και [[απόδοση]]<br />«[[εἴπερ]] ἄλλῳ τῳ ἀνθρώπων πειθοίμην ἄν, και σοί πείθομαι» (<b>Πλάτ.</b> <i>Πρωτ</i>. 329 β)<br />ζ) σπάνια παραλείπεται με την ευκτ. στην [[απόδοση]]<br />«ῥεῑα [[θεός]] γ' ἐθέλων καί [[τηλόθεν]] ἄνδρα σαώσαι» (γ, 231)<br />IV. με απρμφ. και μτχ. που κείνται [[αντί]] της οριστ. ή της ευκτ.<br /><b>1.</b> το απρμφ. ή η μτχ. του ενεστ. κείται: α) [[αντί]] της οριστ. του πρτ.<br />«οἴεσθε τον [[πατέρα]]... οὐκ ἄν φυλάττειν;» (<b>Δημοσθ.</b> 49, 35)<br />«ἀδυνάτων ἄν ὄντων [ὑμῶν] ἐπιβοηθεῖν» (<b>Θουκ.</b> 1, 73)<br />β) [[αντί]] της ευκτ. του ενεστ. «πόλλ' ἄν ἔχων ἔτερ' εἰπεῖν [[παραλείπω]]» (<b>Δημοσθ.</b> 18, 258)<br />«το ἐθέλειν ἄν ἱέναι [[ἄκλητος]] ἐπί δεῑπνον» (<b>Πλάτ.</b> <i>Συμπ</i>. 174 β)<br /><b>2.</b> το απρμφ. ή η μτχ. του αορ. κείται: α) [[αντί]] της οριστ. του αορ.<br />«ῥᾳδίως ἄν ἀφεθείς» (Ξενοφ. <i>Απομνημ</i>. 4, 4, 4)<br />«οὐκ ἄν ἡγεῑσθ' αὐτόν κἄν ἐπιδραμεῖν;» (<b>Δημοσθ.</b> 27, 56)<br />β) [[αντί]] της ευκτ. του αορ.<br />«οὐδ' ἄν κρατῆσαι αὐτούς τῆς γῆς ἡγοῦμαι» (<b>Θουκ.</b> 6, 37)<br />«ὁρῶν ῥᾳδίως ἄν αὐτό ληφθέν» (<b>Θουκ.</b> 7, 42)<br /><b>3.</b> το απρμφ. ή η μτχ. πρκμ. κείνται: α) [[αντί]] της οριστ. του υπερσ. «[[πάντα]] ταῡθ' ὑπὸ τῶν βαρβάρων ἄν ἐαλωκέναι» (<b>Δημοσθ.</b>19, 312)<br />β) [[αντί]] της ευκτ. του παρακμ.<br />«οὐκ ἄν ἡγοῦμαι αὐτούς [[δίκην]] ἀξίαν δεδωκέναι, εἰ... καταψηφίσαισθε» (Λυσ. 27, 9)<br />Β) σε εξηρτημένες προτάσεις<br />Ι. α) στην υποθετική [[πρόταση]] υποθετικού λόγου με το <i>εἰ</i>, κανονικά με υποτ.' στην αττ. διάλεκτο το <i>εἰ ἄν</i> συγχωνεύεται σε <i>ἐάν</i>, <i>ἥν</i> ή <i>ἄν</i> (<i>ᾱ</i>)<br />ο Όμ. χρησιμοποιεί γενικά το <i>εἰ κε</i> (ή <i>αἴ κε</i>), σπάνια δε το <i>ἤν</i> ή το <i>εἰ δ</i>' <i>ἄν</i> σ' αυτή την [[περίπτωση]] η [[υπόθεση]] εκφράζει ή μελλοντική [[κατάσταση]] (με [[απόδοση]] σε μέλλ. χρόνο) ή γενική [[κατάσταση]] (με [[απόδοση]] επαναλαμβανόμενης πράξης): «εἰ δέ κεν ὥς ἔρξῃς καί τοι πείθωνται Ἀχαιοί, [[γνώση]] ἔπειθ' ὅς...» (Β, 364)<br />«ἤν [[ἐγγύς]] ἔλθῃ [[θάνατος]], [[οὐδείς]] βούλεται θνῄσκειν» (<b>Ευρ.</b> Άλκ. 671)<br />β) σε αναφορικές ή χρονικές προτάσεις το <i>ἄν</i> ισοδυναμεί με τον υποθετικό σύνδ. <i>ἄν</i>, συγχωνεύεται δε με τα <i>ὅτε</i>, [[ὁπότε]], [[ἐπεί]], [[ἐπειδή]] και γίνεται [[ὅταν]], [[ὁπόταν]], [[ἐπήν]] ή [[ἐπάν]] και [[ἐπειδάν]]<br />ο Όμ. χρησιμοποιεί τα <i>ὅτε κε</i>, <i>ὀππότε κε</i>, [[ἐπεί]] κε</i>, [[ἐπήν]], <i>εὖτ ἄν</i> «[[ὅταν]] δή μή [[σθένω]], <i>πεπαύσομαι</i>» (<b>Σοφ.</b> Αντιγ. 91)<br />γ) σε τελικές προτάσεις που εισάγονται με τα <i>ὡς</i>, [[ὅπως]], <i>ἵνα</i>, [[ὄφρα]], <i>ἔως</i> κ.ά.<br />«ὄπως ἄν φαίνηται [[κάλλιστος]]» (<b>Πλάτ.</b> Συμπ. 198 ε)<br />II. α) στους επ. συγγραφείς με ευκτ. ή υποτ. «εἴ κεν [[Ἄρης]] οἴχοιτο» <br />β) σπάνια στον πλάγιο λόγο<br />«[[ἐπειδάν]] δοκιμασθείην» (<b>Δημοσθ.</b> 30, 6)<br />III. σπάνια με το <i>εἰ</i> και οριστ. στην υποθετική [[πρόταση]], μόνο στους επ. συγγραφείς<br />α) με μέλλ. οριστ. ή με υποτ. «αἵ κεν Ἰλίου πεφιδήσεται» (Ο, 213)<br />β) με το <i>εἰ</i> και αόρ. οριστ. «εἰ δέ κ' ἔτι [[προτέρω]] γένετο [[δρόμος]]» (Ψ, 526)<br />IV. στη μτγν. Ελληνική, το <i>ἄν</i> με αναφορικές λέξεις συντάσσεται με οριστ. σε όλους τους χρόνους (πρβλ. αοριστολογικό <i>ἄν</i> της νεοελλ.) «[[ὅπου]] ἄν εἰσεπορεύετο» (Ευ. Μάρκ. 6, 56)<br />Γ) με πρτ. ή αόρ. οριστ. στην επαναληπτική καλούμενη [[σύνταξη]], για να εκφράσει ελλειπτικά έναν όρο που πραγματοποιείται όποτε παρουσιαστεί η [[ευκαιρία]]<br />«εἴ τινες ἴδοιεν...; ἀνεθάρσησαν ἄν» (<b>Θουκ.</b> 7, 71)<br />Δ) <i>Γενικές παρατηρήσεις</i>: Ι. [[θέση]] του <i>ἄν</i> α) στην [[περίπτωση]] Α, όταν το <i>ἄν</i> δεν συγχωνεύεται με την αναφορική [[λέξη]] (όπως στα <i>ἐάν</i>, [[ὅταν]]), έπεται [[αμέσως]] ή χωρίζεται από αυτήν με μονοσύλλαβα μόρια (όπως <i>μέν</i>, <i>δέ</i>, <i>τέ</i>, <i>γάρ</i>, <i>καί</i> <b>κ.ά.</b>) «εἰ μέν κεν... εἰ δέ κε» (Γ, 281-4)<br />β) στην [[απόδοση]] το <i>ἄν</i> μπορεί να βρίσκεται ή [[κοντά]] στο [[ρήμα]], στο οποίο ανήκει ([[πριν]] ή [[μετά]] από αυτό), ή [[μετά]] από κάποια [[άλλη]] εμφαντική [[λέξη]] ([[ιδίως]] ερωτ. ή αρνητ.), ή [[μετά]] από κάποιο σπουδαίο επίθ. ή επίρρ.<br />[[επίσης]] μπορεί και να ακολουθεί [[μετοχή]]<br />«λέγοντος ἄν τινος πιστεύσοι οἴεσθε;» (<b>Δημοσθ.</b> 6, 20)<br />γ) το <i>ἄν</i> [[συχνά]] χωρίζεται από το απρμφ. στο οποίο ανήκει, με ρήματα όπως τα <i>δοκῶ</i>, [[φημί]], [[οἶδα]] κ.λπ., [[ούτως]] ώστε το <i>ἄν</i> φαίνεται σαν να ανήκει στην οριστ. του ενεστ.<br />«καί νῦν [[ἡδέως]] ἄν μοι δοκῶ κοινωνῆσαι» (Ξενοφ. Κύρ. Παιδ. 8, 7, 25)<br />δ) το <i>ἄν</i> δεν τίθεται [[ποτέ]] στην [[αρχή]] κώλου, [[ούτε]] στην [[αρχή]] προτάσεως [[μετά]] από [[κόμμα]]<br />μπορεί όμως να προτάσσεται [[μετά]] από παρενθετική [[πρόταση]]<br />«ἀλλ' ὦ μέλ', ἄν μοι σιτίων διπλῶν ἔδει» (<b>Αριστοφ.</b> Ειρ., 137)<br />II. [[επανάληψη]] του <i>ἄν</i>: στην [[απόδοση]] το <i>ἄν</i> μπορεί να τεθεί δύο ή και [[τρεις]] φορές [[μετά]] από το ίδιο [[ρήμα]], [[είτε]] για να κάνει ισχυρή τη δύναμή του σε μία μακρά [[πρόταση]], [[είτε]] για να δώσει [[έμφαση]] σε κάποιες λέξεις<br />«ὥστ' ἄν, εἰ [[σθένος]] λάβοιμι, δηλώσαιμ' ἄν» (<b>Σοφ.</b> Ηλ. 333)<br />III. [[παράλειψη]] του ρήματος: [[συχνά]] το [[ρήμα]] στο οποίο ανήκει το <i>ἄν</i> παραλείπεται<br />«τί δ' ἄν δοκεῑ σοι [[Πρίαμος]] (ενν. <i>πρᾱξαι</i>), εἰ τάδ' ἤνυσεν;» (<b>Αισχ.</b> Αγαμ. 935)<br />[[έτσι]], σε φρ. όπως <i>πῶς γάρ ἄν</i>; <i>πῶς οὐκ ἄν</i>, [[ὥσπερ]] ἄν εἰ</i>, <i>ὅσον περ ἄν εἰ</i>, <i>κἄν εἰ</i>, το [[ρήμα]] [[πρέπει]] να εννοηθεί<br />«[[ὅποι]] τις ἄν προσθῇ, κἄν μικράν δύναμιν (ενν. <i>προσθῇ</i>)» (<b>Δημοσθ.</b> 2, 14)<br />IV. [[παράλειψη]] του <i>ἄν</i>: όταν η [[απόδοση]] αποτελείται από περισσότερες της μίας προτάσεις που συνδέονται παρατακτικά και εκφέρονται με την [[ίδια]] [[έγκλιση]], το <i>άν</i> [[συνήθως]] μπαίνει μόνο στην πρώτη και εξυπακούεται στις υπόλοιπες<br />«[[οὐδέν]] ἄν διάφορον τοῦ ἑτέρου ποιεῑ, ἀλλ' ἐπί ταὐτόν ἀμφότεροι ἴοιεν» (<b>Πλάτ.</b> <b>Πολ.</b> 360 γ)<br />το ίδιο συμβαίνει, όταν η [[σύνταξη]] συνεχίζεται σε καινούργια [[πρόταση]] (<b>Πλάτ.</b> <b>Πολ.</b> 352 ε)<br />[[είναι]] δε σπάνιο να βρίσκεται το <i>ἄν</i> με το δεύτερο από τα δύο ρ. και να εξυπακούεται στο πρώτο<br />«τοῦτον ἄν...θαρσοίην ἐγώ [[καλῶς]] μέν ἄρχειν, εὖ δ' ἄν ἄρχεσθαι θέλειν» (<b>Σοφ.</b> Αντιγ. 669).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το <i>ἄν</i> —όπως και τα <i>κε</i>(<i>ν</i>), <i>κα —</i> [[είναι]] εγκλιτικό [[μόριο]]. Απαντά στον Όμηρο, στους λυρικούς, στην Ιωνική Αττική και στην Αρκαδική, ενώ στη Λεσβιακή, Θεσσαλική και Κυπριακή χρησιμοποιείται αντ' [[αυτού]] το <i>κε</i> και στις δυτικές διαλέκτους και στη Βοιωτική το <i>κα</i>. Στον Όμηρο απαντά τόσο το <i>ἄν</i> όσο και το <i>κε</i><br />[[επειδή]] όμως η [[σύνταξη]] δεν έχει [[ακόμη]] παγιωθεί, η [[ακριβής]] [[διαφορά]] στη [[χρήση]] και τη [[σημασία]] τους δεν [[είναι]] [[σαφής]]. Όσον αφορά στην Αρκαδική δεν είμαστε βέβαιοι αν η [[χρήση]] του <i>ἄν</i> [[είναι]] αρχαία. Η Κυπριακή, που συγγενεύει με την Αρκαδική, χρησιμοποιεί το <i>κε</i>, ενώ στην [[ίδια]] την Αρκαδική απαντά τ. <i>εἰκ ἄν</i>. Το <i>κ</i> στο <i>εἰκ ἄ</i>ν συμβάλλει στην [[άρση]] της χασμωδίας και ερμηνεύεται [[είτε]] ως [[υπόλειμμα]] ενός αρχικού <i>κε</i>, που υποχώρησε [[βαθμηδόν]] και υποκαταστάθηκε από το <i>ἄν</i>, [[είτε]] ως [[προϊόν]] αναλογίας από το <i>οὐ</i>(<i>κ</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] το <i>εἰκ ἄν</i> προήλθε με [[κακό]] χωρισμό από την [[ανάγνωση]] στον τ. <i>εἰκάν</i> της Αρκαδικής που ανάγεται σε αρχ. <i>εἰ κάν</i> (όπου το <i>κάν</i> θα ήταν συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] του <i>κεν</i> [[μπροστά]] από [[φωνήεν]]). Η [[σύνδεση]] του <i>ἄν</i> με το <i>κε</i> επιτρέπει να αποδεσμευτούμε από την παραδοσιακή [[ετυμολογία]] που συνδέει το <i>ἄν</i> με το λατ. <i>an</i> και το γοτθ. <i>an</i>, των οποίων όμως οι λειτουργίες [[είναι]] διαφορετικές].<br /><b>(II)</b><br />και εάν <b>(σύνδ.)</b> (Α ἄν και ἐάν) (Α και ἤν, Ν και α [[πριν]] από [[σύμφωνο]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ως [[υποθετικός]] σύνδ. εισάγει υποθετική [[πρόταση]] και συντάσσεται με οριστ.<br />[[είναι]] δυνατόν να δηλώνει: α) το πραγματικό «αν υπάρχει [[θεός]], υπάρχει [[δικαιοσύνη]]» <br />β) το αντίθετο του πραγματικού «αν είχες [[μυαλό]], δεν θα τά πάθαινες αυτά» <br />γ) απλή [[υπόθεση]] που αναφέρεται στο [[παρελθόν]] «αν συνέβη αυτό, περιττεύει [[κάθε]] [[συζήτηση]]» <br />δ) το προσδοκώμενο «αν δεν έρθεις στην [[εκδρομή]], δεν θα σού ξαναμιλήσω» <br />ε) το αορίστως επαναλαμβανόμενο<br />«αν δεν φουσκώσει η [[θάλασσα]], ο [[βράχος]] δεν αφρίζει» — στ) [[κατά]] [[παράλειψη]] της αποδόσεως, το <i>αν</i> με πρτ. δηλώνει [[ευχή]]<br />«ω, αν ζούσε ο [[πατέρας]] μου!»<br /><b>2.</b> ως [[εναντιωματικός]], [[παραχωρητικός]] ή [[ενδοτικός]] σύνδ. με το <i>και</i> «και αν [[ακόμη]] μού το έλεγε ο [[ίδιος]], δεν θα το πίστευα»<br />«αν και δεν μού είπε [[τίποτα]], το μάντεψα»<br /><b>3.</b> ως απορρηματικό [[μόριο]], εισάγει πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις και ισοδυναμεί με τα [[μήπως]], [[άραγε]]<br />«θα ήθελα να [[ξέρω]] αν όλα αυτά [[είναι]] [[αλήθεια]]»<br /><b>4.</b> ως αοριστολογικό [[μόριο]] σε συνδυασμό με αναφορικές αντων. ή επιρρ.<br />«όσο κι αν κλαις, δεν σέ [[πιστεύω]]»<br /><b>5.</b> ως προτασσόμενο βεβαιωτικό [[μόριο]] σε [[πρόταση]] που συνδέεται με [[άλλη]] αντιθετικά με το <i>και</i><br />«αν το [[σπίτι]] του [[είναι]] [[ωραίο]], και το δικό μας δεν [[πάει]] [[πίσω]]»<br /><b>αρχ.</b><br />[[υποθετικός]] σύνδ. [[αμάρτυρος]] στους τραγικούς και [[σπάνιος]] στις πρώιμες αττ. επιγραφές, [[συχνός]] όμως στον Πλάτωνα και τους μεταγενέστερους<br />για τη σύνταξή του <b>βλ.</b> <i>ἄν</i> (Ι) Β, και <i>ἐάν</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από το αρχ. <i>εἰ ἄν</i> προήλθαν τόσο το <i>ἐάν</i> όσο και (με [[κράση]]) το ιων. <i>ἤν</i> (Ιωνική-Ηρόδοτος, [[Θουκυδίδης]], Αριστοφάνης <b>κ.ά.</b>) και το [[αττικό]] <i>ἄν</i> (ρήτορες, [[πεζός]] [[λόγος]] <b>κ.ά.</b>). Ο τ. <i>ἐάν</i> εμφανίζεται και με <i>ᾱ</i> (<i>ἐᾱν</i>), που [[είτε]] προήλθε αναλογικά [[προς]] το <i>ἄν</i> [[είτε]] από [[κράση]] τών <i>ἠ ἄν</i>. Ο σύνδ. <i>ἐάν</i>, που απαντά στις αρχαίες επιγραφές και που (με [[υποτακτική]]) σήμαινε «εάν», υπερίσχυσε του συνδ. <i>εἰ</i> στους μετακλασικούς χρόνους, στους δε ελληνιστικούς και μεταγενέστερους χρόνους χρησιμοποιήθηκε [[αντί]] του μορίου <i>ἄν</i>. Στη Ν. Ελληνική διατηρεί την αρχαία υποθετική του [[σημασία]] «εάν».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[άμποτε]](<i>ς</i>)].<br /><b>(III)</b><br />ἅν (Α)<br />με [[κράση]] [[αντί]] του <i>ἅ ἄν</i>. | ||
}} | }} |